Από το “Häxan” του Benjamin Christensen που μέχρι το 1929 ήταν απογορευμένο για «γυμνό και μαγεία» μέχρι τον “Σημαδεμένο” του Brian de Palma που δεν παίχτηκε σε 6 πολιτείες επειδή εξυμνούσε το έγκλημα, και από το “Nosferatu, eine Symphonie des Grauens” του F.W. Murnau που δεν παιζόταν για 50 χρόνια επειδή ήταν απλά πολύ «ενοχλητικό» μέχρι τον κατατρεγμό που έχει υποστεί “Ο Τελευταίος Πειρασμός” του Martin Scorsese από όλον τον χριστιανικό πληθυσμό του πλανήτη (και όχι μόνο της Ελλάδας), η λογοκρισία στον κινηματογράφο αποτελεί ένα σημαντικό και περίπλοκο θέμα που έχει επηρεάσει την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η λογοκρισία στον κινηματογράφο άρχισε να αποκτά οργανωμένη μορφή τη δεκαετία του 1930, με την ίδρυση του Production Code Administration (PCA), γνωστού και ως Hays Code. Ο κώδικας αυτός καθόριζε αυστηρούς κανόνες για το περιεχόμενο των ταινιών, απαγορεύοντας σκηνές βίας, σεξουαλικότητας και άλλες «ανάρμοστες» θεματολογίες. Παρά τις περιοριστικές του διατάξεις, ο Hays Code δεν κατάφερε να εξαλείψει τη λογοκρισία, καθώς οι κινηματογραφιστές συχνά βρίσκονταν σε μια διαρκή αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ δημιουργικής ελευθερίας και εμπορικών απαιτήσεων. Με την άνοδο της τηλεόρασης και τις κοινωνικές αλλαγές της δεκαετίας του 1960, ο Hays Code σταδιακά εγκαταλείφθηκε, δίνοντας χώρο σε πιο ελεύθερες μορφές έκφρασης.
Αντίθετα, το βρετανικό σύστημα λογοκρισίας ήταν πιο ευέλικτο αλλά εξίσου αυστηρό. Το British Board of Film Classification (BBFC) είναι υπεύθυνο για την ταξινόμηση των ταινιών και την επιβολή περιορισμών. Οι κανονισμοί του BBFC έχουν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, αντανακλώντας τις αλλαγές στην κοινωνική ηθική και τις πολιτιστικές αξίες. Στη Βρετανία, η λογοκρισία συχνά εστιάζει σε ζητήματα που αφορούν τη βία και τη σεξουαλικότητα, αλλά και σε πολιτικά θέματα που μπορεί να προκαλέσουν δημόσια αναταραχή.
Ένα από τα πιο αξέχαστα παραδείγματα ακραίας λογοκρισίας ήταν το «Βαθύ Λαρύγγι» του 1972, μια ταινία που γνώρισε σημαντική επιτυχία. Όμως η ταινία με τις σεξουαλικές σκηνές απαγορεύτηκε σε 23 πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Υόρκης. Οι προβολές είχαν ουρές γύρω από το τετράγωνο, αλλά σε πολλές προβολές έγιναν έφοδοι της αστυνομίας και οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων τιμωρήθηκαν με πρόστιμα. Ο τότε πρόεδρος Νίξον είχε δηλώσει για την ταινία: «Όσο είμαι στον Λευκό Οίκο, δεν θα υπάρξει καμία χαλάρωση στην εθνική προσπάθεια να ελεγχθεί και να εξαλειφθεί η βρωμιά από την εθνική μας ζωή».
Πολλές ιστορίες λογοκρισίας σε κρατικό επίπεδο στις πρώτες δεκαετίες του κινηματογράφου οδήγησε το Χόλιγουντ να προσπαθεί να λογοκρίνει το ίδιο τον εαυτό του αντί να αντιμετωπίσει την κυβερνητική λογοκρισία και τα πρόστιμα. Αλλά από το 1952, οι ταινίες προστατεύονται από τις περισσότερα κυβερνητικά μέτρα λογοκρισίας των ΗΠΑ επικαλούμενες την ελευθερία του λόγου σύμφωνα με την Πρώτη Τροποποίηση.
Στη δεκαετία του ’80, με την υπογραφή του Steven Spielberg, ο κινηματογράφος βρήκε έναν νέο τρόπο να εξερευνήσει τα όρια της δημιουργικής ελευθερίας. Ο διάσημος σκηνοθέτης πρότεινε στην Motion Picture Association of America (MPAA) να επανεξετάσει το σύστημα αξιολόγησης ταινιών, εισάγοντας περισσότερες κατηγορίες που θα έδιναν στους γονείς έναν πιο σαφή οδηγό, μειώνοντας παράλληλα τις συγκρούσεις σχετικά με τη λογοκρισία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πιο λεπτομερές σύστημα που επέτρεπε στους δημιουργούς να σπρώχνουν τα όρια της τέχνης τους χωρίς τον φόβο μιας απόλυτης καταδίκης. Οι νέες κατηγορίες παρείχαν περισσότερη ευελιξία, επιτρέποντας σε τολμηρές ιδέες να φτάσουν σε μεγαλύτερο κοινό. Άλλωστε, μια χαμηλότερη κατηγορία σήμαινε ευρύτερη πρόσβαση, και κατ’ επέκταση, υψηλότερα έσοδα στο box office. Ωστόσο, αυτή η σύγχρονη μάχη για ελευθερία στην αφήγηση είχε τις ρίζες της πολύ βαθύτερα, στη λεγόμενη pre-Code Era του Χόλιγουντ. Πριν από την καθιέρωση ενός επίσημου συστήματος αξιολόγησης, η λογοκρισία ήταν ένας άκαμπτος και συχνά καταπιεστικός μηχανισμός. Ένα X-Rating μπορούσε να είναι το τέλος μιας ταινίας, ένας κινηματογραφικός «θάνατος», καθώς το κοινό θεωρούσε ότι η ταινία ήταν πολύ τολμηρή ή ακατάλληλη για τις αίθουσες. Με την παρέμβαση του Spielberg και την αναπροσαρμογή του συστήματος αξιολόγησης, ο κινηματογράφος απέκτησε τη δυνατότητα να εξερευνά πιο σύνθετα θέματα, χωρίς να προκαλεί τη μανία της λογοκρισίας. Η αλλαγή αυτή ήταν μια νίκη για την τέχνη, επιτρέποντας σε σκηνοθέτες και κοινό να συναντηθούν σε πιο τολμηρά μονοπάτια αφήγησης.
Θωρηκτό Ποτέμκιν (1925)
Σήμερα θεωρείται ακλόνητο μέλος των λιστών με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, αλλά το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” του Σεργκέι Αϊζενστάιν δεν είχε πάντα αυτή την τιμητική θέση. Η εμπρηστική του αφήγηση για την εξέγερση των ναυτών κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης Ρωσικής Επανάστασης του 1905 υπήρξε κάποτε τόσο πολιτικά εκρηκτική, ώστε βρέθηκε στο στόχαστρο λογοκρισίας σε πολλές χώρες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όχι μόνο απαγορεύτηκε από το BBFC (Βρετανικό Συμβούλιο Λογοκρισίας Κινηματογράφου), αλλά και από πολλές τοπικές αρχές. Η επίσημη δικαιολογία για την απαγόρευση ήταν η βία που παρουσιάζεται στην ταινία. Ωστόσο, η πραγματική ένταση στη βία ήταν σχεδόν ελάχιστη και εύκολα μπορούσε να λογοκριθεί, γεγονός που οδηγεί στην ευρέως αποδεκτή υπόθεση πως οι λόγοι ήταν κατά βάση πολιτικοί. Στα μάτια των αρχών, η ταινία δεν ήταν απλώς ένα έργο τέχνης αλλά ένας δυναμίτης που θα μπορούσε να πυροδοτήσει τη δυσαρέσκεια και να εμπνεύσει την αριστερή κινητοποίηση. Στη σκιά της Γενικής Απεργίας του 1926, ο μπολσεβικισμός θεωρείτο υπαρξιακή απειλή, όπως και κάθε μορφή αριστερής δράσης. Παρά την επίσημη απαγόρευση, το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” βρήκε τον δρόμο του στο κοινό μέσα από κρυφές προβολές. Από το 1929, οργανώσεις εργαζομένων προσέφεραν ιδιωτικές προβολές, κρατώντας ζωντανό το μήνυμά του σε μια εποχή κοινωνικών αναταραχών. Ωστόσο, η ταινία δεν έλαβε επίσημη έγκριση από το BBFC μέχρι το 1954 – έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν. Μέχρι τότε, οι αρχές έκριναν ότι η θεματολογία της είχε ξεπεραστεί από την ιστορία και το στυλ της φάνταζε πλέον παρωχημένο, μειώνοντας την απήχησή της πέρα από τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Έτσι, από σύμβολο φόβου και απειλής, το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” εξελίχθηκε σε ένα αθάνατο καλλιτεχνικό αριστούργημα που συνεχίζει να εμπνέει.
