Όταν κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1951, το «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα έγινε η πρώτη ιαπωνική ταινία που κέρδισε ένα σημαντικό βραβείο σε δυτικό φεστιβάλ. Εκείνη την εποχή, ο ιαπωνικός κινηματογράφος ήταν σχετικά άγνωστος στη Δύση και η επιτυχία του Ρασομόν άνοιξε τις πύλες σε μια γόνιμη κινηματογραφική κουλτούρα. Σύντομα, οι σινεφίλ καταβρόχθιζαν τον πλούτο της χρυσής εποχής του κινηματογράφου της Ιαπωνίας, και ο Κουροσάβα ήταν αυτός που έδειξε το δρόμο.
Γεννημένος το 1910 στο Τόκιο, ξεκινά τις σπουδές του ως ζωγράφος, ένθερμος υποστηρικτής του αριστερού εργατικού κινήματος, δουλεύει εικονογράφος σε εφημερίδες, μέχρις ότου μια ανακοίνωση των στούντιο ΤΟΧΟ, που αναζητά νέους για βοηθούς σκηνοθέτη, τον στρέφει προς τα εκεί. Σύντομα εξελίσσεται στον βασικότερο βοηθό του Κατζίρο Γιαμαμότο, δίπλα στον οποίο μαθαίνει όλη τη διαδικασία και τα μυστικά της παραγωγής, ενώ ο ίδιος τον ενθαρρύνει, ως δάσκαλος που διαισθάνεται την αξία του μαθητή του, να μάθει να γράφει σενάρια. Έτσι, στα 33 του κι εν μέσω του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία τζούντο, το Σανσίρο Σουγκάτα, από το οποίο η λογοκρισία αφαιρεί είκοσι λεπτά. Δύο χρόνια αργότερα, κάνει μια προπαγανδιστική ταινία-ανάθεση, στα γυρίσματα της οποίας γνωρίζει και παντρεύεται την ηθοποιό Γιόκο Γιαγκούτσι. Χάρη στην εμπορική επιτυχία της ταινίας αυτής, του ζητούν να γυρίσει κι ένα sequel.
Μια τέτοια πρωτοπορία δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι το έργο του Κουροσάβα συνδύαζε τοπικά στοιχεία με επιρροές από το εξωτερικό: ανέφερε τον Τζον Φορντ, τον Γουίλιαμ Γουάιλερ και τον Φρανκ Κάπρα στους αγαπημένους του σκηνοθέτες ενώ παράλληλα διασκεύασε έργα του Σαίξπηρ, του Ντοστογιέφσκι, του Γκόρκι και του Εντ Μακ Μπέιν. Ο Θρόνος του Αίματος, μεταφορά του Μάκμπεθ, το 1957, έχει καταχωρηθεί ως κορυφαία κινηματογραφική απόδοση, ενώ το επικό Ραν, βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ, το 1985, επιβεβαίωσε την ανυπέρβλητη σημασία του ως δημιουργού. Αυτό το μεθυστικό κράμα επιρροών προκάλεσε την αποδοκιμασία των Ιαπώνων κριτικών, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι δυτικοκεντρισμό, κάτι που ο Κουροσάβα πάντα αρνιόταν.
Στην πραγματικότητα, το έργο του Κουροσάβα -ακόμη και όταν διαδραματίζεται στο παρελθόν- διερευνούσε κοινωνικά ζητήματα που αφορούσαν τη μεταπολεμική Ιαπωνία, γεγονός που έδινε αξιοπιστία στον ισχυρισμό του ότι οι ταινίες του ήταν φτιαγμένες για την ιαπωνική νεολαία.
