Η Ασημίνα Προέδρου για τους περισσότερους εμφανίστηκε ξαφνικά στο πρόσφατο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης με την ταινία της, «Πίσω από τις Θυμωνιές» που κέρδισε κοινό και κριτικούς. Η αλήθεια είναι όμως πως αν ανατρέξουμε πίσω στον χρόνο θα δούμε το εξαιρετικού μικρούς μήκους «Red Hulk» με βαθιά συμβολικό χαρακτήρα. Στις παρακάτω σειρές ακολουθεί η ενδιαφέρουσα συζήτηση που κάναμε με φόντο την πρεμιέρα του έργου της.
Αρχικά η σκηνοθέτης μάς μίλησε για την επαφή και την απόφασή της να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο: «Όταν ήμουν στις τελευταίες τάξεις του δημοτικού, είδα την ταινία «Cinema Paradiso» του Giuseppe Tornatore, κι από τότε έλεγα ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Και μερικά χρόνια αργότερα, γύρω στα 12-13, είδα την ταινία «Through the Olive Trees» του Abbas Kiarostami και μου εντυπώθηκε πάρα πολύ. Μάλιστα δεν την είδα ολόκληρη – κάτι έγινε και έπρεπε να φύγουμε. Και ήμουν πολύ στεναχωρημένη, μου είχε μείνει απωθημένο. Άσε που δεν ήξερα και πώς να την αναζητήσω, γιατί δε θυμόμουν ούτε το σκηνοθέτη ούτε τον τίτλο. Την είδα μετά από πολλά χρόνια, όταν ανακάλυπτα τον Kiarostami. Από μικρή έλεγα λοιπόν, ότι θέλω να γίνω σκηνοθέτης κινηματογράφου. Ωστόσο, για πολλούς και διάφορους λόγους, σπούδασα Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ, κι έκανα και μεταπτυχιακό. Στο τέλος του μεταπτυχιακού άρχισα να δουλεύω σε μια κατασκευαστική εταιρία ως οικονομολόγος. Αποφάσισα να σπουδάσω κινηματογράφο μερικά χρόνια αργότερα. Σπούδαζα και δούλευα ταυτόχρονα. Ήταν μια τεράστια ανάγκη μου, μου άρεσε πάρα πολύ. Οπότε, το ένα έφερε το άλλο».
– Από το εξαιρετικό «Red Hulk» που κέρδισε Βραβεία και το Κοινό σε Δράμα και Νύχτες Πρεμιέρας, μία δεκαετία μετά ήρθε η ώρα για το μεγάλο μήκους ντεμπούτο σου. Πώς νιώθεις;
Νιώθω ενθουσιασμό, συγκίνηση και αγωνία. Δεν ξέρω αν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά αυτή η ταινία είναι ένα από τα πράγματα που με απασχολούν περισσότερο τα τελευταία επτά χρόνια. Είναι ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου. Τεράστια συναισθηματική εμπλοκή, άπειρες ώρες δουλειάς – όχι μόνο δικής μου, πολλών ανθρώπων. Όμορφες (ή όχι και τόσο όμορφες – ενδιαφέρουσες σίγουρα) συνεργασίες, άγχος, αγωνία, ενθουσιασμός, μαγεία. Όλα αυτά, τα τελευταία επτά χρόνια. Φαντάζει κάπως δυσανάλογο για μια ταινία δύο ωρών. Όμως είναι αλήθεια. Οι ταινίες γίνονται με πάρα πολλή δουλειά και κόπο… Και χρήματα φυσικά.
– Η τοποθεσία (Λίμνη Δοϊράνη, ανάμεσα σε Ελλάδα και Βόρεια Μακεδονία), όπως και τα γεγονότα δίνουν μία πολιτική χροιά στην ταινία. Γιατί επέλεξες αυτήν την τοποθεσία;
Επέλεξα να τοποθετήσω την ιστορία στη λίμνη Δοϊράνη, πολύ πριν το προσφυγικό πρόβλημα γίνει ιδιαίτερα έντονο, καθώς η λίμνη είχε μια άγρια ομορφιά που με μαγνήτιζε. Την πρώτη φορά όμως, που επισκέφτηκα την περιοχή με στόχο να ξεκινήσω έρευνα για την ταινία, στο ξενοδοχείο όπου μείναμε, διανυκτέρευσαν περίπου πενήντα Σύριοι και Ιρακινοί πρόσφυγες, οι οποίοι είχαν προσπαθήσει για πολλοστή φορά να περάσουν τα σύνορα προς τη Βόρεια Μακεδονία, με προορισμό τη Βόρεια Ευρώπη. Όταν αυτοί ήταν ήδη στην καρδιά της Βόρειας Μακεδονίας, η αστυνομία τους εξανάγκασε, ακολουθώντας (όπως άκουσα αργότερα) άτυπες συμφωνίες των κυβερνήσεων της Βόρειας Μακεδονίας με διάφορες Ευρωπαϊκές χώρες, να επιστρέψουν στην Ελλάδα, περνώντας πάλι παράνομα τα σύνορα. Έτσι, αποφάσισα να δημιουργήσω τον κόσμο της ταινίας, γνωρίζοντας ότι το προσφυγικό πρόβλημα θα αποτελούσε κομμάτι της ιστορίας μου.
