Φασισμός: Ίσως η πιο ύπουλη και σατανική πολιτική ιδεολογία που έχει δημιουργηθεί ποτέ. Περισσότερο ένα κυνικό μέσο ελέγχου και καταστολής της αντίθετης άποψης παρά μια αληθινή πεποίθηση, ο φασισμός εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ιταλία με την κυριαρχία του Μπενίτο Μουσολίνι ως δικτάτορα της χώρας από το 1922 έως το 1945 και συνδέεται με τη Ναζιστική Γερμανία και τον Αδόλφο Χίτλερ. Όμως είναι ένα σύστημα διακυβέρνησης που μπορεί να μολύνει οποιαδήποτε χώρα. Στην ουσία του ο φασισμός είναι μια ακροδεξιά αυταρχική φιλοσοφία που βάζει το έθνος πάνω από το άτομο και χαρακτηρίζεται από αυταρχική κυβέρνηση, έναν δικτάτορα με ανεξέλεγκτη εξουσία, έντονο μιλιταρισμό, αυστηρή οικονομική πειθαρχία και βίαιη καταστολή της αντιπολίτευσης. Είναι μια τρομακτική δύναμη που στη βάση της πιστεύει στην απανθρωποποίηση και την καταπίεση των ανθρώπινων όντων.  

Ο αντιφασισμός έχει μακρά και πλούσια ιστορία στον κινηματογράφο, με ταινίες που δημιουργήθηκαν ως επιθέσεις ενάντια στην ιδεολογία ήδη από το 1940, με το αριστούργημα του Τσάρλι Τσάπλιν, «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ». 

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν (δυστυχώς) ταινίες που στηρίζουν τον φασισμό: διάσημα, η ταινία της Λένι Ρίφενσταλ το 1935, «Το Θρίαμβο της Θέλησης», θεωρείται από τεχνική άποψη μία από τις σπουδαιότερες και σημαντικότερες ταινίες που έγιναν ποτέ — αλλά είναι ξεκάθαρη ναζιστική προπαγάνδα. Όμως ο φασισμός, ως ιδεολογία, είναι αντι-ατομικιστικός, αντι-πνευματικός και αντι-καλλιτεχνικός.  

Ο αντιφασιστικός κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει ως υπενθύμιση και προειδοποίηση για τα κακά της αυταρχικής διακυβέρνησης και ως μια ελπιδοφόρα υπενθύμιση ότι αυτά τα καθεστώτα μπορούν να ανατραπούν.

Ο Μεγάλος Δικτάτωρ (1940) 
Γυρισμένο σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονταν ακόμη σε ειρήνη με τη Ναζιστική Γερμανία και η χώρα δεν είχε ακόμη ξυπνήσει απέναντι στα φρικτά εγκλήματα του φασισμού, «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ» ήταν ένα τολμηρό έργο από τον —ίσως— διασημότερο τότε κινηματογραφιστή στον κόσμο. Πρόκειται για μια σάτιρα που πάλευε με πάθος ενάντια στον αντισημιτισμό και τον ολοκληρωτισμό που αναδύονταν τότε στην Ευρώπη. Ο Τσάρλι Τσάπλιν σκηνοθέτησε και πρωταγωνίστησε σε διπλό ρόλο: υποδύεται τόσο τον προφανή σωσία του Χίτλερ, τον «Adenoid Hynkel», δικτάτορα της ευρωπαϊκής χώρας Τομανία, όσο και έναν Εβραίο κουρέα και βετεράνο πολέμου που ξεσηκώνεται για να πολεμήσει τη δηλητηριώδη διαφθορά της πατρίδας του. Ήταν η πρώτη αληθινά ομιλούσα ταινία του Τσάπλιν και εκμεταλλεύτηκε την αλλαγή μέσου με ένα συγκλονιστικό, συναισθηματικό τελικό λόγο στον οποίο αφήνει κατά μέρος την κωμωδία και απευθύνει μια όμορφη, φλογερή έκκληση για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Αν και αποτέλεσε την πιο επιτυχημένη εμπορικά ταινία του, ο ίδιος ο Τσάπλιν εκ των υστέρων εξέφρασε κάποιες επιφυλάξεις για «Τον Μεγάλο Δικτάτορα, γράφοντας στην αυτοβιογραφία του ότι δεν θα την είχε γυρίσει αν ήταν γνωστή τότε η πλήρης έκταση της φρίκης που υπέστησαν οι Εβραίοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. H ταινία παραμένει μέχρι σήμερα μια αστεία, έξυπνη και καυστική αποδόμηση του φασισμού. 

