Είναι σχεδόν αδύνατο έως ακατόρθωτο να μεταφέρεις στο χαρτί (ή στην οθόνη του λάπτοπ…) αυτό το ζεστό συναίσθημα που σου έρχεται ακόμη όταν θυμάσαι τον εαυτό σου ένα παιδάκι γυμνασίου, 12 ετών, να περνάς την είσοδο του σινεμά Αβάνα στο Ψυχικό, προκειμένου να δείς (και δη in real time, γιατί τις δυο προηγούμενες ταινίες του αρχαιολόγου τις είδες ετεροχρονισμένα, λόγω υπερβολικά νεαρής ηλικίας…) το «Indiana Jones and The Last Crusade».
Αρχές Ιουνίου του 1989 ήταν και η ταινία είχε μόλις βγει στις αίθουσες -πρέπει να την είδα την τρίτη ή την τέταρτη ημέρα προβολής της.
Και, προφανώς και εννοείται, ένας 12χρονος ήμουν που είχα απλά γοητευτεί από τον τύπο με την φεντόρα και το μαστίγιο, παρά το ότι, όπως γράφαμε παλιότερα σε αυτό εδώ το site, «αυτό όμως που έχει πετύχει σε μεγάλο βαθμό ο “Indy”, και σχετικά εύκολα, είναι να εκφράσει κινηματογραφικά κάποια ηθικά ζητήματα που βρίσκονται στην καρδιά της ανθρωπολογικής σκέψης. Οι ταινίες Indiana Jones αντικατοπτρίζουν θεμελιώδεις προκλήσεις στο πεδίο της αρχαιολογίας και φέρνουν στην επιφάνεια ανησυχίες που έχουν οι πραγματικοί αρχαιολόγοι, τα μουσεία και οι κοινότητες».
Μετά από πέντε ταινίες σε περισσότερα από 40 χρόνια, και ενώ φαίνεται ότι τελειώσαμε οριστικά με την εκδοχή του Indiana Jones του Harrison Ford, το «πολιτιστικό φαινόμενο Indiana Jones» που εξιστορεί τις περιπέτειες του Indy από τη δεκαετία του 1930 μέχρι τη δεκαετία του ’60, φτάνει στον κολοφώνα του το 1989.
Αν και κάθε ταινία έχει τα προτερήματά της, το «Indiana Jones and the Last Crusade» είναι αυτό που αντιπροσωπεύει το καλύτερο που έχει να προσφέρει το franchise. Δεν είναι απαραιτήτως η καλύτερη ταινία της σειράς- οι «Κυνηγοί της χαμένης κιβωτού» ας πούμε, προσφέρουν μια εξαιρετικά συναρπαστική και περιπετειώδη αφήγηση και είναι μια από τις καλύτερες σκηνοθετικές προσπάθειες του Σπίλμπεργκ. Η «Τελευταία Σταυροφορία», όμως, έχει ψυχή, έχει καρδιά, έχει παλμό και – πρωτίστως – έχει κοτζάμ Sean Connery (τον αγαπημένο James Bond του ίδιου του Σπίλμπεργκ, φαν του αντίστοιχου franchise του 007).
Η «Τελευταία Σταυροφορία», η οποία ακολουθεί τον Indy καθώς προσπαθεί να εντοπίσει τόσο το Άγιο Δισκοπότηρο όσο και τον πατέρα του, είναι, την ίδια στιγμή, μια περιπέτεια και ένα road / buddy movie, με τον Sean Connery να αποδεικνύεται το τέλειο (υποκριτικό) αντίπαλο δέος του Ford.
Κυρίως γιατί, ενώ ο «Χένρι Τζόουνς ο πρεσβύτερος» είναι εξίσου ευφυής με τον γιο του, δεν έχει καμία από τις ικανότητές του. Η προσθήκη του Connery στο τελικό μείγμα μετατρέπει μια απλή περιπέτεια δράσης σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με κωμωδία slapstick (στη σεκάνς, ας πούμε, με την Ίλσα στο κάστρο ή στην αντίστοιχη με την ομπρέλα και τα πουλιά). Ή, στο υπέροχη σκηνή όπου μαζί (και όχι ναζί), πατέρας και γιος καταφέρνουν να βάλουν φωτιά στο δωμάτιο όπου κρατούνται αιχμάλωτοι, να καταρρίψουν το ίδιο τους το αεροπλάνο και να τσακώνονται σαν τον σκύλο με τη γάτα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Γι’ αυτό και είναι άξιο συγχαρητηρίων το σενάριο του The Last Crusade, γραμμένο από τον Τζέφρι Μπόαμ.
Ο Indiana Jones και ο μπαμπάς Henry
Ως αυστηρός ακαδημαϊκός, ο Connery προσφέρει το τέλειο αντίβαρο στον Ford, ο οποίος παλεύει με την δύναμη του μυαλού του (και την σπιρτάδα της σωματικής ισχύος του), αλλά, όπως λέει και σε μια σκηνή της ταινίας ο Κόνερι, «η πένα είναι ισχυρότερη από το σπαθί». Ακόμη και όταν αυτή η ίδια πένα διεισδύει σε ένα ναζιστικό κάστρο με τίποτα άλλο παρά με μια σκωτσέζικη προφορά.