Παρ’ όλα αυτά, οι ταινίες του ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς στο εξωτερικό. Αρκετές από αυτές έλαβαν αγγλόφωνα ριμέικ, και οι νέοι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ ήταν μεταξύ εκείνων που τον λάτρευαν: μάλιστα, στις δεκαετίες του 1980 και του 90’, ο Τζορτζ Λούκας, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Μάρτιν Σκορτσέζε και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ θα χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι τον Κουροσάβα όταν αυτός δεν μπορούσε πλέον να βρει χρηματοδότηση στην Ιαπωνία. Εκείνη την περίοδο ο Κουροσάβα θεωρούνταν ότι ανήκε σε μια προηγούμενη γενιά καθώς ήδη, από τη δεκαετία του 1970, το άστρο του άρχισε να δύει, επισκιασμένος από το ιαπωνικό νέο κύμα της δεκαετίας του 1960. Συντετριμμένος από την αποτυχία χρηματοδότησης του κι αισθανόμενος την απειλή να μην μπορεί πια να υλοποιεί τα κινηματογραφικά του όνειρα, τον Δεκέμβρη του 1971 κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα να δώσει τέλος στη ζωή του, με τη βοήθεια ενός ξυραφιού.
Το έργο του Κουροσάβα, το οποίο συνδυάζει τον ρεαλισμό με στιλιζαρισμένα στοιχεία από το ιαπωνικό θέατρο (Καμπούκι, Σινγκέκι και ιδιαίτερα το Νο), ανήκε σε μια άλλη εποχή και ο Κουροσάβα θεωρήθηκε ως ένας δεινόσαυρος του κινηματογράφου που έχει παρέλθει – αν και δεν έχασε ποτέ το σπινθηροβόλο κι ακατάβλητο πνεύμα του. Καθηλωμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε αναπηρική καρέκλα, δεν επέστρεψε ποτέ στα πλατό, όπου ήθελε να αφήσει την τελευταία του πνοή. Έφυγε το 1998 από εγκεφαλικό, σε ηλικία 88 ετών μια μέρα σαν την σημερινή.
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο του θανάτου του αξεπέραστου Ιάπωνα σκηνοθέτη, συγκεντρώσαμε και σας παρουσιάζουμε 5 αριστουργήματα από την φιλμογραφία του.
1. Ρασομόν, 1950
Με τους Τοσίρο Μιφούνε, Ματσίκο Κίο, Μασαγιούκι Μόρι, Τακάσι Σιμούρα
Το Ρασομόν είναι η ταινία που σηματοδότησε την αρχή της διεθνούς φήμης του Κουροσάβα, καθώς και την εισαγωγή του δυτικού κοινού στον ιαπωνικό κινηματογράφο, αφού κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και το τιμητικό Όσκαρ το 1951 και το 1952 αντίστοιχα. Με τη βοήθεια του νεαρού συνσεναριογράφου Σινόμπου Χασιμότο θα μετατρέψει την ιστορία βιασμού της γυναίκας ενός σαμουράι, αφηγημένη από τέσσερις διαφορετικές οπτικές (ενός ληστή, ενός ξυλοκόπου, του φαντάσματος του σαμουράι και της γυναίκας), σε ένα άγριο, σαρκαστικό και ιδιοφυές πιραντελικό παιχνίδι πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, σκηνοθετημένο με μια πρωτόγνωρη δεξιοτεχνία. Η ταινία έδωσε επίσης το όνομά της στο φαινόμενο Ρασομόν, το οποίο αναφέρεται στις αντιφατικές περιγραφές των ίδιων γεγονότων που δίνονται από διαφορετικούς ανθρώπους.
2. Οι Εφτά Σαμουράι, 1954
Με τους Τακάσι Σιμούρα, Τοσίρο Μιφούνε, Κέικο Τσουσίμα, Νταϊσούκε Κάτο
Η πιο διάσημη ταινία του Κουροσάβα αφορά ένα χωριό που δέχεται επίθεση από μια ομάδα ληστών. Οι χωρικοί αποφασίζουν να προσλάβουν επτά περιπλανώμενους σαμουράι για να νικήσουν τους κακοποιούς πριν προλάβουν να κλέψουν τη σοδειά τους. Με διάρκεια πάνω από 200 λεπτά, η πρώτη ταινία σαμουράι του Κουροσάβα αποτελεί την πεμπτουσία μιας ταινίας δράσης και άσκησε τεράστια επιρροή τόσο στον ιαπωνικό κινηματογράφο όσο και στο Χόλιγουντ, κυρίως στο ριμέικ του γουέστερν “The Magnificent Seven” του 1960.3.
