Η σύγχρονη σκανδιναβική τάση στον κινηματογράφο τρόμου μοιάζει να αντλεί από τα αρχέγονα βάθη των μύθων, της παράδοσης και του σκληρού φυσικού τοπίου, ενώ ταυτόχρονα εμβαθύνει στα υπαρξιακά άγχη της σύγχρονης κοινωνίας. Αυτές οι ταινίες δεν περιορίζονται σε κλασικές φόρμες τρόμου αλλά δημιουργούν μια ατμόσφαιρα έντασης και υποβόσκουσας απειλής μέσα από το ανεξήγητο και το απόκοσμο. Στηριγμένες συχνά στην αργή ανάπτυξη της πλοκής, στην αίσθηση απομόνωσης και στην ψυχολογική διάσταση του φόβου, κάποιες από τις πρόσφατες σκανδιναβικές παραγωγές φέρνουν στο προσκήνιο την ένταση ανάμεσα στο παλιό και το νέο, το ανθρώπινο και το άγνωστο.

Η αφηγηματική προσέγγιση των Σκανδιναβών δημιουργών συχνά αμφισβητεί το φανταστικό και το μεταφυσικό, υπονοώντας ότι οι αληθινές φρίκες μπορεί να βρίσκονται στη φύση της ανθρώπινης ψυχής, στην πολιτισμική κληρονομιά ή ακόμη και στις καθημερινές μας συνήθειες. Ο τρόμος είναι υπαινικτικός, βασισμένος στην υποβλητική ατμόσφαιρα και την ενδόμυχη αγωνία που υπονοείται παρά παρουσιάζεται ανοιχτά.

Εμπορικά πετυχημένες ταινίες όπως το “Let The Right One In” του Tomas Alfredson και το “Midsommar” του Ari Aster (Αμερικανός, αλλά με την πιο χαρακτηριστική του ταινία να σημαδεύει για πάντα το σουηδικό «μεσοκαλόκαιρο») ανοίγουν ένα παράθυρο σε έναν κόσμο όπου ο τρόμος δεν προκύπτει μόνο από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά από τις αναπόφευκτες συγκρούσεις με τις πιο σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης φύσης και της κοινωνικής δομής. Αυτό που κάνει αυτές τις ταινίες να ξεχωρίζουν είναι το υπόγειο δέσιμο με τις σκανδιναβικές πολιτισμικές ρίζες, αναδύοντας ζητήματα ενοχής, κοινωνικού αποκλεισμού και υπαρξιακής απομόνωσης.

Σε έναν κόσμο όπου ο τρόμος έχει συχνά φανταχτερά, εμπορικά χαρακτηριστικά, η σκανδιναβική παράδοση αναβιώνει με τρόπο υπαινικτικό, φιλοσοφικό και υπαρξιακό, αναδεικνύοντας βαθύτερα ερωτήματα για τη φύση του κακού, την ανθρώπινη ταυτότητα και τη σχέση με το φυσικό περιβάλλον.

Let the Right One In / Άσε το κακό να μπει (2008)
Το “Let the Right One In” του Tomas Alfredson, είναι ένα κινηματογραφικό όνειρο που εισχωρεί αργά και βαθιά στις ρωγμές της ψυχής. Η διάσημη αυτή ταινία είναι μια σπάνια, ευαίσθητη εξερεύνηση της μοναξιάς και της συνύπαρξης, βυθισμένη σε ένα παγωμένο σκηνικό στη Σουηδία, όπου το χιόνι και το σκοτάδι αντικατοπτρίζουν την αποξένωση των χαρακτήρων της. Η ιστορία ακολουθεί τον 12χρονο Όσκαρ, ένα ντροπαλό αγόρι που ζει απομονωμένο, έως ότου γνωρίσει την Έλι, ένα περίεργο και ανεπανόρθωτα μοναχικό κορίτσι, το οποίο αποκαλύπτεται σταδιακά πως είναι βρικόλακας. Ο Alfredson χτίζει με υπομονή μια ατμόσφαιρα που μοιάζει σχεδόν υπερφυσική, όπου ο τρόμος και η τρυφερότητα συνυπάρχουν. Εδώ δεν υπάρχουν τα γοτθικά κλισέ των ταινιών τρόμου, εδώ γίνεται μια μεγάλη βουτιά στις συναισθηματικές ανάγκες των ηρώων: την επιθυμία για φιλία, κατανόηση και αποδοχή. Οι χαρακτήρες βρίσκονται παγιδευμένοι σε έναν κύκλο βίας και αγάπης, που, παρότι φαινομενικά αντίθετα, τους συνδέουν με έναν βαθύ, υπαρξιακό τρόπο.

