Το σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Σπύρου Ιακωβίδη κέρδισε το Κοινό (Βραβείο του τμήματος «Meet the Neighbours») στο Φεστιβάλ του Νοεμβρίου στη Θεσσαλονίκη. Διακρίθηκε επίσης ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης κι η επιτροπή Νεότητας του έδωσε το δικό της Βραβείο. Όλα αυτά και σε συνδυασμό με την παρουσία σε διεθνή Φεστιβάλ και τις επτά υποψηφιότητες για τα Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας κάνουν το «Black Stone» τον απόλυτο προορισμό για αυτήν την κινηματογραφική εβδομάδα στα θερινά σινεμά. Αρκετοί χαρακτηρίζουν μαύρη κωμωδία αυτή τη σκηνοθετική απόπειρα, ωστόσο η ταπεινή μου άποψη είναι πως έχουμε μπροστά στα μάτια μας ένα κλιμακούμενο δράμα με κωμικά στοιχεία και σάτιρα για την κοινωνία που βουλιάζει ολοένα και περισσότερο σε μία κινούμενη άμμο.

Από τα «Φαντάσματα του Δημοσίου» οδηγούμαστε στα ενδότερα μίας οικογένειας, που καθημερινά υποφέρει. Ο πατέρας έχει φύγει από τη ζωή. Η μάνα κάνει τιτάνιο αγώνα να τα φέρει πέρα. Ο ένας της γιος αγνοείται και ο δεύτερος καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο. «Εγώ πώς θα τα βγάλω πέρα;» Κάθε ημέρα και μία νέα δοκιμασία. Λείπει ο Πάνος, το στήριγμά της. Έχει μείνει μόνη με τον Λευτέρη. Ο τελευταίος εκφράζεται συχνά απότομα. Βρίζει, αναζητά εκτόνωση. Έχει ανάγκη να βγει έξω από το διαμέρισμα. Να κλείσει την τηλεόραση και να πάρει οξυγόνο, αλλάζοντας παραστάσεις. Την ώρα που η κλεψύδρα μοιάζει να αδειάζει η Χαρούλα συναντάει έναν οδηγό ταξί (Νέγρος του Μοριά, Kevin Zans Ansong). Το ενδιαφέρον της αναζωπυρώνεται. Οι αναμνήσεις της από διάφορες φωτογραφίες δίνουν τη θέση τους στη δράση.

Η πόρτα του σπιτιού ανοίγει. Ένας νέος άνθρωπος βρίσκει στέγη και ένα πιάτο φαγητό. Η Χαρούλα δεν κλείνεται στο πρόβλημά της, δε συντηρητικοποιείται, δεν μισεί τους ανθρώπους για ό,τι της έχει συμβεί. Αντίθετα με το κύμα της εποχής, κόντρα στις προκαταλήψεις βρίσκει την απάντηση στους διπλανούς της. Με αλληλεγγύη και κατανόηση. Ο Νέγρος του Μοριά ξεκλειδώνει τον Λευτέρη. Μαζί κουβεντιάζουν, τραγουδούν, παίζουν, συζητούν για στίχους που βγαίνουν από την ίδια τη ζωή, παρακολουθούν την ΑΕΚ. Η κάμερα κουνιέται εσκεμμένα, ένα σύμπαν, ένας κόσμος μεταβάλλονται. Ο Ιακωβίδης δηλώνει το δικό του παρόν στις εξελίξεις.

Χαρακτηριστικά τονίζει πως με αφετηρία την ασάφεια και την αναζήτηση, το «Black Stone» σταδιακά και ανεπαίσθητα βρίσκει τον δρόμο του. Δημιουργεί ένα παράθυρο στη σύγχρονη ελληνική τραγωδία με πολύ χιούμορ, και στο τέλος ελπίδα. Η κινητήριος δύναμη της ιστορίας είναι η πρωταγωνίστριά μας, η Ελληνίδα μάνα, η Χαρούλα και το σύμπαν της. Η μάνα μοιάζει να χάνει τη θέση της στον κόσμο. Αυτή είναι η ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας που αντανακλά μια ολόκληρη κοινωνία, μία ολόκληρη χώρα υπό διάλυση. Οι άνθρωποι οι οποίοι φοβούμενοι να ζήσουν, να αποτύχουν, να κυνηγήσουν τα όνειρά τους, τις επιθυμίες τους, να ανακαλύψουν τον εαυτό τους, γραπώνονται από έναν ρόλο, αποφεύγοντας έτσι να πάρουν πραγματικά τη ζωή τους στα χέρια τους.

Η Χαρούλα μιλάει για τη διαχρονική τοξικότητα. Περιγράφει παραστατικά το άγχος του συζύγου της, πως κάπνιζε στο περίπτερο. Κάποια στιγμή λύγισε και την άφησε μόνη να δώσει τον αγώνα. Ερμηνευτικά η Ελένη Κοκκίδου (Σπιρτόκουτο) είναι μοναδική. Βιώνει μίας διαρκή ακροβασία. Βαστάει, πονάει, απογοητεύεται, πέφτει και σηκώνεται ξανά. Έχει χρέος προς αυτόν που έφυγε, προς τον εαυτό της και προς τα παιδιά της. Έχει δοθεί ψυχή και σώμα σε αυτόν τον στόχο. Είναι αποφασισμένη να θυσιάσει τη ζωή της για να βρει απαντήσεις για το που βρίσκεται ο Πάνος.

Αξιοποιώντας ντοκιμαντεριστικά στοιχεία ο δημιουργός κερδίζει τους θεατές. Δηλώνει με έμφαση πως οι άνθρωποι ελάχιστα πράγματα έχουν να χωρίσουν. Με το ξετύλιγμα της πλοκής του γκρεμίζει διαχρονικά τείχη. Δεν υπάρχουν απόκληροι. Υπάρχουν άνθρωποι κι όλοι μαζί οφείλουμε να πορευτούμε. Αφήνει μάλιστα στην προτελευταία σκηνή τα παιδιά να τρέχουν, δηλώνοντας με τον δικό του τρόπο πως πρέπει να αγωνιστούμε γι΄αυτά τα παιδιά, για το παρόν και το μέλλον. Η συνέχεια στην μεγάλη οθόνη, απαντώντας και στην ερώτηση της Χαρούλας, «ποιος βλέπει σήμερα μόνος του σινεμά»;