Ο Ιταλός σκηνοθέτης γεννήθηκε το 1941 στην Πάρμα. Ιταλία του Μουσολίνι, ζοφερές συνθήκες και στέρηση ελευθεριών. Με μία μίνι αναδρομή στο γενεαλογικό του δέντρο συναντάμε λέξεις όπως η ποίηση, το θέατρο, η κριτική, η τέχνη και η ανθρωπολογία που αποτέλεσαν αντίβαρο κράτημα για την οικογένεια μέσα σε αυτήν τη συνθήκη. Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Ο μικρός Μπερνάρντο έχοντας λάβει όλα αυτά τα ερεθίσματα, με τον φασισμό να έχει πλέον υποχωρήσει αποφασίζει να γράψει, ώστε να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό του κόσμο και να μοιραστεί σκέψεις του. Λίγο αργότερα μέσω του πατέρα του έρχεται σε επαφή με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι κι ο τελευταίος τον επιλέγει δίνοντάς του ρόλο, αλλά και την ευθύνη του βοηθού σκηνοθέτη στο “Αccattone” (1961). Ο μόλις 20 ετών Μπερτολούτσι καλείται να αρπάξει την ευκαιρία από τα μαλλιά.
Στις πέντε δεκαετίες δικής του δημιουργίας συνδύασε την τέχνη, την πολιτική και τη φιλοσοφία ως κύριες θεματικές των ταινιών του. Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από όσα τον απασχολούσαν σε μία ταραγμένη περίοδο που όμως η ελπίδα φαινόταν σαν φως στο βάθος μετά τα δύσκολα χρόνια. Η οπτική αρτιότητα των έργων του σε συνδυασμό με το περιεχόμενο που συχνά προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων τον διατηρούσε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Από τον “Κομφορμίστα” (1970) με την εξαιρετική φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο μέχρι το “Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι” (1972) και την πολύκροτη σκηνή με το βούτυρο δε συμβιβάστηκε ποτέ και δεν άκουσε κανέναν πέρα από τη ψυχή του. Δήλωνε άθεος και μαρξιστής και για ένα μικρό διάστημα εντάχθηκε και στο Κομμουνιστικό κόμμα της πατρίδας του.
Μια αιρετική παρουσία που ήθελε να αφήσει το στίγμα του στον κόσμο και βρήκε διέξοδο μέσω του κινηματογράφου να «μιλήσει» και δεν το έκανε χαμηλότονα. Εξερεύνησε μία σειρά από μονοπάτια με τον δικό του τρόπο. Το 1976 δημιουργεί μία ταινία που ξεπερνάει τις πέντε ώρες. Το “1900” (1976) έρχεται από το παρελθόν, διατρέχει το (τότε) παρόν και ταξιδεύει στο μέλλον συνθέτοντας ένα μοναδικό πορτραίτο πάνω στη σύγκρουση μεταξύ φασισμού και κομμουνισμού και στην αέναη πάλη των τάξεων. Δίνει επομένως ένα ανθρωπολογικό – κοινωνιολογικό υπόβαθρο στη δημιουργία του. Μετά από αυτό το έργο ζωής ανοίγει τα φτερά του και αποφασίζει να αποδεχτεί τη δελεαστική πρόταση του Χόλιγουντ.
Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ θα τον κατακρίνει για την επιλογή του να παραδοθεί στην τρέχουσα βιομηχανία της εποχής άνευ όρων. Ο ίδιος πιστός στις ιδιάζουσες αρχές του δε θα κάνει βήμα πίσω και αναζητήσει το τέλος του τούνελ. Η ταινία του “Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας” (1987) του χάρισε παγκόσμια αναγνώριση. Η βιογραφική αυτή ταινία που αφηγείται τη ζωή του τελευταίου αυτοκράτορα της Κίνας, Που Γι κέρδισε εννέα Όσκαρ μεταξύ των οποίων Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας το 1988. Δικαίωση και ταυτόχρονα αίσθημα υπέρβασης, τρυπώντας το ταβάνι του κι αγγίζοντας με δόση υπερβολής τον ουρανό.
Πάντα προκλητικός κι ανήσυχος συνέχισε να κάνει σινεμά για να πει κάτι σημαντικό. Ο κινηματογράφος ήταν για τον ίδιο ένα “όπλο”, ταυτόχρονα όμως κι ένας δρόμος για να κατανοήσει τον κόσμο και να δώσει φωνή στους σιωπηλούς και τους αδύναμους μέσα από την κάμερά του. Αυτή ήταν η άτυπη συμφωνία που έκανε με τον εαυτό του στα 20 του και μέχρι να αποχωρήσει έμεινε πιστός σε αυτές τις σκέψεις.
Οι ταινίες του έχουν μείνει ανεξίτηλες στον χρόνο. Ταινιοθήκες σε ολόκληρο τον κόσμο δημιουργούν ακόμα και σήμερα αφιερώματα για να μας θυμίσουν την αντισυμβατική του ματιά. Ένας οραματιστής που τόλμησε σε μία εποχή που τον ευνόησε κι έζησε όπως πραγματικά ονειρεύτηκε. Επιβεβαιώνει τη δυναμική του σινεμά σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο και δείχνει ένα μονοπάτι και στους επόμενους δημιουργούς, καθώς δεν είναι μυστικό πως το έργο και η στάση ζωής του αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και τις επόμενες γενιές δημιουργών που τολμούν κόντρα σε στερεότυπα και προκαταλήψεις, αναζητώντας νέες νόρμες και τρόπους έκφρασης μέσα από τον πολιτισμό.
➪ Διαβάστε επίσης: Ο Φατίχ Ακίν και το έργο του στο Cinobo