Τα Τέρατα / Freaks (1932)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν τα κινηματογραφικά θρίλερ βρίσκονταν στην απόλυτη ακμή τους, η επιτυχία του “Dracula” και του “Frankenstein” από την Universal έθεσε τον πήχη για το είδος. Ο διευθυντής παραγωγής της MGM, εντυπωσιασμένος αλλά και φιλόδοξος, ζήτησε από τον Tod Browning, τον δημιουργό του “Dracula”, να φτιάξει κάτι που θα τα ξεπερνούσε σε τρόμο. Η απάντηση του Browning ήταν καθηλωτική: μια ιστορία που δεν έπαιζε απλώς με τον τρόμο, αλλά ανατίναζε τα όρια του. Βασισμένος στις δικές του εμπειρίες ως έφηβος που δούλευε σε τσίρκο, ο Browning δημιούργησε το “Freaks”, μια αφήγηση για τους πιο περιφρονημένους εργαζόμενους ενός περιοδεύοντος τσίρκου, που ενώνουν τις δυνάμεις τους για να εκδικηθούν τους βασανιστές τους. Ως ιδέα, αυτό μπορεί να φαινόταν ανώδυνο. Ωστόσο, η τολμηρή απόφαση του Browning να χρησιμοποιήσει αυθεντικούς καλλιτέχνες τσίρκου με ορατές αναπηρίες, σε μια εποχή όπου η διαφορετικότητα προκαλούσε αμηχανία, πυροδότησε έντονες αντιδράσεις. Παρά το γεγονός ότι η απεικόνιση αυτών των χαρακτήρων ήταν γεμάτη σεβασμό και ευαισθησία, οι αντιδράσεις του κοινού της εποχής ήταν απορριπτικές και γεμάτες αποστροφή. Το μήνυμα του Browning – ότι τα πραγματικά τέρατα ήταν οι όμορφοι, φαινομενικά «φυσιολογικοί» χαρακτήρες – χάθηκε μέσα στην οργή για την παρουσία των «φρικιών» στην οθόνη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ταινία λογοκρίθηκε αυστηρά, με σημαντικά κομμάτια να αφαιρούνται, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο απαγορεύτηκε εντελώς. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, το “Freaks” παρέμενε φυλακισμένο στη σκιά της λογοκρισίας, μέχρι που το BBFC έδωσε τελικά το πράσινο φως για την κυκλοφορία του το 1963. Σήμερα, το “Freaks” αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο τολμηρά και προκλητικά έργα της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Ο Tod Browning δημιούργησε ένα αιχμηρό σχόλιο για την κοινωνική αποδοχή, τον αποκλεισμό και τη δύναμη της συλλογικότητας. Μέσα από την ανατριχιαστική του αφήγηση, αποκάλυψε ότι τα πραγματικά τέρατα δεν βρίσκονται στη σκηνή του τσίρκου, αλλά στους θεατές που κοιτάζουν με φόβο ό,τι δεν καταλαβαίνουν.
Ζ (1969)
Η ταινία του Κώστα Γαβρά, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά θρίλερ στην ιστορία του κινηματογράφου. Κυκλοφόρησε το 1969, σε μια εποχή πολιτικών αναταραχών παγκοσμίως, και αφηγείται με ένταση και ακρίβεια τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 και τη συγκάλυψη που ακολούθησε. Με πρωταγωνιστές τον Ιβ Μοντάν και τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, η ταινία καθηλώνει με τη σκληρότητα της αλήθειας της και τη μοναδική της αισθητική. Το “Ζ” είναι ένα έργο βαθιά πολιτικό, που ρίχνει φως στη διαφθορά, τη βία και τη φίμωση της δικαιοσύνης σε ένα αυταρχικό καθεστώς. Ο Γαβράς, με μοναδική δεξιοτεχνία, χρησιμοποιεί την κάμερα ως όπλο για να καταδείξει την πολιτική ανωμαλία και τη χειραγώγηση της εξουσίας. Η ταινία, με την εκρηκτική της αφήγηση και την έντονη πολιτική της χροιά, έγινε παγκόσμιο σημείο αναφοράς, αποσπώντας το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών. Η υποδοχή της ταινίας στην Ελλάδα της χούντας ήταν αναμενόμενα βίαιη. Η ταινία απαγορεύτηκε αμέσως από το καθεστώς των συνταγματαρχών, καθώς θεωρήθηκε άμεση επίθεση κατά του πολιτικού συστήματος που η δικτατορία προσπαθούσε να εδραιώσει. Η αναφορά στα γεγονότα γύρω από τη δολοφονία του Λαμπράκη και η αποκάλυψη της πολιτικής διαφθοράς θεωρήθηκαν εξαιρετικά επικίνδυνα για τη σταθερότητα του καθεστώτος. Παρά την απαγόρευσή της, η ταινία βρήκε τον δρόμο της στο κοινό μέσω κρυφών προβολών και διεθνών διανομών, λειτουργώντας ως σύμβολο αντίστασης κατά της τυραννίας.
Οι Δαιμονισμένες / The Devils (1971)
Στη γαλλική πόλη του Loudun, ένας άνεμος ανεξήγητης υστερίας ξεσηκώνει το μοναστήρι των Ουρσουλίνων. Κατηγορίες για δαιμονική κατοχή απλώνονται σαν καπνός, αλλά κάτω από τη φαινομενική δίνη του υπερφυσικού, κρύβεται ένα παιχνίδι δύναμης και πολιτικής εκμετάλλευσης. Αυτή την τραγωδία του πνεύματος και της εξουσίας μετέτρεψε σε οπτικό παραλήρημα ο Ken Russell, δημιουργώντας το “The Devils”, μια ταινία τόσο τολμηρή, που ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα μετά, παραμένει μια ανοιχτή πληγή στην ιστορία της λογοκρισίας. Η πλήρης εκδοχή της ταινίας, όπως την οραματίστηκε ο Russell και την παρουσίασε ιδιωτικά στον John Trevelyan του BBFC, είναι πλέον μια φευγαλέα ανάμνηση. Ποτέ δεν προβλήθηκε δημόσια. Το έργο που τελικά κυκλοφόρησε ήταν ήδη κακοποιημένο: τα ψαλίδια του BBFC και οι συντηρητικές αντιλήψεις της Warner Bros. είχαν αφαιρέσει μεγάλο μέρος από την ωμή ειλικρίνεια και την καλλιτεχνική πρόθεση του Russell. Η εκδοχή αυτή, την οποία υπέγραψε απρόθυμα ο σκηνοθέτης, έφερε τα σημάδια της λογοκρισίας, σαν ένα ζωγραφικό έργο που κάποιος τόλμησε να σβήσει με βιασύνη. Από τότε, η μοίρα της ταινίας μοιάζει με έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο. Η βρετανική θεατρική εκδοχή με το X-certificate κυκλοφόρησε σε DVD από το BFI, αλλά οι αληθινοί λάτρεις του Russell αναζητούν κάτι περισσότερο: την πληρότητα του οράματός του. Το 2002, μια ημιτελής αποκατάσταση επέστρεψε μερικές σκηνές που είχαν διαγραφεί έπειτα από σύσταση του Trevelyan. Ήταν μια αχνή λάμψη από το χαμένο μεγαλείο του έργου, αλλά όχι αρκετή για να αγγίξει την αρχική του δύναμη. Το “The Devils” παραμένει μια ταινία που ζει ανάμεσα στους μύθους. Είναι η ιστορία ενός δημιουργού που αψήφησε τις νόρμες, δημιουργώντας ένα κινηματογραφικό όνειρο τόσο δυνατό που προκάλεσε τον φόβο των εξουσιών. Ίσως ποτέ να μην δούμε το πλήρες όραμα του Russell, αλλά η απουσία του δημιουργεί έναν δικό της μυστικισμό, σαν ένα χαμένο χειρόγραφο που συνεχίζει να στοιχειώνει τους λάτρεις της τέχνης και του κινηματογράφου.