3. Ο Καταδικασμένος (Ikiru), 1952
Με τους Τακάσι Σιμούρα, Μίκι Ονταγκίρι, Καματάρι Φουτζιβάρα
Ο κεντρικός χαρακτήρας του Ikiru (που σημαίνει «να ζεις»), τον οποίο υποδύεται ο παλιός πρωταγωνιστής του Κουροσάβα Τακάσι Σιμούρα, είναι ένας ετοιμοθάνατος γραφειοκράτης που προσπαθεί να βρει το νόημα και τον σκοπό της ζωής λίγο πριν πεθάνει. Εμπνευσμένο από τον Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς του Τολστόι, το Ikiru είναι μια από τις πιο συναισθηματικά ηχηρές ταινίες του Κουροσάβα, που οδηγεί το κοινό να αναλογιστεί τη ζωή και την ανθρώπινη κληρονομιά με έναν πολύ ευαίσθητο και παράλληλα οδυνηρό τρόπο.
4. Ραν, 1985
Με τους Τατσούα Νακαντάι, Μιέκο Χαράντα, Τζινπάτσι Νέζου, Νταϊσούκε Ρίου
Βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ, το Ran ήταν η πιο πολύπλοκη και ακριβή ταινία της καριέρας του Κουροσάβα. Όπως και ο Θρόνος του Αίματος, μεταφέρει τον Σαίξπηρ στη μεσαιωνική Ιαπωνία με έναν θεαματικά αριστουργηματικό τρόπο. Αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Κουροσάβα ήταν 75 ετών κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Παρά την ηλικία του, η παραγωγή αποπνέει μια φρεσκάδα και ζωντάνια που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο που είχε κάνει στο παρελθόν, προσφέροντας μια οπτική πανδαισία.
5. Ο Δολοφόνος του Τόκιο (High and Low), 1964
Με τους Τοσίρο Μιφούνε, Τατσούγια Νακαντάι, Τσουτόμου Γιαμαζάκι, Τατσούγια Μιάσι
Σκηνοθετημένο με πυρετώδη ένταση, το αγωνιώδες αυτό θρίλερ διασκευάζει ευφυώς ένα μυθιστόρημα, King’s Ransom του Αμερικανού Εντ ΜακΜπέιν. Σκηνοθετημένο με πυρετώδη ένταση, το αγωνιώδες αυτό θρίλερ διασκευάζει ευφυώς ένα μυθιστόρημα του Αμερικανού Εντ ΜακΜπέιν, εξπέρ της hard boiled αστυνομικής λογοτεχνίας, στο οποίο ένας εργοστασιάρχης ετοιμάζεται να πληρώσει λύτρα για να απελευθερώσει τον απαχθέντα μικρό γιο του. Όταν, όμως, αποκαλύπτεται πως ο απαγωγέας έχει κατά λάθος στα χέρια του τον γιο του σοφέρ του κι όχι τον δικό του, διστάζει να κάνει το ίδιο, έχοντας ανάγκη τα χρήματα για να ολοκληρώσει μια σπουδαία οικονομική συμφωνία. Με σασπένς που κορυφώνεται πλάνο πλάνο και ψυχολογικά διλήμματα τα οποία συντρίβουν τους απελπισμένους ήρωες, ο «Δολοφόνος…» θέτει μερικά αμείλικτα ηθικά ερωτήματα που αντανακλούν τα αδιέξοδα της μεταπολεμικής ιαπωνικής κοινωνίας, παγιδευμένης ανάμεσα στην παράδοση και τη δυτική εισβολή. Μια θεματική η οποία επανέρχεται διαρκώς στα σύγχρονα δράματα του σκηνοθέτη. Το High and Low συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων ταινιών που γύρισε ποτέ ο Κουροσάβα χάρη στη συνεχή ένταση, την ίντριγκα και τις απρόβλεπτες εξελίξεις της πλοκής.
