Το ωμό ρεαλιστικό σινεμά είναι μια μορφή αφήγησης που συχνά μας καλεί να αναμετρηθούμε με την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης, παραμερίζοντας τις ωραιοποιημένες, και συχνά εξιδανικευμένες εκδοχές της ζωής, όπως τις παρουσιάζει το Χόλιγουντ. Σε αυτό το κινηματογραφικό ταξίδι, το οποίο απλώνεται σε 10 πολύ ιδιαίτερες ιστορίες, οι δημιουργοί επιλέγουν να μας δείξουν την πραγματικότητα όπως είναι: απότομη, σκυθρωπή, δύσκολη, σκληρή, άρρωστη και συχνά αφόρητη ή επιθετική. Αυτές οι ταινίες μιλούν με γυμνά σενάρια, αναδεικνύοντας την ανθρώπινη κατάσταση σε όλο της το βάθος, εκθέτοντας τις πιο σκοτεινές πτυχές της ψυχής και της κοινωνίας.

Κάθε καρέ αναπνέει την ωμή πραγματικότητα, μας βυθίζει σε κόσμους που θα προτιμούσαμε να αγνοήσουμε, αλλά που, τελικά, δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Είναι σαν να εισχωρούμε σε μια αφήγηση που δεν ζητήσαμε ποτέ, ίσως ένα όνειρο που γεννιέται, χωρίς να το θέλουμε, από το υποσυνείδητο, και τελικά μετατρέπεται σταδιακά σε εφιάλτη, όπου οι χαρακτήρες μάς καλούν να τους ακολουθήσουμε σε μονοπάτια γεμάτα πόνο και αγωνία. Από το σοκαριστικό “Έλα να δεις” του Elem Klimov, όπου ο πόλεμος αποκαλύπτεται μέσα από τα αθώα μάτια ενός παιδιού, μέχρι το “Spoorloos” του George Sluizer, όπου η απουσία και η αβεβαιότητα γίνονται ανυπόφορη αγωνία, αυτές οι ταινίες μας αφήνουν άναυδους, σαν να έχουμε κοιτάξει κατάματα τον τρόμο της πραγματικότητας.

Δεν πρόκειται απλώς για ιστορίες, αλλά για εμπειρίες που μας τοποθετούν στο κέντρο της έντασης και της απόγνωσης, σε μια πραγματικότητα που μπορεί να μην είμαστε προετοιμασμένοι να αντικρίσουμε. Στις ταινίες αυτές, όπως το “Gummo” του Harmony Korine ή το “Μόνος Εναντίον Όλων” του Gaspar Noé, η φθορά του ανθρώπινου πνεύματος δεν κρύβεται πίσω από κανένα φίλτρο ευαισθησίας. Αντίθετα, εκτίθεται με μια ωμότητα που μας προκαλεί να αναρωτηθούμε για την ίδια τη φύση της ύπαρξής μας.

Αυτή η ωμότητα, αγαπητοί αναγνώστες, δεν είναι για όλους, αλλά όσοι τολμούν να την αντικρίσουν βγαίνουν αλλαγμένοι, σαν να έχουν περάσει από μια δοκιμασία. Καθεμία από τις παρακάτω ταινίες κουβαλά μέσα της μια συγκλονιστική αλήθεια, που αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, αλλά μένει για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μας. Είναι μια πρόσκληση να αναλογιστούμε, να νιώσουμε και, τελικά, να αποδεχτούμε την ανθρώπινη κατάσταση στην πιο αληθινή της μορφή. Στον κόσμο του ωμού ρεαλισμού, οι ήρωες και οι αντιήρωες μάς καλούν να τους ακούσουμε, να τους κατανοήσουμε και, ίσως, να βρούμε μια ψήγμα ελπίδας μέσα στο απόλυτο σκοτάδι.