Το Κουρδιστό Πορτοκάλι / A Clockwork Orange (1971)
Όταν το “A Clockwork Orange” του Στάνλεϊ Κούμπρικ, η πολυσυζητημένη διασκευή του προκλητικού μυθιστορήματος του Άντονι Μπέρτζες, έκανε την εμφάνισή του, οι ουρανοί του σινεμά άνοιξαν, όχι από δάκρυα θαυμασμού, αλλά από μια καταιγίδα αμφιλεγόμενης οργής. Παρά το γεγονός ότι η ταινία πέρασε χωρίς περικοπές από το BBFC, το σκηνικό ήταν φορτισμένο. Ακόμη και με τη φροντίδα της Warner Bros., που περιόρισε αρχικά την προβολή της σε έναν και μοναδικό κινηματογράφο στο Λονδίνο για έναν χρόνο, η αναταραχή δεν καταλάγιασε. Το πνεύμα της ελευθερίας και της ευθύνης που καθόριζε την αφήγηση φάνηκε να πυροδοτεί τις σκοτεινότερες γωνιές του κοινού. Μέχρι τα μέσα του 1973, ο Κιούμπρικ, έχοντας δεχθεί προσωπικές απειλές για τον ίδιο και την οικογένειά του, αποφάσισε ότι το τίμημα ήταν πολύ βαρύ. Έπεισε την Warner Bros. να αποσύρει την ταινία από τη διανομή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η απόσυρση έγινε τόσο διακριτικά, ώστε οι πρώτες υποψίες για την εξαφάνισή της προέκυψαν μόνο το 1979, όταν η ταινία απουσίαζε από ένα αφιέρωμα στον Κούμπρικ στο Εθνικό Θέατρο Κινηματογράφου. Η σιωπηλή αυτή απόσυρση κράτησε μέχρι το 2000, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Κούμπρικ. Η απουσία της ταινίας από τις βρετανικές αίθουσες δεν έσβησε την επιθυμία. Τα κινηματογραφικά στέκια στο Παρίσι έγιναν τόπος προσκυνήματος για Βρετανούς τουρίστες που ήθελαν να δουν το απαγορευμένο αριστούργημα. Το “A Clockwork Orange” ήταν μια ταινία που αντανακλούσε τις αντιφάσεις της ελευθερίας και της καταπίεσης, ένα όνειρο που έζησε στις σκιές της πολιτιστικής μας συνείδησης. Και όπως κάθε μεγάλο όνειρο, δεν μπόρεσε ποτέ να μείνει αδρανές – παρέμεινε ζωντανό, μια υποδόρια φλόγα που μέχρι σήμερα αρνείται να σβήσει.
Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι / The Texas Chain Saw Massacre (1974)
Σήμερα θεωρείται μια από τις θεμελιώδεις δημιουργίες του αμερικανικού κινηματογραφικού τρόμου, όμως το “The Texas Chain Saw Massacre” του Tobe Hooper δεν είχε πάντα αυτή την αναγνώριση. Αντίθετα, η ταινία προκάλεσε έναν ατέλειωτο πονοκέφαλο στο Βρετανικό Συμβούλιο, που αρνήθηκε να της δώσει πιστοποίηση έως το 1999. Ο λόγος για αυτήν την αποστροφή δεν ήταν τόσο το περιεχόμενό της, αλλά η δύναμη της ατμόσφαιρας που δημιουργούσε. Παρά τον αιματοβαμμένο τίτλο της, η ταινία περιείχε ελάχιστη εμφανή βία. Αντί για γραφικές σκηνές, ο Hooper έπλασε έναν κόσμο γεμάτο ανησυχία, όπου κάθε στιγμή φαινόταν να προηγείται ενός ανείπωτου εφιάλτη. Το BBFC βρέθηκε σε αδιέξοδο: η ταινία δεν μπορούσε ούτε να λογοκριθεί ούτε να καταταχθεί σε κατηγορία, καθώς αψηφούσε τις παραδοσιακές κατευθυντήριες γραμμές. Κι όμως, παρά αυτήν την αβεβαιότητα, η ταινία βρήκε τον δρόμο της στις αίθουσες, χάρη στην υποστήριξη πιο φιλελεύθερων τοπικών αρχών, όπως το Greater London Council. Η ειδική πιστοποίηση GLC-X άνοιξε τον δρόμο για προβολές σε όλο το Λονδίνο, επιτρέποντας στο “The Texas Chain Saw Massacre” να καθηλώσει το κοινό με την υποβλητική του ένταση. Αλλά η πορεία της ταινίας δεν σταμάτησε εκεί. Στη χρυσή εποχή των VHS, το “The Texas Chain Saw Massacre” έγινε μια μυστική απόλαυση για τους τολμηρούς θεατές, που το ανακάλυπταν στα ράφια των τοπικών βιντεοκλαμπ. Ωστόσο, η επιβολή των αυστηρών κανονισμών του 1984 για τις βιντεοκασέτες την έσπρωξε πίσω στο σκοτάδι, όπου συνέχισε να ζει σαν ένας υπόγειος θρύλος του τρόμου. Το “The Texas Chain Saw Massacre” με την ανησυχητική αφήγησή του παραμένει αταξινόμητη και άκοπη – ένα έργο που δεν χρειάστηκε αίμα για να δημιουργήσει τρόμο, μόνο τη σκιά του. Σαν ένα εφιαλτικό όνειρο, αρνείται να ξεθωριάσει, στοιχειώνοντας τη φαντασία μας με την υπόσχεση του ανείπωτου.
Salò ή οι 120 Μέρες στα Σόδομα / Salò o le 120 Giornate di Sodoma (1975)
Το τελευταίο έργο του Pier Paolo Pasolini, ολοκληρωμένο λίγο πριν από τη βίαιη δολοφονία του, δεν ήταν ποτέ μια ταινία για τους αδύναμους. Το “Salò, ή 120 Μέρες στα Σόδομα” βυθίζεται χωρίς έλεος στις φρικαλεότητες του φασισμού, αποτυπώνοντας την ακραία υποδούλωση και εξευτελισμό νεαρών ανδρών και γυναικών. Η ωμή του ειλικρίνεια δεν άφησε περιθώριο για παρανοήσεις – ούτε όμως και για εύκολη αποδοχή. Στην Αγγλία, ο γραμματέας του BBFC, James Ferman, αν και αναγνώριζε την καλλιτεχνική αξία του Pasolini, θεώρησε ότι το έργο παραβίαζε τα όρια της ανεκτικότητας, αρνούμενος να του δώσει πιστοποίηση. Ο Ferman πρότεινε να προβληθεί η ταινία υπό συνθήκες “club screening”, όπου οι τοπικές αρχές μπορούσαν να επιτρέψουν την προβολή χωρίς έγκριση από το BBFC. Ωστόσο, αυτή η πρωτοβουλία συνάντησε αντίσταση – η κόπια της ταινίας κατασχέθηκε από την αστυνομία, επιδεικνύοντας την έντονη αποδοκιμασία των αρχών. Παρόλα αυτά, ο Ferman υπερασπίστηκε την ταινία με πάθος. Μετά από εκτεταμένες νομικές συμβουλές, υποστήριξε ότι το “Salò” δεν παραβίαζε τον Νόμο Περί Άσεμνων Δημοσιευμάτων του 1959, αφού ο σκοπός του δεν ήταν να διαφθείρει, αλλά να σοκάρει και να προκαλέσει αποστροφή. Ωστόσο, για να διευκολύνει την αποδοχή του, δημιούργησε μια “ηπιότερη” εκδοχή, προσθέτοντας έναν μακροσκελή γραπτό πρόλογο που έθετε την ταινία στο ιστορικό της πλαίσιο. Αυτή η προσαρμοσμένη εκδοχή προβλήθηκε υπό ειδικές συνθήκες για χρόνια, διατηρώντας την παρουσία του έργου σε περιορισμένα πλαίσια. Ωστόσο, χρειάστηκε να φτάσει το 2000 – και η σημαντική χαλάρωση των κατευθυντήριων γραμμών του BBFC – για να κυκλοφορήσει το “Salò” στην Αγγλία χωρίς περικοπές. Ένα μνημείο του φασιστικού τρόμου, μια πρόκληση για την ηθική αντοχή του θεατή και ένα έργο που αρνείται να ξεχαστεί. Μέσα από τη λογοκρισία και τις αντιπαραθέσεις, το όραμα του Pasolini επιβιώνει, υπογραμμίζοντας ότι ο κινηματογράφος μπορεί να είναι τόσο όπλο όσο και καθρέφτης της ανθρώπινης κατάστασης.
