Η νέα ταινία του Γιώργου Ζώη που έκανε την πρεμιέρα της στο Βερολίνο ήρθε στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και διαγωνίζεται για τον Χρυσό Αλέξανδρο. Στην κατάμεστη αίθουσα του Ολύμπιον σώματα και βλέμματα ήρθαν πιο κοντά ταξιδεύοντας σε εσωτερικά μονοπάτια του νου και της ψυχής. Με την αίσθηση του μεταφυσικού να υπάρχει από την πρώτη μέχρι την τελευταία σκηνή, όσοι είναι ζωντανοί καλούνται να διαχειριστούν το πένθος, τη σκληρή αλήθεια που αποκαλύπτεται και ταυτόχρονα να βρουν τη δύναμη ώστε να κάνουν την επανεκκίνηση που αποτελεί κάθε φορά στη ζωή έναν νέο σταθμό για την μετέπειτα πορεία του ανθρώπου.
Ένα δυστύχημα. Δύο άνθρωποι, τρεις ψυχές. Στο σύμπαν του σκηνοθέτη τα πάντα είναι ξεκάθαρα, ωστόσο ο θεατές παλεύει, δίνει τη μάχη του για να μπει σε αυτό. Δεν μπορεί στην αρχή να ξεχωρίσει τα όρια. Τι συμβαίνει στην πραγματικότητα, τη βιώνεται ως αίσθηση και τι ως παραίσθηση. Τι οδηγεί τους ανθρώπους στις αμφεταμίνες; Πού μπορεί να οδηγήσει ένα ιατρικό λάθος και πώς μπορεί να καταδικάσει μία οικογένεια; «Γιατρέ;». Απάντηση καμιά. Συντετριμμένος ο πρωταγωνιστής υπομένει, αναζητά οξυγόνο, αλλά η ίδια η καθημερινότητα τον κάνει να ασθμαίνει μέσα στα αδιέξοδά του.
Ο Βαγγέλης Μουρίκης, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες ηθοποιούς σωματικοποιεί πλήρως την ερμηνεία του. «Βαθαίνει» μέσα στον ρόλο του. Αρνείται να βγάλει τα παπούτσια, αλλά έχει έρθει η στιγμή να προχωρήσει. Όλα όμως απαιτούν τον χρόνο τους. Όταν είσαι όμως μόνος όλη αυτή η διαδικασία είναι δυσκολότερη. Οι αποκαλύψεις έρχονται απλά να επιβεβαιώσουν τους φόβους του. Αυτή είναι μία πληγή που δε θα κλείσει πότε. Το παλεύει όμως, αρνείται να παραιτηθεί και πονά σιωπηλά. Δε βρίσκει όμως, τουλάχιστον σε πρώτο χρόνο την πυξίδα που θα τον προσανατολίσει για το μέλλον.
Το “Arcadia” είναι άλλοτε σκοτεινό κι άλλοτε απλά απόκοσμο. Το καλοκαίρι έχει περάσει άλλωστε. Το παραθαλάσσιο μπαρ κρύβει μυστικά, που ο καθένας μπορεί να δει και να ερμηνεύσει με τα δικά του μάτια. Αλλιώς βλέπει ο Γιάννης κι αλλιώς η Κατερίνα. «Δύσκολη πίστα οι γόβες»… Τα πράγματα εδώ λειτουργούν με αργούς ρυθμούς. Η ελληνική επαρχία που αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει τους φρενήρεις ρυθμούς της πρωτεύουσας. Η ακροβασία μεταξύ του κόσμου των ζωντανών και των νεκρών είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Η συνθήκη απώλειας μεταφέρεται από τους ανθρώπους αμιγώς και στη σχέση τους με τα ζώα. Τα συναισθήματα κοινά, όπως και το δέσιμο που αφορά κυρίως όσα δίνει ο καθένας σε μία σχέση.
Μνήμη και λήθη είναι το δίδυμο των εννοιών που ταλαιπωρούν τον Ζώη. «Κουβαλούσα το φάντασμα της, όπως μας κουβαλούν τώρα». Ο κύκλος της ζωής δε σταματάει. Εκεί που είσαι ήμουν κι εδώ που είμαι θα έρθεις. «Θέλω να θυμηθώ». Αρκετοί θέλουν, αλλά δεν μπορούν. Άλλοι επιλέγουν συνειδητά να μην μπουν σε αυτή τη διαδικασία. Στη δυσκολότερη θέση βρίσκεται ο πρωταγωνιστής. Δεν έχει πια από που να πιαστεί. Νιώθει τύψεις για μία σειρά “αμαρτημάτων” που στην πραγματικότητα δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα του αν ευθύνεται. Αυτός ίσως να είναι κι ο χειρότερος σύμμαχος, δηλαδή να μην είσαι σίγουρος για τα πεπραγμένα σου, το παρόν και το μέλλον.
Οι άνθρωποι κι η επιρροή τους στα κοντινά πρόσωπα δεν τελειώνει με τον θάνατο. Η ύλη μπορεί να αποσυντίθεται, η επίδραση όμως μεταξύ ενός ζευγαριού, μεταξύ συντρόφων αφήνει πάντα πίσω της τα σημάδια της. Ο Γιάννης παλεύει, το κάνει γενναία χωρίς να γίνεται βάρος. Θα δοκιμάσει τα πάντα, θα σκεφτεί πολλές φορές και τελικά θα αποφασίσει πως είναι έτοιμος να επιλέξει μόνος του το νέο του ζευγάρι παπουτσιών. Ακριβώς εκεί είναι το σημείο μηδέν και μία πρώτη νίκη. Ο σκηνοθέτης αφήνει τον τελευταίο λόγο στον θεατή και κλείνει με ένα τραγούδι της Αλέκας Κανελλίδου που συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό το νόημα ολόκληρης της πλοκής που μόλις έχει ολοκληρώσει το ξετύλιγμά της.
☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, X/Twitter και Instagram.