“Come and See” / “Έλα να δεις”, του Elem Klimov (1985)
Ένα έφηβο αγόρι, με χαλασμένη ακοή εξαιτίας μιας βομβιστικής επίθεσης, και μια νεαρή γυναίκα που τον ακολουθεί γαντζωμένη πάνω του, δύο ψυχές που γλιστρούν μέσα σε έναν γλοιώδη, δύσοσμο βάλτο. Ένας πελαργός χαμένος σε ένα δάσος, μέσα στη βροχή. Ένα σύμπλεγμα από κούκλες στοιβαγμένες στο πάτωμα με μύγες να βουίζουν σε όλο το δωμάτιο. Δεν χρειάζονται τεράστιες, περίτεχνα χορογραφημένες σκηνές μάχης για να μεταφέρουν το μήνυμα της οδυνηρής κατάστασης του πολέμου. Το δεύτερο μισό κομμάτι της ταινίας του Elem Klimov, περιέχει μερικές από τις πιο δυνατές σκηνές σφαγής που έχουν γυριστεί ποτέ. Το πρώτο μισό, βέβαια, είναι εκείνο που μπορεί σε αγγίξει για την κινηματογραφική του πρωτοτυπία, την ποίηση και τη συμβολική του δύναμη. Ο πόλεμος, όπως βιώνεται τόσο από τους πολίτες όσο και από τους στρατιώτες: αυτό μπορεί να μοιάζει με μια προφανή δήλωση, αλλά μόνο αφού παρακολουθήσεις το “Έλα να δεις” συνειδητοποιείς πόσο λίγες πολεμικές ταινίες αναφέρονται πραγματικά στον πόνο του απλού άνδρα και της απλής γυναίκας, του ανυπεράσπιστου παιδιού και των εύθραυστων ηλικιωμένων. Επίσης, ποτέ άλλοτε δεν έχει αποδοθεί τόσο δυναμικά και τόσο πειστικά η θέση των βιασμένων γυναικών στον πόλεμο, και όλα αυτά χωρίς η ταινία να γίνεται ποτέ ηδονοβλεπτική ή γραφική. Στο “Έλα να δεις”, ο βιασμός δεν παρουσιάζεται παρά ως μια καθαρή, ανόθευτη, γεμάτη μίσος και βία πράξη, με μόνο μια επιφανειακή και εξωτερική ομοιότητα με το σεξ.

Παραληρηματική, σπαρακτική, τραυματική και ασυμβίβαστη, μια τέτοια ταινία, εννοείται ότι δεν μπορεί να είναι για όλα τα γούστα. Και σίγουρα δεν είναι μια πρόταση για χαλαρή οικιακή διασκέδαση, αν και όσοι τη βλέπουν συχνά λένε ότι μένει κοντά τους για πάντα.

“Spoorloos” / “Χωρίς ίχνος”, του George Sluizer (1988)
Το πρώτο, το αυθεντικό* “The Vanishing” του George Sluizer είναι μια ταινία που λειτουργεί σαν ένας ψυχολογικός λαβύρινθος, βυθίζοντας τον θεατή σε μια ατμόσφαιρα υπαρξιακής αγωνίας. Σαν ένα αργό αλλά επίμονο όνειρο (που μετατρέπεται αργά σε εφιάλτη), αφηγείται την ιστορία της εξαφάνισης της Saskia και της εμμονικής αναζήτησης της από τον φίλο της Rex, o οποίος θέλει να ανακαλύψει την αλήθεια. Η μεγάλη δύναμη της ταινίας βρίσκεται στον τρόπο που διαχειρίζεται την έννοια του άγνωστου. Δεν είναι μια απλή ιστορία εξαφάνισης· είναι μια εξερεύνηση της ανθρώπινης ψυχολογίας, της αγωνίας για την αβεβαιότητα και την ανάγκη για το κλείσιμο, το τέλος… Ο Sluizer από την πρώτη στιγμή δημιουργεί έναν κόσμο που μοιάζει πολύ απλός, σχεδόν οικείος, αλλά ταυτόχρονα νιώθεις ότι κρύβει κάτι σκοτεινό και απρόσιτο, σαν εκείνα τα μυστικά που, καμιά φορά, καταπίνει το σύμπαν.