Cannibal Holocaust (1980)
Το 1937, σε μια εποχή που τα γουέστερν κατέκλυζαν τις κινηματογραφικές αίθουσες, η κακομεταχείριση αλόγων στις σκηνές δράσης προκάλεσε ανησυχίες που οδήγησαν στην ψήφιση του Cinematograph Films (Animals) Act. Η νομοθεσία αυτή, που παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα, απαγορεύει τη διανομή ταινιών όπου απεικονίζεται αληθινή κακοποίηση ζώων, με δύο εξαιρέσεις: αν η κακοποίηση αποδειχθεί πως είναι σκηνοθετημένη ή αν θα είχε συμβεί ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από την παρουσία της κάμερας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές του 1980, μια σειρά ιταλικών ταινιών που εξερευνούσαν τον «κανιβαλιστικό» τρόμο έφεραν τον κινηματογράφο αντιμέτωπο με τα όρια αυτής της νομοθεσίας. Οι ταινίες αυτές, συχνά άγριες και χωρίς φραγμούς, συνδέθηκαν στενά με τη λίστα των “video nasties” της DPP (Director of Public Prosecutions) – ταινίες που καταχωρήθηκαν ως ακατάλληλες για διανομή λόγω της απουσίας BBFC πιστοποίησης για βίντεο. Ανάμεσά τους, το διαβόητο “Cannibal Holocaust” του Ruggero Deodato αποτέλεσε το επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Μια ταινία που δεν υποβλήθηκε επίσημα για έγκριση μέχρι το 2001, αλλά ακόμα και τότε, έπρεπε να υποστεί περικοπές σχεδόν έξι λεπτών λόγω σκηνών πραγματικής κακοποίησης ζώων. Μια δεκαετία αργότερα, το BBFC άλλαξε την προσέγγισή του. Οι «καθαρές» θανατώσεις ζώων, δηλαδή εκείνες που δεν περιείχαν σκόπιμη κακοποίηση, κρίθηκαν αποδεκτές υπό τον Animals Act. Έτσι, μεγάλο μέρος του “Cannibal Holocaust” πέρασε χωρίς προβλήματα, με την εξαίρεση μιας σκηνής που δείχνει ένα coatimundi να βασανίζεται ξεκάθαρα – μια απεικόνιση που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό κανένα πλαίσιο. Η περίπτωση του “Cannibal Holocaust” αναδεικνύει τις περίπλοκες γραμμές που διαχωρίζουν την τέχνη από την ηθική. Ενώ η νομοθεσία του 1937 προσπάθησε να προστατεύσει τα ζώα από την κακομεταχείριση στον κινηματογράφο, η σύγκρουση ανάμεσα στη δημιουργική ελευθερία και την ηθική υπευθυνότητα παραμένει ζωντανή, προκαλώντας ερωτήματα για το τι είναι αποδεκτό να απεικονίζεται – και με ποιο τίμημα.
Crash (1996)
To “Crash” του David Cronenberg, βασισμένο στο αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα του J.G. Ballard, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη – ούτε καν να προετοιμαστεί για την έκταση της καταιγίδας που θα προκαλούσε. Ο Ballard είχε περιγράψει το βιβλίο του ως «το πρώτο πορνογραφικό μυθιστόρημα βασισμένο στην τεχνολογία», και η κινηματογραφική του διασκευή, με τη χαρακτηριστική ψυχρή και αναλυτική ματιά του Cronenberg, πυροδότησε μια αληθινή θύελλα αντιδράσεων στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης. Η πρώτη ριπή ήρθε από την Daily Mail, που, με μια πρωτοσέλιδη κραυγή «BAN THIS CAR CRASH SEX FILM», πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση στην ταμπλόιντ δημοσιογραφία. Η πρόκληση και η αισθητική του Cronenberg έγιναν στόχος μιας βιομηχανίας που λατρεύει τα σκάνδαλα και το ηθικό πανικό. Παρόλα αυτά, το BBFC, γνωστό για την ευαισθησία του απέναντι στο έργο του Cronenberg, αποφάσισε να περάσει την ταινία χωρίς καμία περικοπή. Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Το Δημοτικό Συμβούλιο του Westminster άσκησε το δικαίωμα βέτο του, απαγορεύοντας την προβολή της ταινίας σε όλους τους κινηματογράφους της περιοχής. Η απαγόρευση δεν κατάφερε να σταματήσει τη διανομή. Η Columbia TriStar, με αποφασιστικότητα και χιούμορ, τοποθέτησαν την ταινία σε αίθουσες όσο πιο κοντά μπορούσαν στα σύνορα του Westminster. Ο Καναδός σκηνοθέτης Guy Maddin είχε μάλιστα σχολιάσει αστειευόμενος αν θα υπήρχαν νομικές επιπτώσεις αν οι ουρές των θεατών ξεπερνούσαν το αμφιλεγόμενο σύνορο. Παρά τις προκλήσεις, αυτό το σουρεαλιστικό σενάριο δεν χρειάστηκε ποτέ να δοκιμαστεί στην πράξη.
A Serbian Film (2010)
Στις αρχές του 21ου αιώνα, το κινηματογραφικό είδος του “torture porn” έφερε την τέχνη του σοκ σε νέα επίπεδα και, μαζί, αμέτρητους πονοκεφάλους για τις επιτροπές λογοκρισίας. Ανάμεσα στα έργα που σήκωσαν κύματα αντιπαραθέσεων ήταν το “Grotesque” (2009) του Kōji Shiraishi, το οποίο απαγορεύτηκε ολοκληρωτικά σε πολλές χώρες. Ωστόσο, καμία ταινία δεν φούντωσε τόσο τις συζητήσεις όσο το “A Serbian Film” του Srđan Spasojević. Ήδη διαβόητο στο φεστιβαλικό κύκλωμα, το έργο του Spasojević περιγράφει τη ζωή ενός πρώην πορνοστάρ που αναγκάζεται να επιστρέψει για να δημιουργήσει ένα νέο, πολιτικά φορτισμένο είδος πορνογραφίας. Η ταινία γέμισε τον χώρο της λογοκρισίας με νομικές νάρκες, ιδιαίτερα λόγω μιας σκηνής που περιλαμβάνει παιδική παρουσία. Παρότι ο σκηνοθέτης φρόντισε να μπλοκάρει και να επεξεργαστεί τη σκηνή έτσι ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα ότι παιδιά και γραφικές σκηνές βίας δεν βρίσκονταν ποτέ στο ίδιο πλάνο, οι αντιδράσεις δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό. Στην Αγγλία το BBFC, προσεκτικό απέναντι στον Νόμο Προστασίας Παιδιών του 1978, αν και πιθανώς θα μπορούσε να αφήσει την ταινία ανέπαφη, αποφάσισε να δράσει εκ του ασφαλούς. Αφαίρεσε τέσσερα λεπτά από την ταινία – μια κίνηση που όμως έφερε ένα παράδοξο αποτέλεσμα. Η πιο διαβόητη σκηνή της ταινίας, που περιλαμβάνει ένα ψεύτικο βρέφος, έγινε ακόμα πιο ανησυχητική. Στην αλογόκριτη εκδοχή, το ψεύτικο μωρό ήταν εμφανώς μη ρεαλιστικό, αλλά στην «πετσοκομμένη» εκδοχή, η σκηνή περιορίστηκε στον ήχο των σπαρακτικών του κραυγών, αφήνοντας την υπόλοιπη φρίκη στη φαντασία του θεατή. Με τη δύναμη του σοκ να παραμένει αναλλοίωτη, η ταινία υπενθυμίζει ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να προκαλεί δέος, και να βυθίζει τον θεατή σε μια άβολη συνειδητοποίηση του τι είναι διατεθειμένος να ανεχθεί.