Η σκηνοθεσία του Alfredson είναι γεμάτη σιωπές που μιλούν περισσότερο από τις λέξεις, με κάθε κάδρο να κρύβει κάτι σκοτεινό και αινιγματικό. Οι χιονισμένες αυλές και οι ερημωμένες παιδικές χαρές γίνονται τα σκηνικά ενός ονείρου που ισορροπεί στο όριο μεταξύ ελπίδας και θανάτου. Το Let the Right One In είναι τελικά μια ιστορία για το πώς η αγάπη μπορεί να ανθίσει ακόμα και στις πιο απόκοσμες καταστάσεις, όπου το φως του ήλιου έχει πάντα την επίγνωση της νύχτας που έρχεται. Και κάπως έτσι η ταινία αιχμαλωτίζει την καρδιά με την υπνωτιστική της ατμόσφαιρα και την ευαισθησία με την οποία αφηγείται μια ιστορία φρίκης, που τελικά είναι βαθιά ανθρώπινη.

Thelma (2017)
Στις μέρες μας, οι περισσότερες ταινίες σπάνια τολμούν να αγγίξουν τα όρια της καλλιτεχνικής μορφής του κινηματογράφου. Ωστόσο, ο  Joachim Trier ξεπερνά αυτό το φράγμα με μοναδικό τρόπο, προσκαλώντας τον θεατή να βιώσει τα ίδια συναισθήματα που διακατέχουν την ηρωίδα του, τη “Thelma”, καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Μέσα από την αριστοτεχνικά γυρισμένη αυτή ταινία, ταξιδεύουμε σε μια περιπετειώδη φάση της ζωής της Thelma, ανακαλύπτοντας την προϊστορία της – μια ιστορία που προκαλεί σκέψεις και συναισθήματα. Είναι μια ιστορία ενηλικίωσης που εκτυλίσσεται σε ένα στυλιστικό περιβάλλον, με ερμηνείες που αναδεικνύουν τη γνησιότητα των χαρακτήρων. Ο θεατής βυθίζεται σε μια δίνη συναισθημάτων, καθώς ο Trier καταφέρνει να μας βάλει στα παπούτσια της Thelma, κάνοντάς μας συμμέτοχους στην εσωτερική της πάλη.

Η αφήγηση είναι όμορφη και μελωδική, αν και μπορεί να φανεί αργή σε κάποιους. Ωστόσο, αυτή η αργή ροή ενισχύει την ένταση και την αγωνία, επιτρέποντάς μας να εμβαθύνουμε στα συναισθήματα της ηρωίδας. Αν η ταινία ήταν πιο γρήγορη ή σύντομη, θα έχανε την ουσία και την ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο Trier. Μη διστάσετε να δείτε αυτή την ταινία – το μόνο σίγουρο είναι ότι θα σας αποζημιώσει. Ακόμη και για όσους δεν την αγαπήσουν όσο εμείς, παραμένει μια αξιόλογη δημιουργία που δεν απογοητεύει σε κανένα επίπεδο: ούτε αφηγηματικά, ούτε κινηματογραφικά, ούτε υποκριτικά.

Lamb (2021)
Σκηνοθετημένο από τον Valdimar Jóhannsson, το “Lamb” είναι ένα στοιχειωτικά ατμοσφαιρικό φιλμ που αναμειγνύει το δράμα, τον τρόμο και το μυστικισμό με μοναδικό τρόπο. Η ιστορία επικεντρώνεται σε ένα ζευγάρι αγροτών στην Ισλανδία, τη Μαρία και τον Ίνγκβαρ, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ένα απρόσμενο γεγονός: τη γέννηση ενός παράξενου πλάσματος, μισού ανθρώπου, μισού αρνιού. Αυτό το γεγονός διαταράσσει τη ζωή τους και φέρνει στην επιφάνεια θεμελιώδη ερωτήματα για τη φύση, τη γονεϊκότητα και την ανθρώπινη ύβρη.