Οι σκηνές που απεικονίζουν την καθημερινή ζωή των χαρακτήρων, φωτισμένες με φυσικό φως και χαμηλούς τόνους, λειτουργούν σαν αντίστιξη στο ανελέητο σκοτάδι που έρχεται. Οι στιγμές φαινομενικής ηρεμίας είναι γεμάτες υπόγεια ένταση, σαν να αιωρείται μια αόρατη απειλή πάνω από κάθε χειρονομία, κάθε λέξη. Ο Raymond, ο απρόβλεπτος απαγωγέας, δεν παρουσιάζεται ως ένα κλασικό κακοποιό στοιχείο, αλλά ως ένας χαρακτήρας τόσο συνηθισμένος που ο τρόμος γίνεται πιο βαθύς και υπαρξιακός. Η ταινία θέτει ένα πολύ μεγάλο ερώτημα για την ανθρώπινη φύση: Τι κρύβουμε βαθιά μέσα μας και πόσο μακριά μπορούμε να φτάσουμε για να ανακαλύψουμε την αλήθεια, ακόμα κι αν αυτή μας καταστρέψει; Η εμμονή του Rex να μάθει τι συνέβη μετατρέπεται σε μια μεταφορά για την ανάγκη να αγγίξουμε το άγνωστο, να βρούμε την απάντηση στα σκοτάδια της ψυχής μας, ανεξάρτητα από τις συνέπειες.

Το “The Vanishing” είναι μια ταινία που, ενώ φαίνεται να κινείται αργά, έχει την ικανότητα να σε στοιχειώνει πολύ μετά το τέλος της, αφήνοντας ένα αίσθημα ανικανοποίητου, όπως ένα όνειρο που δεν μπορείς να θυμηθείς, αλλά που ξέρεις πως σε συντάραξε βαθιά.

*Ο George Sluizer, λίγα χρόνια αργότερα, το 1993, παρουσίασε την αμερικανική εκδοχή της ιστορίας του με πρωταγωνιστές τους Jeff Bridges, Kiefer Sutherland, Nancy Travis και Sandra Bullock, που ουσιαστικά είναι ένα ριμέικ της ομώνυμης γαλλο-ολλανδικής ταινίας του 1988.

“Gummo”, του Harmony Korine (1997)
Στην πρώτη του ταινία, “Gummo”, ο Harmony Korine μας προσκαλεί σε ένα πραγματικά f***ed-up ταξίδι μέσα από τις σκοτεινές γωνιές της αμερικανικής πραγματικότητας, όπου η ομορφιά και η φρίκη συνυπάρχουν σε μια παράξενη και ανατρεπτική συμφωνία. Το φιλμ, που διαδραματίζεται στην κατεστραμμένη από τον τυφώνα πόλη Xenia του Οχάιο, είναι μια αλληγορία της ανθρώπινης ύπαρξης, γεμάτη από εικόνες που αποτυπώνουν την απελπισία και την αθωότητα, την τρέλα και την αγάπη. Η αφήγηση δεν ακολουθεί μια παραδοσιακή πλοκή· αντ’ αυτού, είναι μια σειρά από βινιέτες που συνθέτουν ένα παζλ της καθημερινότητας των κατοίκων. Οι χαρακτήρες, τα πρόσωπα που ακολουθούμε, είναι τόσο αληθινοί όσο και φανταστικοί, και η ζωή τους αποτυπώνεται με μια σκληρή ειλικρίνεια που προκαλεί. Από τον νεαρό Tummler που αναζητά τη χαμένη του γάτα μέχρι τις αδελφές που προσπαθούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα γύρω τους, κάθε σκηνή είναι μια ανακάλυψη, μια πρόκληση για τον θεατή να αναρωτηθεί: Πόσο κοντά είμαστε στην αλήθεια αυτών των ανθρώπων; Η ταινία είναι γεμάτη από εικόνες που σφραγίζουν τη μνήμη: ένα παιδί να τρώει σε μια μπανιέρα, μια γάτα που υποφέρει, ή οι νεαροί να περιπλανώνται σε κατεστραμμένες γειτονιές. Κάθε σκηνή είναι μια ωδή στη ζωή που συνεχίζεται παρά τις αντιξοότητες, μια υπενθύμιση ότι η ομορφιά μπορεί να βρεθεί ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Ο Korine δεν προσπαθεί να μας δώσει απαντήσεις, αλλά να μας βυθίσει σε μια θάλασσα από ερωτήσεις, να μας κάνει να σκεφτούμε την κοινωνία μας, τις ανισότητες και την ανθρώπινη κατάσταση.