Διαβάστε επίσης: 10 ιδιαίτερες και συγκλονιστικές ταινίες που μας άφησαν άναυδους
Από το “Häxan” του Benjamin Christensen που μέχρι το 1929 ήταν απογορευμένο για «γυμνό και μαγεία» μέχρι τον “Σημαδεμένο” του Brian de Palma που δεν παίχτηκε σε 6 πολιτείες επειδή εξυμνούσε το έγκλημα, και από το “Nosferatu, eine Symphonie des Grauens” του F.W. Murnau που δεν παιζόταν για 50 χρόνια επειδή ήταν απλά πολύ «ενοχλητικό» μέχρι τον κατατρεγμό που έχει υποστεί “Ο Τελευταίος Πειρασμός” του Martin Scorsese από όλον τον χριστιανικό πληθυσμό του πλανήτη (και όχι μόνο της Ελλάδας), η λογοκρισία στον κινηματογράφο αποτελεί ένα σημαντικό και περίπλοκο θέμα που έχει επηρεάσει την ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η λογοκρισία στον κινηματογράφο άρχισε να αποκτά οργανωμένη μορφή τη δεκαετία του 1930, με την ίδρυση του Production Code Administration (PCA), γνωστού και ως Hays Code. Ο κώδικας αυτός καθόριζε αυστηρούς κανόνες για το περιεχόμενο των ταινιών, απαγορεύοντας σκηνές βίας, σεξουαλικότητας και άλλες «ανάρμοστες» θεματολογίες. Παρά τις περιοριστικές του διατάξεις, ο Hays Code δεν κατάφερε να εξαλείψει τη λογοκρισία, καθώς οι κινηματογραφιστές συχνά βρίσκονταν σε μια διαρκή αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ δημιουργικής ελευθερίας και εμπορικών απαιτήσεων. Με την άνοδο της τηλεόρασης και τις κοινωνικές αλλαγές της δεκαετίας του 1960, ο Hays Code σταδιακά εγκαταλείφθηκε, δίνοντας χώρο σε πιο ελεύθερες μορφές έκφρασης.
Αντίθετα, το βρετανικό σύστημα λογοκρισίας ήταν πιο ευέλικτο αλλά εξίσου αυστηρό. Το British Board of Film Classification (BBFC) είναι υπεύθυνο για την ταξινόμηση των ταινιών και την επιβολή περιορισμών. Οι κανονισμοί του BBFC έχουν εξελιχθεί με την πάροδο του χρόνου, αντανακλώντας τις αλλαγές στην κοινωνική ηθική και τις πολιτιστικές αξίες. Στη Βρετανία, η λογοκρισία συχνά εστιάζει σε ζητήματα που αφορούν τη βία και τη σεξουαλικότητα, αλλά και σε πολιτικά θέματα που μπορεί να προκαλέσουν δημόσια αναταραχή.
Ένα από τα πιο αξέχαστα παραδείγματα ακραίας λογοκρισίας ήταν το «Βαθύ Λαρύγγι» του 1972, μια ταινία που γνώρισε σημαντική επιτυχία. Όμως η ταινία με τις σεξουαλικές σκηνές απαγορεύτηκε σε 23 πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της Νέας Υόρκης. Οι προβολές είχαν ουρές γύρω από το τετράγωνο, αλλά σε πολλές προβολές έγιναν έφοδοι της αστυνομίας και οι ιδιοκτήτες των κινηματογράφων τιμωρήθηκαν με πρόστιμα. Ο τότε πρόεδρος Νίξον είχε δηλώσει για την ταινία: «Όσο είμαι στον Λευκό Οίκο, δεν θα υπάρξει καμία χαλάρωση στην εθνική προσπάθεια να ελεγχθεί και να εξαλειφθεί η βρωμιά από την εθνική μας ζωή».
Πολλές ιστορίες λογοκρισίας σε κρατικό επίπεδο στις πρώτες δεκαετίες του κινηματογράφου οδήγησε το Χόλιγουντ να προσπαθεί να λογοκρίνει το ίδιο τον εαυτό του αντί να αντιμετωπίσει την κυβερνητική λογοκρισία και τα πρόστιμα. Αλλά από το 1952, οι ταινίες προστατεύονται από τις περισσότερα κυβερνητικά μέτρα λογοκρισίας των ΗΠΑ επικαλούμενες την ελευθερία του λόγου σύμφωνα με την Πρώτη Τροποποίηση.
Στη δεκαετία του ’80, με την υπογραφή του Steven Spielberg, ο κινηματογράφος βρήκε έναν νέο τρόπο να εξερευνήσει τα όρια της δημιουργικής ελευθερίας. Ο διάσημος σκηνοθέτης πρότεινε στην Motion Picture Association of America (MPAA) να επανεξετάσει το σύστημα αξιολόγησης ταινιών, εισάγοντας περισσότερες κατηγορίες που θα έδιναν στους γονείς έναν πιο σαφή οδηγό, μειώνοντας παράλληλα τις συγκρούσεις σχετικά με τη λογοκρισία. Το αποτέλεσμα ήταν ένα πιο λεπτομερές σύστημα που επέτρεπε στους δημιουργούς να σπρώχνουν τα όρια της τέχνης τους χωρίς τον φόβο μιας απόλυτης καταδίκης. Οι νέες κατηγορίες παρείχαν περισσότερη ευελιξία, επιτρέποντας σε τολμηρές ιδέες να φτάσουν σε μεγαλύτερο κοινό. Άλλωστε, μια χαμηλότερη κατηγορία σήμαινε ευρύτερη πρόσβαση, και κατ’ επέκταση, υψηλότερα έσοδα στο box office. Ωστόσο, αυτή η σύγχρονη μάχη για ελευθερία στην αφήγηση είχε τις ρίζες της πολύ βαθύτερα, στη λεγόμενη pre-Code Era του Χόλιγουντ. Πριν από την καθιέρωση ενός επίσημου συστήματος αξιολόγησης, η λογοκρισία ήταν ένας άκαμπτος και συχνά καταπιεστικός μηχανισμός. Ένα X-Rating μπορούσε να είναι το τέλος μιας ταινίας, ένας κινηματογραφικός «θάνατος», καθώς το κοινό θεωρούσε ότι η ταινία ήταν πολύ τολμηρή ή ακατάλληλη για τις αίθουσες. Με την παρέμβαση του Spielberg και την αναπροσαρμογή του συστήματος αξιολόγησης, ο κινηματογράφος απέκτησε τη δυνατότητα να εξερευνά πιο σύνθετα θέματα, χωρίς να προκαλεί τη μανία της λογοκρισίας. Η αλλαγή αυτή ήταν μια νίκη για την τέχνη, επιτρέποντας σε σκηνοθέτες και κοινό να συναντηθούν σε πιο τολμηρά μονοπάτια αφήγησης.
Θωρηκτό Ποτέμκιν (1925)
Σήμερα θεωρείται ακλόνητο μέλος των λιστών με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, αλλά το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” του Σεργκέι Αϊζενστάιν δεν είχε πάντα αυτή την τιμητική θέση. Η εμπρηστική του αφήγηση για την εξέγερση των ναυτών κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης Ρωσικής Επανάστασης του 1905 υπήρξε κάποτε τόσο πολιτικά εκρηκτική, ώστε βρέθηκε στο στόχαστρο λογοκρισίας σε πολλές χώρες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όχι μόνο απαγορεύτηκε από το BBFC (Βρετανικό Συμβούλιο Λογοκρισίας Κινηματογράφου), αλλά και από πολλές τοπικές αρχές. Η επίσημη δικαιολογία για την απαγόρευση ήταν η βία που παρουσιάζεται στην ταινία. Ωστόσο, η πραγματική ένταση στη βία ήταν σχεδόν ελάχιστη και εύκολα μπορούσε να λογοκριθεί, γεγονός που οδηγεί στην ευρέως αποδεκτή υπόθεση πως οι λόγοι ήταν κατά βάση πολιτικοί. Στα μάτια των αρχών, η ταινία δεν ήταν απλώς ένα έργο τέχνης αλλά ένας δυναμίτης που θα μπορούσε να πυροδοτήσει τη δυσαρέσκεια και να εμπνεύσει την αριστερή κινητοποίηση. Στη σκιά της Γενικής Απεργίας του 1926, ο μπολσεβικισμός θεωρείτο υπαρξιακή απειλή, όπως και κάθε μορφή αριστερής δράσης. Παρά την επίσημη απαγόρευση, το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” βρήκε τον δρόμο του στο κοινό μέσα από κρυφές προβολές. Από το 1929, οργανώσεις εργαζομένων προσέφεραν ιδιωτικές προβολές, κρατώντας ζωντανό το μήνυμά του σε μια εποχή κοινωνικών αναταραχών. Ωστόσο, η ταινία δεν έλαβε επίσημη έγκριση από το BBFC μέχρι το 1954 – έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Στάλιν. Μέχρι τότε, οι αρχές έκριναν ότι η θεματολογία της είχε ξεπεραστεί από την ιστορία και το στυλ της φάνταζε πλέον παρωχημένο, μειώνοντας την απήχησή της πέρα από τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Έτσι, από σύμβολο φόβου και απειλής, το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” εξελίχθηκε σε ένα αθάνατο καλλιτεχνικό αριστούργημα που συνεχίζει να εμπνέει.