Η σιωπηλή, μινιμαλιστική κινηματογράφηση ενισχύει την αίσθηση απομόνωσης και μυστηρίου, με το τοπίο της Ισλανδίας να γίνεται σχεδόν ένας χαρακτήρας από μόνο του, εντείνοντας την απόκοσμη αίσθηση του φιλμ. Η διακριτική χρήση ειδικών εφέ αφήνει την φαντασία του θεατή να δουλέψει, ενώ η έντονη, υποβλητική ατμόσφαιρα δημιουργεί ένα διαρκές συναίσθημα ανησυχίας και απειλής. Είναι ένα φιλμ που δεν φοβάται να παραμείνει στην αβεβαιότητα και να προβληματίσει. Με ισχυρές ερμηνείες από τη Noomi Rapace και τον Hilmir Snær Guðnason, το Lamb εξερευνά τη λεπτή ισορροπία μεταξύ της ανθρώπινης επιθυμίας και των κανόνων της φύσης, δημιουργώντας μια υπαρξιακή παραβολή για την απώλεια και τις συνέπειες της ανθρώπινης παρέμβασης στη φύση.

The Innocents (2021)
Το “The Innocents” ακολουθεί τέσσερα παιδιά που γίνονται φίλοι κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών. Μακριά από τα μάτια των ενηλίκων, ανακαλύπτουν ότι έχουν κρυφές δυνάμεις. Ενώ εξερευνούν τις νέες τους ικανότητες στα κοντινά δάση και τις παιδικές χαρές, το αθώο παιχνίδι τους παίρνει μια σκοτεινή τροπή και αρχίζουν να συμβαίνουν παράξενα πράγματα.

Σε σκηνοθεσία του Eskil Vogt, ο οποίος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του συνυπογράφοντας το σενάριο ταινιών με τον σκηνοθέτη Joachim Trier (συμπεριλαμβανομένου του αγαπημένου 2021 “The Worst Person in the World”), το “The Innocents” σηματοδοτεί τη στροφή του Vogt στο προσωπικό του όραμα. Ξεκινώντας με αυτή την απλή, καλά μελετημένη ταινία χαμηλών απαιτήσεων, ο Vogt δείχνει ένα καλό μάτι για τη διάθεση και την ατμόσφαιρα, αποσπώντας απίστευτα στοιχειωμένες ερμηνείες από το καστ των μικρών παιδιών του. Από σεναριακής άποψης, η ικανότητα του Vogt να συνδέει τρεις διαφορετικές οικογενειακές ιστορίες σε ένα γενικότερο θέμα του να είσαι προϊόν του περιβάλλοντος είναι πραγματικά έξοχη. Γιατί εδώ, ο Vogt καταφέρνει να ξετυλίξει το υπερφυσικό μυστήριο με έναν ρυθμό που κρατάει τον θεατή σε εγρήγορση για να μάθει ποιος θα μείνει όρθιος στο τέλος της ταινίας.

Sick of Myself (2022)
To “Sick of Myself” του Kristoffer Borgli είναι μια ταινία τόσο απροσδόκητα σάπια όσο και οι προθέσεις των χαρακτήρων της. Ακολουθεί τη ζωή της Signe, μιας νεαρής γυναίκας που βρίσκεται κολλημένη στην παρακμή της σύγχρονης κουλτούρας της προσοχής, και είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να κλέψει τα φώτα της δημοσιότητας — κυριολεκτικά. Η απόλυτη χυδαιότητα του θέματος σε συνδυασμό με την κυνική προσέγγιση του Borgli στην απελπισία του σημερινού ναρκισσισμού, σε κάνουν να νιώθεις σαν να παρακολουθείς ένα κοινωνικό ατύχημα που δεν μπορείς να αποστρέψεις το βλέμμα σου.

Η Signe πασχίζει να γίνει το κέντρο της προσοχής όταν ο σύντροφός της ανεβαίνει επαγγελματικά, αποφασίζοντας να καταφύγει σε ακραίες ενέργειες για να επιστρέψει τα φώτα πάνω της. Από ένα «κοινό» ζευγάρι, όπου ο καθένας επιδιώκει να ξεπεράσει τον άλλο, η ταινία παρακολουθεί τον κατήφορο του ήθους της Signe, ο οποίος παίζει περισσότερο ως σουρεαλιστική παρωδία μιας κοινωνίας που αναπνέει μέσω των likes και των views. Και καταλήγει σε μια απροσδόκητη body horror ελεγεία, αδυσώπητα ψυχρή, γεμάτη μουντά χρώματα που αντικατοπτρίζουν τον εσωτερικό μαρασμό των χαρακτήρων. Ο Borgli δεν δείχνει έλεος στην κριτική του πάνω στην κουλτούρα της αυτοπροβολής. Η ταινία σου δίνει τη γροθιά στο στομάχι που χρειάζεσαι όταν έχεις κολλήσει σε έναν εθισμό με τα social media, σε κάνει να ξανασκεφτείς πόσο χαμηλά θα μπορούσες να πέσεις για λίγα δευτερόλεπτα διασημότητας.