Η μουσική, που συνοδεύει την ταινία, είναι μια αναρχική πανδαισία ήχων που ενισχύει την αίσθηση της απομόνωσης και της παρακμής. Κάθε κομμάτι είναι προσεκτικά επιλεγμένο, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που μας κρατά σε εγρήγορση, μας προκαλεί να αναρωτηθούμε για την πραγματικότητα που αποτυπώνεται μπροστά μας. Το “Gummo” είναι μια ταινία που δεν θα ξεχάσετε εύκολα. Είναι μια εμπειρία που σας προκαλεί να κοιτάξετε βαθιά μέσα σας και να αναρωτηθείτε: Πόσο γνωρίζουμε πραγματικά τον κόσμο γύρω μας; Πόσο εύκολα κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά στην αλήθεια; Ο Korine, με την τολμηρή του προσέγγιση, μας καλεί να αναγνωρίσουμε την ανθρώπινη κατάσταση στην πιο ωμή της μορφή, να δούμε την ομορφιά που κρύβεται πίσω από την παρακμή και να αναλογιστούμε τη δική μας θέση σε αυτή την ατέλειωτη αναζήτηση για νόημα.

“I Stand Alone” / “Μόνος εναντίον όλων”, του Gaspar Noé (1998)
Μια εξαιρετικά ανησυχητική ταινία, που σίγουρα δεν μοιάζει με οτιδήποτε άλλο έχετε δει ποτέ. Πρόκειται για μια απίστευτα λεπτομερή περιγραφή του πώς ένα διαταραγμένο ανθρώπινο μυαλό εκλογικεύει την καθημερινή πραγματικότητα. Είναι σαν να κοιτάς κατευθείαν στο μυαλό ενός ανθρώπου που ωθείται στο χείλος του γκρεμού, ενός ανθρώπου ικανού για τα πάντα. Καθώς η ταινία εξελίσσεται, η ατμόσφαιρα γίνεται ολοένα και πιο σκοτεινή, παρακολουθώντας τον κεντρικό χαρακτήρα να βυθίζεται σε μια άβυσσο απελπισίας. Μια ταινία που μπορεί να αιχμαλωτίσει ένα συναίσθημα τόσο έντονα δεν μπορείς παρά να την λατρέψεις, και αυτή η ταινία σε αρπάζει προκλητικά και δεν σε αφήνει να φύγεις. Η ένταση κυριολεκτικά στάζει από την οθόνη καθιστώντας το δύσκολο μερικές φορές να την αντέξεις, αλλά σαν ένα τροχαίο, δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του.

Η σκηνοθεσία του Gaspar Noe είναι εξαιρετική. Με ρυθμό αργό και μεθοδικό, που σε παρασύρει σε μια δίνη συναισθημάτων. Τα εκπληκτικά ηχητικά εφέ σε κάνουν να πηδάς σχεδόν κάθε φορά που ηχούν, προσθέτοντας στην ανησυχητική και ανήσυχη ατμόσφαιρα που πλέκει η ταινία. Είναι ένα ταξίδι που δεν πρέπει να κάνουν όλοι οι άνθρωποι, αλλά όσοι από εσάς δεν προσβάλλεστε εύκολα και έχετε γερό στομάχι και καλό μάτι για την τέχνη, θα πρέπει να ξεχάσετε όποιες αναστολές σας για να δείτε αυτήν την ταινία.