Τα Τέρατα / Freaks (1932)
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όταν τα κινηματογραφικά θρίλερ βρίσκονταν στην απόλυτη ακμή τους, η επιτυχία του “Dracula” και του “Frankenstein” από την Universal έθεσε τον πήχη για το είδος. Ο διευθυντής παραγωγής της MGM, εντυπωσιασμένος αλλά και φιλόδοξος, ζήτησε από τον Tod Browning, τον δημιουργό του “Dracula”, να φτιάξει κάτι που θα τα ξεπερνούσε σε τρόμο. Η απάντηση του Browning ήταν καθηλωτική: μια ιστορία που δεν έπαιζε απλώς με τον τρόμο, αλλά ανατίναζε τα όρια του. Βασισμένος στις δικές του εμπειρίες ως έφηβος που δούλευε σε τσίρκο, ο Browning δημιούργησε το “Freaks”, μια αφήγηση για τους πιο περιφρονημένους εργαζόμενους ενός περιοδεύοντος τσίρκου, που ενώνουν τις δυνάμεις τους για να εκδικηθούν τους βασανιστές τους. Ως ιδέα, αυτό μπορεί να φαινόταν ανώδυνο. Ωστόσο, η τολμηρή απόφαση του Browning να χρησιμοποιήσει αυθεντικούς καλλιτέχνες τσίρκου με ορατές αναπηρίες, σε μια εποχή όπου η διαφορετικότητα προκαλούσε αμηχανία, πυροδότησε έντονες αντιδράσεις. Παρά το γεγονός ότι η απεικόνιση αυτών των χαρακτήρων ήταν γεμάτη σεβασμό και ευαισθησία, οι αντιδράσεις του κοινού της εποχής ήταν απορριπτικές και γεμάτες αποστροφή. Το μήνυμα του Browning – ότι τα πραγματικά τέρατα ήταν οι όμορφοι, φαινομενικά «φυσιολογικοί» χαρακτήρες – χάθηκε μέσα στην οργή για την παρουσία των «φρικιών» στην οθόνη. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ταινία λογοκρίθηκε αυστηρά, με σημαντικά κομμάτια να αφαιρούνται, ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο απαγορεύτηκε εντελώς. Για περισσότερες από τρεις δεκαετίες, το “Freaks” παρέμενε φυλακισμένο στη σκιά της λογοκρισίας, μέχρι που το BBFC έδωσε τελικά το πράσινο φως για την κυκλοφορία του το 1963. Σήμερα, το “Freaks” αναγνωρίζεται ως ένα από τα πιο τολμηρά και προκλητικά έργα της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Ο Tod Browning δημιούργησε ένα αιχμηρό σχόλιο για την κοινωνική αποδοχή, τον αποκλεισμό και τη δύναμη της συλλογικότητας. Μέσα από την ανατριχιαστική του αφήγηση, αποκάλυψε ότι τα πραγματικά τέρατα δεν βρίσκονται στη σκηνή του τσίρκου, αλλά στους θεατές που κοιτάζουν με φόβο ό,τι δεν καταλαβαίνουν.
Ζ (1969)
Η ταινία του Κώστα Γαβρά, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα πολιτικά θρίλερ στην ιστορία του κινηματογράφου. Κυκλοφόρησε το 1969, σε μια εποχή πολιτικών αναταραχών παγκοσμίως, και αφηγείται με ένταση και ακρίβεια τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη το 1963 και τη συγκάλυψη που ακολούθησε. Με πρωταγωνιστές τον Ιβ Μοντάν και τον Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, η ταινία καθηλώνει με τη σκληρότητα της αλήθειας της και τη μοναδική της αισθητική. Το “Ζ” είναι ένα έργο βαθιά πολιτικό, που ρίχνει φως στη διαφθορά, τη βία και τη φίμωση της δικαιοσύνης σε ένα αυταρχικό καθεστώς. Ο Γαβράς, με μοναδική δεξιοτεχνία, χρησιμοποιεί την κάμερα ως όπλο για να καταδείξει την πολιτική ανωμαλία και τη χειραγώγηση της εξουσίας. Η ταινία, με την εκρηκτική της αφήγηση και την έντονη πολιτική της χροιά, έγινε παγκόσμιο σημείο αναφοράς, αποσπώντας το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και το Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών. Η υποδοχή της ταινίας στην Ελλάδα της χούντας ήταν αναμενόμενα βίαιη. Η ταινία απαγορεύτηκε αμέσως από το καθεστώς των συνταγματαρχών, καθώς θεωρήθηκε άμεση επίθεση κατά του πολιτικού συστήματος που η δικτατορία προσπαθούσε να εδραιώσει. Η αναφορά στα γεγονότα γύρω από τη δολοφονία του Λαμπράκη και η αποκάλυψη της πολιτικής διαφθοράς θεωρήθηκαν εξαιρετικά επικίνδυνα για τη σταθερότητα του καθεστώτος. Παρά την απαγόρευσή της, η ταινία βρήκε τον δρόμο της στο κοινό μέσω κρυφών προβολών και διεθνών διανομών, λειτουργώντας ως σύμβολο αντίστασης κατά της τυραννίας.
Οι Δαιμονισμένες / The Devils (1971)
Στη γαλλική πόλη του Loudun, ένας άνεμος ανεξήγητης υστερίας ξεσηκώνει το μοναστήρι των Ουρσουλίνων. Κατηγορίες για δαιμονική κατοχή απλώνονται σαν καπνός, αλλά κάτω από τη φαινομενική δίνη του υπερφυσικού, κρύβεται ένα παιχνίδι δύναμης και πολιτικής εκμετάλλευσης. Αυτή την τραγωδία του πνεύματος και της εξουσίας μετέτρεψε σε οπτικό παραλήρημα ο Ken Russell, δημιουργώντας το “The Devils”, μια ταινία τόσο τολμηρή, που ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα μετά, παραμένει μια ανοιχτή πληγή στην ιστορία της λογοκρισίας. Η πλήρης εκδοχή της ταινίας, όπως την οραματίστηκε ο Russell και την παρουσίασε ιδιωτικά στον John Trevelyan του BBFC, είναι πλέον μια φευγαλέα ανάμνηση. Ποτέ δεν προβλήθηκε δημόσια. Το έργο που τελικά κυκλοφόρησε ήταν ήδη κακοποιημένο: τα ψαλίδια του BBFC και οι συντηρητικές αντιλήψεις της Warner Bros. είχαν αφαιρέσει μεγάλο μέρος από την ωμή ειλικρίνεια και την καλλιτεχνική πρόθεση του Russell. Η εκδοχή αυτή, την οποία υπέγραψε απρόθυμα ο σκηνοθέτης, έφερε τα σημάδια της λογοκρισίας, σαν ένα ζωγραφικό έργο που κάποιος τόλμησε να σβήσει με βιασύνη. Από τότε, η μοίρα της ταινίας μοιάζει με έναν δαιδαλώδη λαβύρινθο. Η βρετανική θεατρική εκδοχή με το X-certificate κυκλοφόρησε σε DVD από το BFI, αλλά οι αληθινοί λάτρεις του Russell αναζητούν κάτι περισσότερο: την πληρότητα του οράματός του. Το 2002, μια ημιτελής αποκατάσταση επέστρεψε μερικές σκηνές που είχαν διαγραφεί έπειτα από σύσταση του Trevelyan. Ήταν μια αχνή λάμψη από το χαμένο μεγαλείο του έργου, αλλά όχι αρκετή για να αγγίξει την αρχική του δύναμη. Το “The Devils” παραμένει μια ταινία που ζει ανάμεσα στους μύθους. Είναι η ιστορία ενός δημιουργού που αψήφησε τις νόρμες, δημιουργώντας ένα κινηματογραφικό όνειρο τόσο δυνατό που προκάλεσε τον φόβο των εξουσιών. Ίσως ποτέ να μην δούμε το πλήρες όραμα του Russell, αλλά η απουσία του δημιουργεί έναν δικό της μυστικισμό, σαν ένα χαμένο χειρόγραφο που συνεχίζει να στοιχειώνει τους λάτρεις της τέχνης και του κινηματογράφου.