Είναι μια ωμή, χωρίς φίλτρα διαπίστωση της σύγχρονης κουλτούρας που, αντί να ψάχνει για νόημα, αναλώνεται σε μια ματαιόδοξη κούρσα για το πιο γελοίο μέσο επιβίωσης της προσοχής.

Speak No Evil (2022)
Οι λέξεις δεν μπορούν να περιγράψουν πόσο άβολα μπορεί να νιώσει κάποιος βλέποντας την ταινία. Η κοινωνική αμηχανία, η κακή επικοινωνία και το απομακρυσμένο σκηνικό καθιστούν την ταινία μια εξαιρετικά άβολη εμπειρία. Για να μην αναφερθούμε στα τελευταία 30 λεπτά της, όπου η ταινία μετατρέπεται από ψυχολογικό θρίλερ σε διεστραμμένο τρόμο με φρικτή γραφική βία. Και αυτό το ενοχλητικό τέλος είναι επίσης τόσο διεστραμμένο και πέρα για πέρα ενοχλητικό, γιατί αντί ο θεατής να αισθάνεται θυμό για τους κακούς, αισθάνεται θυμό για τους καλούς που επέτρεψαν όλο αυτόν τον χαμό να συμβεί αυτό. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο να το πετύχεις.

Το ψυχολογικό θρίλερ του Christian Tafdrup (σε σενάριο που έγραψε μαζί με τον αδελφό του Mads, γυρίστηκε στη Δανία, τις Κάτω Χώρες και την Ιταλία και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας είναι στα αγγλικά, με κάποιες σκηνές στα δανέζικα και τα ολλανδικά. Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκονται ο Bjørn (Morten Burian) και η Louise (Sidsel Siem Koch), ένα ζευγάρι Δανών που προσκαλούνται από τον Patrick (Fedja van Huêt) και την Karin (Karina Smulders), ένα ζευγάρι Ολλανδών, στο εξοχικό τους για ένα Σαββατοκύριακο διακοπών. Σύντομα, οι οικοδεσπότες αρχίζουν να δοκιμάζουν τα όρια των φιλοξενούμενων τους καθώς μια ήδη τεταμένη κατάσταση κλιμακώνεται.

Handling the Undead (2024)
To “Handling the Undead”, σε σκηνοθεσία της Thea Hvistendahl, αποτελεί μια μοναδική προσέγγιση στο ζήτημα της απώλειας και της αναγέννησης, συνδυάζοντας στοιχεία τρόμου με μια βαθιά ανθρώπινη αφήγηση. Βασισμένη στο ομότιτλο μυθιστόρημα του John Ajvide Lindqvist, η ταινία εξερευνά την ψυχολογική και συναισθηματική διάσταση της επιστροφής των νεκρών, εστιάζοντας σε τρεις οικογένειες που καλούνται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτού του παράδοξου φαινομένου. Η Hvistendahl δημιουργεί ένα ονειρικό και μελαγχολικό περιβάλλον, γεμάτο σιωπές και στατικές εικόνες που ενισχύουν την αίσθηση της θλίψης και του πόνου. Οι χαρακτήρες, όπως ο παππούς που ανασύρει τον εγγονό του από τον τάφο ή η μητέρα που βλέπει τη νεκρή σύντροφό της να επιστρέφει, βιώνουν μια σειρά από αντιφατικά συναισθήματα: από τη χαρά της επανένωσης μέχρι την αναγνώριση ότι οι αγαπημένοι τους δεν είναι πια οι ίδιοι.

Η ταινία αποφεύγει τα κλισέ του είδους, εστιάζοντας στην ανθρώπινη εμπειρία και την πολυπλοκότητα της θλίψης. Η αργή ροή και η προσεκτική σκηνοθεσία επιτρέπουν στον θεατή να βυθιστεί στην ψυχολογία των χαρακτήρων, κάνοντάς τον να αναρωτηθεί: Πώς θα αντιδρούσαμε αν οι αγαπημένοι μας επέστρεφαν από τον θάνατο; Είναι η επιστροφή τους από τον κάτω κόσμο μια ευλογία ή μια κατάρα; Με τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών και την υποβλητική ατμόσφαιρα, το “Handling the Undead” είναι μια ταινία που δεν προσφέρει μόνο τρόμο αλλά και μια βαθιά στοχαστική εμπειρία γύρω από την αγάπη, την απώλεια και την ανθρώπινη φύση.

 

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.