Όταν κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1951, το «Ρασομόν» του Ακίρα Κουροσάβα έγινε η πρώτη ιαπωνική ταινία που κέρδισε ένα σημαντικό βραβείο σε δυτικό φεστιβάλ. Εκείνη την εποχή, ο ιαπωνικός κινηματογράφος ήταν σχετικά άγνωστος στη Δύση και η επιτυχία του Ρασομόν άνοιξε τις πύλες σε μια γόνιμη κινηματογραφική κουλτούρα. Σύντομα, οι σινεφίλ καταβρόχθιζαν τον πλούτο της χρυσής εποχής του κινηματογράφου της Ιαπωνίας, και ο Κουροσάβα ήταν αυτός που έδειξε το δρόμο.
Γεννημένος το 1910 στο Τόκιο, ξεκινά τις σπουδές του ως ζωγράφος, ένθερμος υποστηρικτής του αριστερού εργατικού κινήματος, δουλεύει εικονογράφος σε εφημερίδες, μέχρις ότου μια ανακοίνωση των στούντιο ΤΟΧΟ, που αναζητά νέους για βοηθούς σκηνοθέτη, τον στρέφει προς τα εκεί. Σύντομα εξελίσσεται στον βασικότερο βοηθό του Κατζίρο Γιαμαμότο, δίπλα στον οποίο μαθαίνει όλη τη διαδικασία και τα μυστικά της παραγωγής, ενώ ο ίδιος τον ενθαρρύνει, ως δάσκαλος που διαισθάνεται την αξία του μαθητή του, να μάθει να γράφει σενάρια. Έτσι, στα 33 του κι εν μέσω του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία τζούντο, το Σανσίρο Σουγκάτα, από το οποίο η λογοκρισία αφαιρεί είκοσι λεπτά. Δύο χρόνια αργότερα, κάνει μια προπαγανδιστική ταινία-ανάθεση, στα γυρίσματα της οποίας γνωρίζει και παντρεύεται την ηθοποιό Γιόκο Γιαγκούτσι. Χάρη στην εμπορική επιτυχία της ταινίας αυτής, του ζητούν να γυρίσει κι ένα sequel.
Μια τέτοια πρωτοπορία δεν προκαλεί έκπληξη, δεδομένου ότι το έργο του Κουροσάβα συνδύαζε τοπικά στοιχεία με επιρροές από το εξωτερικό: ανέφερε τον Τζον Φορντ, τον Γουίλιαμ Γουάιλερ και τον Φρανκ Κάπρα στους αγαπημένους του σκηνοθέτες ενώ παράλληλα διασκεύασε έργα του Σαίξπηρ, του Ντοστογιέφσκι, του Γκόρκι και του Εντ Μακ Μπέιν. Ο Θρόνος του Αίματος, μεταφορά του Μάκμπεθ, το 1957, έχει καταχωρηθεί ως κορυφαία κινηματογραφική απόδοση, ενώ το επικό Ραν, βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ, το 1985, επιβεβαίωσε την ανυπέρβλητη σημασία του ως δημιουργού. Αυτό το μεθυστικό κράμα επιρροών προκάλεσε την αποδοκιμασία των Ιαπώνων κριτικών, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ότι δυτικοκεντρισμό, κάτι που ο Κουροσάβα πάντα αρνιόταν.
Στην πραγματικότητα, το έργο του Κουροσάβα -ακόμη και όταν διαδραματίζεται στο παρελθόν- διερευνούσε κοινωνικά ζητήματα που αφορούσαν τη μεταπολεμική Ιαπωνία, γεγονός που έδινε αξιοπιστία στον ισχυρισμό του ότι οι ταινίες του ήταν φτιαγμένες για την ιαπωνική νεολαία.