Ενώ οι δύο προηγούμενες συνέχειες έδειχναν να ενδιαφέρονται να δώσουν στο δράμα και τη δράση τους λίγο βάρος, η «Τελευταία Σταυροφορία» μοιάζει πιο ελαφριά. Για να το θέσω και αλλιώς: αν οι «Κυνηγοί» είναι hard rock και το «Temple Of Doom» είναι καθαρό metal, τότε η «Τελευταία Σταυροφορία» είναι η ποπ εκδοχή της τριλογίας.
Και η ταινία αυτή που διαθέτει το υψηλότερο όχι πνευματικό, αλλά συναισθηματικό IQ, με διαλόγους και σκηνές ανθολογίας αναφορικά με την ταραγμένη σχέση μεταξύ πατέρα και γιου και από την αίσθηση ότι με την εύρεση του Δισκοπότηρου, επιτέλους κατάφεραν να κατανοήσουν καλύτερα ο ένας τον άλλον.
Η ευφυΐα του «Indiana Jones and the Last Crusade» είναι ότι νομίζεις ότι παρακολουθείς την επόμενη περιπέτεια του Ιντιάνα Τζόουνς, αλλά στην πραγματικότητα ολόκληρη η ταινία λέει στο κοινό από πού προήλθε ο Ίντι και γιατί είναι όπως είναι. Η ταινία ξεκινά κυριολεκτικά με τον νεαρό Indy, καθώς ο Spielberg διοχετεύει την αγάπη του για τα γουέστερν με μια συναρπαστική, περίτεχνη και εξαιρετικά διασκεδαστική σεκάνς καταδίωξης.
Ο Ρίβερ Φοίνιξ είναι ο τέλειος νεαρός Ιντιάνα Τζόουνς και όλα κορυφώνονται στο εμπνευσμένο «κόψιμο» στον ενήλικα Ίντι που κυνηγά το ίδιο ακριβώς αρχαιολογικό κειμήλιο δεκαετίες αργότερα. Και αυτά είναι μόνο τα πρώτα 15 λεπτά της ταινίας!
Η «περιπέτεια» είναι απλώς μια πρόσοψη προκειμένου να ειπωθεί η όλη ουσία της ιστορίας, δηλαδή το ότι ο Indy αποδέχεται τη σχέση του με τον πατέρα του, σε μια δυναμική μεταξύ του Ford και του Connery που δεν είναι ποτέ κακοπροαίρετη, με την αποξένωσή τους (αλλά και την αγάπη που υπάρχει μεταξύ τους) να διακρίνεται από τον θεατή με ένα απλό βλέμμα κάποιου εκ των δυο πρωταγωνιστών. Η ταινία λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, ακόμη και pseudo-ιστορικά: π.χ. είναι καταπληκτική η «what if» σκηνή με τον ίδιο τον Χίτλερ να υπογράφει το ημερολόγιο του Ίντι.
Μνημειώδης και καθοριστική είναι επίσης η συμβολή του κινηματογραφιστή Douglas Slocombe, ο οποίος «παίζει» με τις ταινίες του Τζον Φορντ και του Ντέιβιντ Λιν, ενώ καδράρει τους δυο Jones στο τέλος της ταινίας να αποχωρούν από την Πέτρα με φόντο το ηλιοβασίλεμα.
Η Τελευταία Σταυροφορία είναι η αγαπημένη ταινία πολλών οπαδών του Indy και είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Η ταινία είναι μια απόλαυση – η πιο ζεστή και αστεία της σειράς – με ένα επιδέξιο και πνευματώδες σενάριο από τον Μπόαμ και την μουσική επένδυση να είναι μία από τις καλύτερες του John Williams. Η «Τελευταία Σταυροφορία» διαθέτει επίσης το καλύτερο φινάλε τέλος του franchise, με τις παγίδες των τριών προκλήσεων και την αίσθηση του… γνήσιου επείγοντος για τη ζωή του Χένρι που κινδυνεύει. Είναι η τέλεια ταινία του Indiana Jones, εκεί όπου μαθαίνουμε για πρώτη φορά το πότε, το που, το πώς και το γιατί των εμμονών του διάσημου αρχαιολόγου (όπως π.χ. το κόλλημα του με τα φίδια).
Και φυσικά, έξι μήνες μετά την κυκλοφορία της ταινίας, η ταινία βγήκε και σε video game, το οποίο τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας μου το είχαν παίξει στο δικό τους ή σε ένα φιλικό pc έστω για μια φορά, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσουν τους διάφορους γρίφους που έσκαγαν στο δρόμο τους.
Ενα πραγματικό adventure video game για τον ορισμό της adventure ταινίας.