Το Κουρδιστό Πορτοκάλι / A Clockwork Orange (1971)
Όταν το “A Clockwork Orange” του Στάνλεϊ Κούμπρικ, η πολυσυζητημένη διασκευή του προκλητικού μυθιστορήματος του Άντονι Μπέρτζες, έκανε την εμφάνισή του, οι ουρανοί του σινεμά άνοιξαν, όχι από δάκρυα θαυμασμού, αλλά από μια καταιγίδα αμφιλεγόμενης οργής. Παρά το γεγονός ότι η ταινία πέρασε χωρίς περικοπές από το BBFC, το σκηνικό ήταν φορτισμένο. Ακόμη και με τη φροντίδα της Warner Bros., που περιόρισε αρχικά την προβολή της σε έναν και μοναδικό κινηματογράφο στο Λονδίνο για έναν χρόνο, η αναταραχή δεν καταλάγιασε. Το πνεύμα της ελευθερίας και της ευθύνης που καθόριζε την αφήγηση φάνηκε να πυροδοτεί τις σκοτεινότερες γωνιές του κοινού. Μέχρι τα μέσα του 1973, ο Κιούμπρικ, έχοντας δεχθεί προσωπικές απειλές για τον ίδιο και την οικογένειά του, αποφάσισε ότι το τίμημα ήταν πολύ βαρύ. Έπεισε την Warner Bros. να αποσύρει την ταινία από τη διανομή στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η απόσυρση έγινε τόσο διακριτικά, ώστε οι πρώτες υποψίες για την εξαφάνισή της προέκυψαν μόνο το 1979, όταν η ταινία απουσίαζε από ένα αφιέρωμα στον Κούμπρικ στο Εθνικό Θέατρο Κινηματογράφου. Η σιωπηλή αυτή απόσυρση κράτησε μέχρι το 2000, έναν χρόνο μετά τον θάνατο του Κούμπρικ. Η απουσία της ταινίας από τις βρετανικές αίθουσες δεν έσβησε την επιθυμία. Τα κινηματογραφικά στέκια στο Παρίσι έγιναν τόπος προσκυνήματος για Βρετανούς τουρίστες που ήθελαν να δουν το απαγορευμένο αριστούργημα. Το “A Clockwork Orange” ήταν μια ταινία που αντανακλούσε τις αντιφάσεις της ελευθερίας και της καταπίεσης, ένα όνειρο που έζησε στις σκιές της πολιτιστικής μας συνείδησης. Και όπως κάθε μεγάλο όνειρο, δεν μπόρεσε ποτέ να μείνει αδρανές – παρέμεινε ζωντανό, μια υποδόρια φλόγα που μέχρι σήμερα αρνείται να σβήσει.
Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι / The Texas Chain Saw Massacre (1974)
Σήμερα θεωρείται μια από τις θεμελιώδεις δημιουργίες του αμερικανικού κινηματογραφικού τρόμου, όμως το “The Texas Chain Saw Massacre” του Tobe Hooper δεν είχε πάντα αυτή την αναγνώριση. Αντίθετα, η ταινία προκάλεσε έναν ατέλειωτο πονοκέφαλο στο Βρετανικό Συμβούλιο, που αρνήθηκε να της δώσει πιστοποίηση έως το 1999. Ο λόγος για αυτήν την αποστροφή δεν ήταν τόσο το περιεχόμενό της, αλλά η δύναμη της ατμόσφαιρας που δημιουργούσε. Παρά τον αιματοβαμμένο τίτλο της, η ταινία περιείχε ελάχιστη εμφανή βία. Αντί για γραφικές σκηνές, ο Hooper έπλασε έναν κόσμο γεμάτο ανησυχία, όπου κάθε στιγμή φαινόταν να προηγείται ενός ανείπωτου εφιάλτη. Το BBFC βρέθηκε σε αδιέξοδο: η ταινία δεν μπορούσε ούτε να λογοκριθεί ούτε να καταταχθεί σε κατηγορία, καθώς αψηφούσε τις παραδοσιακές κατευθυντήριες γραμμές. Κι όμως, παρά αυτήν την αβεβαιότητα, η ταινία βρήκε τον δρόμο της στις αίθουσες, χάρη στην υποστήριξη πιο φιλελεύθερων τοπικών αρχών, όπως το Greater London Council. Η ειδική πιστοποίηση GLC-X άνοιξε τον δρόμο για προβολές σε όλο το Λονδίνο, επιτρέποντας στο “The Texas Chain Saw Massacre” να καθηλώσει το κοινό με την υποβλητική του ένταση. Αλλά η πορεία της ταινίας δεν σταμάτησε εκεί. Στη χρυσή εποχή των VHS, το “The Texas Chain Saw Massacre” έγινε μια μυστική απόλαυση για τους τολμηρούς θεατές, που το ανακάλυπταν στα ράφια των τοπικών βιντεοκλαμπ. Ωστόσο, η επιβολή των αυστηρών κανονισμών του 1984 για τις βιντεοκασέτες την έσπρωξε πίσω στο σκοτάδι, όπου συνέχισε να ζει σαν ένας υπόγειος θρύλος του τρόμου. Το “The Texas Chain Saw Massacre” με την ανησυχητική αφήγησή του παραμένει αταξινόμητη και άκοπη – ένα έργο που δεν χρειάστηκε αίμα για να δημιουργήσει τρόμο, μόνο τη σκιά του. Σαν ένα εφιαλτικό όνειρο, αρνείται να ξεθωριάσει, στοιχειώνοντας τη φαντασία μας με την υπόσχεση του ανείπωτου.
Salò ή οι 120 Μέρες στα Σόδομα / Salò o le 120 Giornate di Sodoma (1975)
Το τελευταίο έργο του Pier Paolo Pasolini, ολοκληρωμένο λίγο πριν από τη βίαιη δολοφονία του, δεν ήταν ποτέ μια ταινία για τους αδύναμους. Το “Salò, ή 120 Μέρες στα Σόδομα” βυθίζεται χωρίς έλεος στις φρικαλεότητες του φασισμού, αποτυπώνοντας την ακραία υποδούλωση και εξευτελισμό νεαρών ανδρών και γυναικών. Η ωμή του ειλικρίνεια δεν άφησε περιθώριο για παρανοήσεις – ούτε όμως και για εύκολη αποδοχή. Στην Αγγλία, ο γραμματέας του BBFC, James Ferman, αν και αναγνώριζε την καλλιτεχνική αξία του Pasolini, θεώρησε ότι το έργο παραβίαζε τα όρια της ανεκτικότητας, αρνούμενος να του δώσει πιστοποίηση. Ο Ferman πρότεινε να προβληθεί η ταινία υπό συνθήκες “club screening”, όπου οι τοπικές αρχές μπορούσαν να επιτρέψουν την προβολή χωρίς έγκριση από το BBFC. Ωστόσο, αυτή η πρωτοβουλία συνάντησε αντίσταση – η κόπια της ταινίας κατασχέθηκε από την αστυνομία, επιδεικνύοντας την έντονη αποδοκιμασία των αρχών. Παρόλα αυτά, ο Ferman υπερασπίστηκε την ταινία με πάθος. Μετά από εκτεταμένες νομικές συμβουλές, υποστήριξε ότι το “Salò” δεν παραβίαζε τον Νόμο Περί Άσεμνων Δημοσιευμάτων του 1959, αφού ο σκοπός του δεν ήταν να διαφθείρει, αλλά να σοκάρει και να προκαλέσει αποστροφή. Ωστόσο, για να διευκολύνει την αποδοχή του, δημιούργησε μια “ηπιότερη” εκδοχή, προσθέτοντας έναν μακροσκελή γραπτό πρόλογο που έθετε την ταινία στο ιστορικό της πλαίσιο. Αυτή η προσαρμοσμένη εκδοχή προβλήθηκε υπό ειδικές συνθήκες για χρόνια, διατηρώντας την παρουσία του έργου σε περιορισμένα πλαίσια. Ωστόσο, χρειάστηκε να φτάσει το 2000 – και η σημαντική χαλάρωση των κατευθυντήριων γραμμών του BBFC – για να κυκλοφορήσει το “Salò” στην Αγγλία χωρίς περικοπές. Ένα μνημείο του φασιστικού τρόμου, μια πρόκληση για την ηθική αντοχή του θεατή και ένα έργο που αρνείται να ξεχαστεί. Μέσα από τη λογοκρισία και τις αντιπαραθέσεις, το όραμα του Pasolini επιβιώνει, υπογραμμίζοντας ότι ο κινηματογράφος μπορεί να είναι τόσο όπλο όσο και καθρέφτης της ανθρώπινης κατάστασης.