Παρ’ όλα αυτά, οι ταινίες του ήταν εξαιρετικά δημοφιλείς στο εξωτερικό. Αρκετές από αυτές έλαβαν αγγλόφωνα ριμέικ, και οι νέοι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ ήταν μεταξύ εκείνων που τον λάτρευαν: μάλιστα, στις δεκαετίες του 1980 και του 90’, ο Τζορτζ Λούκας, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Μάρτιν Σκορτσέζε και ο Στίβεν Σπίλμπεργκ θα χρηματοδοτούσαν οι ίδιοι τον Κουροσάβα όταν αυτός δεν μπορούσε πλέον να βρει χρηματοδότηση στην Ιαπωνία. Εκείνη την περίοδο ο Κουροσάβα θεωρούνταν ότι ανήκε σε μια προηγούμενη γενιά καθώς ήδη, από τη δεκαετία του 1970, το άστρο του άρχισε να δύει, επισκιασμένος από το ιαπωνικό νέο κύμα της δεκαετίας του 1960. Συντετριμμένος από την αποτυχία χρηματοδότησης του κι αισθανόμενος την απειλή να μην μπορεί πια να υλοποιεί τα κινηματογραφικά του όνειρα, τον Δεκέμβρη του 1971 κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα να δώσει τέλος στη ζωή του, με τη βοήθεια ενός ξυραφιού.
Το έργο του Κουροσάβα, το οποίο συνδυάζει τον ρεαλισμό με στιλιζαρισμένα στοιχεία από το ιαπωνικό θέατρο (Καμπούκι, Σινγκέκι και ιδιαίτερα το Νο), ανήκε σε μια άλλη εποχή και ο Κουροσάβα θεωρήθηκε ως ένας δεινόσαυρος του κινηματογράφου που έχει παρέλθει – αν και δεν έχασε ποτέ το σπινθηροβόλο κι ακατάβλητο πνεύμα του. Καθηλωμένος τα τελευταία χρόνια της ζωής του σε αναπηρική καρέκλα, δεν επέστρεψε ποτέ στα πλατό, όπου ήθελε να αφήσει την τελευταία του πνοή. Έφυγε το 1998 από εγκεφαλικό, σε ηλικία 88 ετών μια μέρα σαν την σημερινή.
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο του θανάτου του αξεπέραστου Ιάπωνα σκηνοθέτη, συγκεντρώσαμε και σας παρουσιάζουμε 5 αριστουργήματα από την φιλμογραφία του.
1. Ρασομόν, 1950
Με τους Τοσίρο Μιφούνε, Ματσίκο Κίο, Μασαγιούκι Μόρι, Τακάσι Σιμούρα
Το Ρασομόν είναι η ταινία που σηματοδότησε την αρχή της διεθνούς φήμης του Κουροσάβα, καθώς και την εισαγωγή του δυτικού κοινού στον ιαπωνικό κινηματογράφο, αφού κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και το τιμητικό Όσκαρ το 1951 και το 1952 αντίστοιχα. Με τη βοήθεια του νεαρού συνσεναριογράφου Σινόμπου Χασιμότο θα μετατρέψει την ιστορία βιασμού της γυναίκας ενός σαμουράι, αφηγημένη από τέσσερις διαφορετικές οπτικές (ενός ληστή, ενός ξυλοκόπου, του φαντάσματος του σαμουράι και της γυναίκας), σε ένα άγριο, σαρκαστικό και ιδιοφυές πιραντελικό παιχνίδι πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, σκηνοθετημένο με μια πρωτόγνωρη δεξιοτεχνία. Η ταινία έδωσε επίσης το όνομά της στο φαινόμενο Ρασομόν, το οποίο αναφέρεται στις αντιφατικές περιγραφές των ίδιων γεγονότων που δίνονται από διαφορετικούς ανθρώπους.
2. Οι Εφτά Σαμουράι, 1954
Με τους Τακάσι Σιμούρα, Τοσίρο Μιφούνε, Κέικο Τσουσίμα, Νταϊσούκε Κάτο
Η πιο διάσημη ταινία του Κουροσάβα αφορά ένα χωριό που δέχεται επίθεση από μια ομάδα ληστών. Οι χωρικοί αποφασίζουν να προσλάβουν επτά περιπλανώμενους σαμουράι για να νικήσουν τους κακοποιούς πριν προλάβουν να κλέψουν τη σοδειά τους. Με διάρκεια πάνω από 200 λεπτά, η πρώτη ταινία σαμουράι του Κουροσάβα αποτελεί την πεμπτουσία μιας ταινίας δράσης και άσκησε τεράστια επιρροή τόσο στον ιαπωνικό κινηματογράφο όσο και στο Χόλιγουντ, κυρίως στο ριμέικ του γουέστερν “The Magnificent Seven” του 1960.3.