Star Wars (1977) 
Σχεδόν 50 χρόνια εμπορικής εκμετάλλευσης και επέκτασης του franchise έχουν κάνει το πολιτικό υπόβαθρο του «Star Wars» να μοιάζει κάπως κενό: μπορείς να βγεις από το σπίτι σου το Halloween και να δεις σίγουρα κάποιο παιδί ντυμένο Στορμτρούπερ ή Νταρθ Βέιντερ. Όμως αν επιστρέψεις και παρακολουθήσεις το αυθεντικό sci-fi φαινόμενο του Τζορτζ Λούκας από το 1977 θα θυμηθείς πως ναι, αυτοί είναι διαστημικοί Ναζί.  Η έμπνευση για την αυτοκρατορία που επιδιώκει να κυριαρχήσει στον γαλαξία δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εντοπιστεί — από τις ομοιόμορφες μάσκες που φορούν οι στρατιώτες μέχρι τη «Διαστημική Πορεία» (Imperial March) που συνοδεύει τον απρόσωπο αρχικακό. Οι πρόσφατες ταινίες «Star Wars» έχουν αποδυναμώσει αρκετά το αντιφασιστικό μήνυμα του franchise, ωστόσο ο πυρήνας της πολιτικής του παραμένει παρών στις περισσότερες εκδοχές και έχει εξερευνηθεί με ιδιαίτερο βάθος και επικαιρότητα, ιδιαίτερα στη σειρά «Andor». 

Έλα να Δεις (1985) 
Υπάρχουν πολλές ταινίες που αποτυπώνουν τη βαρβαρότητα και τις θηριωδίες που διέπραξε το ναζιστικό καθεστώς — όπως οι «Λίστα του Σίντλερ», «Στρατός των Σκιών», «Ο Πιανίστας» — αλλά αν υπάρχει μία που είναι η πιο αποτελεσματική και συγκλονιστική, αυτή είναι το «Έλα και Δες» (Come and See). Το αριστούργημα του Ελέμ Κλίμοφ από το 1985 για τη γερμανική κατοχή της Λευκορωσίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.  Η ταινία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε αυθεντικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν στη Λευκορωσία εκείνη την περίοδο και παρουσιάζει την κατοχή μέσα από τα μάτια ενός έφηβου αγοριού (Αλεξέι Κραβτσένκο) που εντάσσεται στην αντίσταση για να σωθεί, αλλά βλέπει την ψυχή του να συντρίβεται από την ωμότητα των εισβολέων. Με διάρκεια 2 ώρες και 20 λεπτά, το «Έλα να Δεις» μπορεί να γίνει σχεδόν αβάσταχτο — όχι λόγω έλλειψης ποιότητας, αλλά επειδή η φρίκη που απεικονίζεται είναι τόσο αδυσώπητη που αισθάνεσαι όλον τον πόνο της ταινίας. Είναι ένα αριστούργημα, καθαρό και αδιαμφισβήτητο, ακόμη κι αν είναι τόσο σκληρό που δεν θα σου καταλογίσει κανείς αν το αντέξεις να το δεις μόνο μία φορά. 

Ο Γιος του Σαούλ (2016) 
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Λάζλο Νέμες που συγκλόνισε με τη δύναμη της κάμεράς του. Άουσβιτς 1944. Ο Σαούλ είναι από τους λίγους επιζώντες της κόλασης του Ολοκαυτώματος. Εργάζεται για χάρη των Γερμανών. Ανήκει στους Sonderkommandos. “Eίμαστε όλοι νεκροί“, λέει στους υπόλοιπους. Κι όχι μόνο πνευματικά, αλλά κι ουσιαστικά, καθώς κι αυτοί δεν γλίτωναν από το μένος του δυνατού για να μην μαρτυρήσουν την γενοκτονία. Πόσο δύσκολο να είναι η μοίρα σου προδιαγεγραμμένη; Την ώρα που ετοιμάζεται μία απόπειρα απόδρασης, ο πρωταγωνιστής βρίσκει την δική του διαφυγή στον εξαγνισμό της ψυχής. Πιστεύει πως ένα νέο παιδί είναι ο γιος του. Δεν προσπαθεί να το σώσει, αλλά να σωθεί. Θέλει να αποδώσει στον θάνατο την αξιοπρέπεια που του αξίζει. 

Ζώνη Ενδιαφέροντος (2023) 
Ο Ρούντολφ Ες και η σύζυγός του Χέντγουϊκ φαινομενικά απολαμβάνουν την μαγεία της ζωής στη φύση. Μεγαλώνουν τα παιδιά τους με ασφάλεια και μία αίσθηση ελευθερίας που έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με όσα συμβαίνουν μόλις μερικά μέτρα μακριά πίσω από τον συρματοπλέγματα. Η αθωότητα των τέκνων εμποτίζεται έμμεσα με τα “λάφυρα” της μάχης εν αγνοία τους. Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση κάνει δύο και τρεις σκέψεις ταυτόχρονα, ακροβατεί ανάμεσα σε δύο ζωές. Η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα του που αναλύεται με υψηλή ακρίβεια δίνοντας έναν ψυχολογικό – ψυχογραφικό τόνο στην αφήγηση. Όσο η “κoινοτοπία του κακού” επελαύνει, η μάνα Φύση παρατηρεί ανήμπορη να αντιδράσει. Βαθιά πληγωμένη περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή, όπως κι οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας που είτε αγνοούν, είτε συνειδητά δε θέλουν να ασχοληθούν. Ο αποστειρωμένος κήπος του κέντρου του κάδρου μας δείχνει ακριβώς αυτή την απάθεια, ακόμα κι αν η δίνη του πολέμου κυκλώνει τις ζωές των ανθρώπων. Ο καπνός από τα μπουριά (καμινάδες) δε σταματάει ποτέ. Η μουσική της Μίκα Λέβι αποκαλύπτει όσα δε θα δούμε ποτέ σε εικόνες. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookBluesky και Instagram.