Cannibal Holocaust (1980)
Το 1937, σε μια εποχή που τα γουέστερν κατέκλυζαν τις κινηματογραφικές αίθουσες, η κακομεταχείριση αλόγων στις σκηνές δράσης προκάλεσε ανησυχίες που οδήγησαν στην ψήφιση του Cinematograph Films (Animals) Act. Η νομοθεσία αυτή, που παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα, απαγορεύει τη διανομή ταινιών όπου απεικονίζεται αληθινή κακοποίηση ζώων, με δύο εξαιρέσεις: αν η κακοποίηση αποδειχθεί πως είναι σκηνοθετημένη ή αν θα είχε συμβεί ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από την παρουσία της κάμερας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και τις αρχές του 1980, μια σειρά ιταλικών ταινιών που εξερευνούσαν τον «κανιβαλιστικό» τρόμο έφεραν τον κινηματογράφο αντιμέτωπο με τα όρια αυτής της νομοθεσίας. Οι ταινίες αυτές, συχνά άγριες και χωρίς φραγμούς, συνδέθηκαν στενά με τη λίστα των “video nasties” της DPP (Director of Public Prosecutions) – ταινίες που καταχωρήθηκαν ως ακατάλληλες για διανομή λόγω της απουσίας BBFC πιστοποίησης για βίντεο. Ανάμεσά τους, το διαβόητο “Cannibal Holocaust” του Ruggero Deodato αποτέλεσε το επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Μια ταινία που δεν υποβλήθηκε επίσημα για έγκριση μέχρι το 2001, αλλά ακόμα και τότε, έπρεπε να υποστεί περικοπές σχεδόν έξι λεπτών λόγω σκηνών πραγματικής κακοποίησης ζώων. Μια δεκαετία αργότερα, το BBFC άλλαξε την προσέγγισή του. Οι «καθαρές» θανατώσεις ζώων, δηλαδή εκείνες που δεν περιείχαν σκόπιμη κακοποίηση, κρίθηκαν αποδεκτές υπό τον Animals Act. Έτσι, μεγάλο μέρος του “Cannibal Holocaust” πέρασε χωρίς προβλήματα, με την εξαίρεση μιας σκηνής που δείχνει ένα coatimundi να βασανίζεται ξεκάθαρα – μια απεικόνιση που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί υπό κανένα πλαίσιο. Η περίπτωση του “Cannibal Holocaust” αναδεικνύει τις περίπλοκες γραμμές που διαχωρίζουν την τέχνη από την ηθική. Ενώ η νομοθεσία του 1937 προσπάθησε να προστατεύσει τα ζώα από την κακομεταχείριση στον κινηματογράφο, η σύγκρουση ανάμεσα στη δημιουργική ελευθερία και την ηθική υπευθυνότητα παραμένει ζωντανή, προκαλώντας ερωτήματα για το τι είναι αποδεκτό να απεικονίζεται – και με ποιο τίμημα.
Crash (1996)
To “Crash” του David Cronenberg, βασισμένο στο αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα του J.G. Ballard, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη – ούτε καν να προετοιμαστεί για την έκταση της καταιγίδας που θα προκαλούσε. Ο Ballard είχε περιγράψει το βιβλίο του ως «το πρώτο πορνογραφικό μυθιστόρημα βασισμένο στην τεχνολογία», και η κινηματογραφική του διασκευή, με τη χαρακτηριστική ψυχρή και αναλυτική ματιά του Cronenberg, πυροδότησε μια αληθινή θύελλα αντιδράσεων στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης. Η πρώτη ριπή ήρθε από την Daily Mail, που, με μια πρωτοσέλιδη κραυγή «BAN THIS CAR CRASH SEX FILM», πυροδότησε μια αλυσιδωτή αντίδραση στην ταμπλόιντ δημοσιογραφία. Η πρόκληση και η αισθητική του Cronenberg έγιναν στόχος μιας βιομηχανίας που λατρεύει τα σκάνδαλα και το ηθικό πανικό. Παρόλα αυτά, το BBFC, γνωστό για την ευαισθησία του απέναντι στο έργο του Cronenberg, αποφάσισε να περάσει την ταινία χωρίς καμία περικοπή. Αλλά η ιστορία δεν τελείωσε εκεί. Το Δημοτικό Συμβούλιο του Westminster άσκησε το δικαίωμα βέτο του, απαγορεύοντας την προβολή της ταινίας σε όλους τους κινηματογράφους της περιοχής. Η απαγόρευση δεν κατάφερε να σταματήσει τη διανομή. Η Columbia TriStar, με αποφασιστικότητα και χιούμορ, τοποθέτησαν την ταινία σε αίθουσες όσο πιο κοντά μπορούσαν στα σύνορα του Westminster. Ο Καναδός σκηνοθέτης Guy Maddin είχε μάλιστα σχολιάσει αστειευόμενος αν θα υπήρχαν νομικές επιπτώσεις αν οι ουρές των θεατών ξεπερνούσαν το αμφιλεγόμενο σύνορο. Παρά τις προκλήσεις, αυτό το σουρεαλιστικό σενάριο δεν χρειάστηκε ποτέ να δοκιμαστεί στην πράξη.
A Serbian Film (2010)
Στις αρχές του 21ου αιώνα, το κινηματογραφικό είδος του “torture porn” έφερε την τέχνη του σοκ σε νέα επίπεδα και, μαζί, αμέτρητους πονοκεφάλους για τις επιτροπές λογοκρισίας. Ανάμεσα στα έργα που σήκωσαν κύματα αντιπαραθέσεων ήταν το “Grotesque” (2009) του Kōji Shiraishi, το οποίο απαγορεύτηκε ολοκληρωτικά σε πολλές χώρες. Ωστόσο, καμία ταινία δεν φούντωσε τόσο τις συζητήσεις όσο το “A Serbian Film” του Srđan Spasojević. Ήδη διαβόητο στο φεστιβαλικό κύκλωμα, το έργο του Spasojević περιγράφει τη ζωή ενός πρώην πορνοστάρ που αναγκάζεται να επιστρέψει για να δημιουργήσει ένα νέο, πολιτικά φορτισμένο είδος πορνογραφίας. Η ταινία γέμισε τον χώρο της λογοκρισίας με νομικές νάρκες, ιδιαίτερα λόγω μιας σκηνής που περιλαμβάνει παιδική παρουσία. Παρότι ο σκηνοθέτης φρόντισε να μπλοκάρει και να επεξεργαστεί τη σκηνή έτσι ώστε να φαίνεται ξεκάθαρα ότι παιδιά και γραφικές σκηνές βίας δεν βρίσκονταν ποτέ στο ίδιο πλάνο, οι αντιδράσεις δεν σταμάτησαν ούτε λεπτό. Στην Αγγλία το BBFC, προσεκτικό απέναντι στον Νόμο Προστασίας Παιδιών του 1978, αν και πιθανώς θα μπορούσε να αφήσει την ταινία ανέπαφη, αποφάσισε να δράσει εκ του ασφαλούς. Αφαίρεσε τέσσερα λεπτά από την ταινία – μια κίνηση που όμως έφερε ένα παράδοξο αποτέλεσμα. Η πιο διαβόητη σκηνή της ταινίας, που περιλαμβάνει ένα ψεύτικο βρέφος, έγινε ακόμα πιο ανησυχητική. Στην αλογόκριτη εκδοχή, το ψεύτικο μωρό ήταν εμφανώς μη ρεαλιστικό, αλλά στην «πετσοκομμένη» εκδοχή, η σκηνή περιορίστηκε στον ήχο των σπαρακτικών του κραυγών, αφήνοντας την υπόλοιπη φρίκη στη φαντασία του θεατή. Με τη δύναμη του σοκ να παραμένει αναλλοίωτη, η ταινία υπενθυμίζει ότι η τέχνη έχει τη δύναμη να προκαλεί δέος, και να βυθίζει τον θεατή σε μια άβολη συνειδητοποίηση του τι είναι διατεθειμένος να ανεχθεί.
Διαβάστε επίσης: 10 ιδιαίτερες και συγκλονιστικές ταινίες που μας άφησαν άναυδους