3. Ο Καταδικασμένος (Ikiru), 1952
Με τους Τακάσι Σιμούρα, Μίκι Ονταγκίρι, Καματάρι Φουτζιβάρα
Ο κεντρικός χαρακτήρας του Ikiru (που σημαίνει «να ζεις»), τον οποίο υποδύεται ο παλιός πρωταγωνιστής του Κουροσάβα Τακάσι Σιμούρα, είναι ένας ετοιμοθάνατος γραφειοκράτης που προσπαθεί να βρει το νόημα και τον σκοπό της ζωής λίγο πριν πεθάνει. Εμπνευσμένο από τον Θάνατο του Ιβάν Ιλίτς του Τολστόι, το Ikiru είναι μια από τις πιο συναισθηματικά ηχηρές ταινίες του Κουροσάβα, που οδηγεί το κοινό να αναλογιστεί τη ζωή και την ανθρώπινη κληρονομιά με έναν πολύ ευαίσθητο και παράλληλα οδυνηρό τρόπο.
4. Ραν, 1985
Με τους Τατσούα Νακαντάι, Μιέκο Χαράντα, Τζινπάτσι Νέζου, Νταϊσούκε Ρίου
Βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ, το Ran ήταν η πιο πολύπλοκη και ακριβή ταινία της καριέρας του Κουροσάβα. Όπως και ο Θρόνος του Αίματος, μεταφέρει τον Σαίξπηρ στη μεσαιωνική Ιαπωνία με έναν θεαματικά αριστουργηματικό τρόπο. Αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Κουροσάβα ήταν 75 ετών κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας. Παρά την ηλικία του, η παραγωγή αποπνέει μια φρεσκάδα και ζωντάνια που δεν μοιάζει με τίποτα άλλο που είχε κάνει στο παρελθόν, προσφέροντας μια οπτική πανδαισία.
5. Ο Δολοφόνος του Τόκιο (High and Low), 1964
Με τους Τοσίρο Μιφούνε, Τατσούγια Νακαντάι, Τσουτόμου Γιαμαζάκι, Τατσούγια Μιάσι
Σκηνοθετημένο με πυρετώδη ένταση, το αγωνιώδες αυτό θρίλερ διασκευάζει ευφυώς ένα μυθιστόρημα, King’s Ransom του Αμερικανού Εντ ΜακΜπέιν. Σκηνοθετημένο με πυρετώδη ένταση, το αγωνιώδες αυτό θρίλερ διασκευάζει ευφυώς ένα μυθιστόρημα του Αμερικανού Εντ ΜακΜπέιν, εξπέρ της hard boiled αστυνομικής λογοτεχνίας, στο οποίο ένας εργοστασιάρχης ετοιμάζεται να πληρώσει λύτρα για να απελευθερώσει τον απαχθέντα μικρό γιο του. Όταν, όμως, αποκαλύπτεται πως ο απαγωγέας έχει κατά λάθος στα χέρια του τον γιο του σοφέρ του κι όχι τον δικό του, διστάζει να κάνει το ίδιο, έχοντας ανάγκη τα χρήματα για να ολοκληρώσει μια σπουδαία οικονομική συμφωνία. Με σασπένς που κορυφώνεται πλάνο πλάνο και ψυχολογικά διλήμματα τα οποία συντρίβουν τους απελπισμένους ήρωες, ο «Δολοφόνος…» θέτει μερικά αμείλικτα ηθικά ερωτήματα που αντανακλούν τα αδιέξοδα της μεταπολεμικής ιαπωνικής κοινωνίας, παγιδευμένης ανάμεσα στην παράδοση και τη δυτική εισβολή. Μια θεματική η οποία επανέρχεται διαρκώς στα σύγχρονα δράματα του σκηνοθέτη. Το High and Low συγκαταλέγεται μεταξύ των καλύτερων ταινιών που γύρισε ποτέ ο Κουροσάβα χάρη στη συνεχή ένταση, την ίντριγκα και τις απρόβλεπτες εξελίξεις της πλοκής.