– Ήταν εύκολο να πείσεις τους Στάθη Σταμουλακάτο και Έλενα Ουζουνίδου να αποδεχθούν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους και να γίνουν κομμάτι του εγχειρήματός σου; Πώς ήταν η συνεργασία σας;
Είχα μιλήσει και με τους δύο αρκετά χρόνια πριν. Δέχθηκαν αρκετά εύκολα. Η συνεργασία μας ήταν πολύ διαφορετική με τον καθένα. Είναι πολύ διαφορετικοί άνθρωποι. Είναι και οι δύο εξαιρετικοί ηθοποιοί, μου άρεσαν πάρα πολύ για τους συγκεκριμένους ρόλους, αλλά το βασικό είναι ότι με μάγεψε το βλέμμα και των δυο τους. Δουλέψαμε πολύ διαφορετικά με τον καθένα – το έχω ξαναπεί. Ο Στάθης είναι ένα αγρίμι, του αρέσει να αυτοσχεδιάζει – να δίνει διαφορετικά πράγματα, λειτουργεί πάρα πολύ με το ένστικτό του. Η Λένα δουλεύει πάρα πολύ, σκέφτεται πολύ, αναλύει πολύ, προετοιμάζεται πολύ, συγκεντρώνεται πολύ, και λειτουργεί και με το ένστικτό της όταν χρειάζεται. Ως αποτέλεσμα, ο ρόλος της Μαρίας είχε βγει με αρκετά μεγάλη ακρίβεια από το ίδιο το γύρισμα, ενώ του Στάθη το χτίσαμε με την Ηλέκτρα στο μοντάζ από πολύ διαφορετικές λήψεις και εκδοχές. Ωστόσο, παρόλο που δούλεψαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο, θεωρώ ότι οι ερμηνείες και των δυο τους είναι εξαιρετικές.
– Μετά τον θρίαμβο της Θεσσαλονίκης, βρέθηκες στην Ινδία, τι αποκόμισες από αυτήν την εμπειρία και ποια η συνέχεια του ταξιδιού της ταινίας μετά την κυκλοφορία στις ελληνικές αίθουσες;
Κάθε Φεστιβάλ αποτελεί και μια διαφορετική εμπειρία. Στη Θεσσαλονίκη η ταινία ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το κοινό. Ήταν μια πάρα πολύ συγκινητική στιγμή. Αυτό που με συγκίνησε περισσότερο ήταν το ότι ένιωσα πόσο βαθιά επικοινώνησε ο κόσμος με την ταινία. Είναι σα να δημιουργείται μια σχέση μεταξύ σκηνοθέτη και κοινού. Εγώ μοιράζομαι δικά μου, προσωπικά κομμάτια, και ο θεατής επικοινωνεί με αυτά, κάνοντας τις δικές του ταυτίσεις. Στην Ινδία η ταινία ήρθε σε επαφή με τις Ασιατικές αγορές. Διαφορετικό κοινό, ωστόσο κι εκεί είχε μεγάλη αποδοχή. Φυσικά χάρηκα πάρα πολύ και στη Θεσσαλονίκη και στην Ινδία, και με τα βραβεία και με τις κριτικές και με όλα. Ελπίζω η ταινία να συνεχίσει να ταξιδεύει. Αυτό είναι το σχέδιο τουλάχιστον.
– H πολυπόθητη ώρα έφτασε. Το έργο σου βγαίνει στις αίθουσες. Ποια τα συναισθήματά σου και πώς βλέπεις το μέλλον των αιθουσών και του σινεμά στην Ελλάδα;
Θα πω ξανά το ίδιο: Νιώθω ενθουσιασμό, συγκίνηση και αγωνία. Δε μπορώ να προβλέψω ποιο μπορεί να είναι το μέλλον των αιθουσών. Σίγουρα δεν είναι μια καλή στιγμή για το σινεμά. Και δεν είναι ελληνικό το πρόβλημα, είναι παγκόσμιο. Θα δείξει…