“Festen” / “Οικογενειακή Γιορτή”, του Thomas Vinterberg (1998)
Το “Festen” του Thomas Vinterberg είναι ένα από τα πιο έντονα και διεισδυτικά ψυχολογικά δράματα του σύγχρονου κινηματογράφου, και μια από τις πιο ανατριχιαστικά οικείες απεικονίσεις οικογενειακής δυσλειτουργίας. Ως η πρώτη ταινία του κινήματος Dogme 95, με την αυστηρή χρήση φυσικού φωτισμού, κάμερας στο χέρι και απουσία μουσικής, η ταινία απογυμνώνει κάθε ίχνος τεχνητής δραματουργίας, αφήνοντας το γυμνό συναίσθημα να αναδυθεί στην επιφάνεια. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τη συγκέντρωση μιας οικογένειας για τα 60α γενέθλια του πατριάρχη Helge. Κάτω από την επιφάνεια της επισημότητας και των φαινομενικά ήρεμων οικογενειακών δεσμών, κρύβονται μυστικά που έχουν καταπιεστεί για δεκαετίες. Όταν ο Christian, ο πρωτότοκος γιος, αποκαλύπτει κατά τη διάρκεια του δείπνου ότι ο πατέρας τους τον κακοποιούσε σεξουαλικά όταν ήταν παιδί, το ψεύτικο προσωπείο της οικογενειακής ενότητας καταρρέει βίαια.

Η ταινία είναι μια μελέτη για τη δύναμη της αλήθειας και τις ρωγμές που προκαλεί στην ψυχολογία των χαρακτήρων. Ο Vinterberg εξερευνά το θέμα της οικογενειακής παθολογίας με ακρίβεια χειρουργού, δημιουργώντας ένα πλαίσιο όπου τα συναισθήματα είναι γυμνά και ωμά, ακριβώς όπως ο κανόνας του Dogme 95 απαιτεί. Η κάμερα, πάντα κοντά στα πρόσωπα, καταγράφει κάθε λεπτομέρεια – από τις σιωπηλές ματιές μέχρι τις απρόσμενες εκρήξεις θυμού – προσκαλώντας τον θεατή να νιώσει την ίδια την ένταση που πνίγει το περιβάλλον. Σε φιλοσοφικό επίπεδο, το Festen αναμετράται με το ζήτημα της ευθύνης, της καταπίεσης και της λύτρωσης. Η σύγκρουση ανάμεσα στο φαινομενικό (η τέλεια οικογένεια που τιμά τον πατέρα της) και στο πραγματικό (το σκοτάδι της κακοποίησης που παραμένει ανομολόγητο) δημιουργεί μια έντονη αίσθηση υπαρξιακής κρίσης. Κάθε χαρακτήρας ζει εγκλωβισμένος σε μια αλήθεια που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει, και ο Christian, με την αποκάλυψή του, γίνεται το όχημα για την απαλλαγή από το βάρος του παρελθόντος.

“Happiness” / “Ευτυχία”, του Tod Solondz (1998)
Μια από τις πιο αμφιλεγόμενες και προκλητικές κινηματογραφικές δημιουργίες της δεκαετίας του ’90, μας προσκαλεί να αναλογιστούμε τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης και την αναζήτηση της ευτυχίας σε έναν κόσμο γεμάτο από παρακμή και απογοήτευση. Μέσα από μια σειρά από αλληλένδετες ιστορίες, ο Tod Solondz αποκαλύπτει τις κρυφές επιθυμίες, τους φόβους και τις ανησυχίες των χαρακτήρων του, οι οποίοι παλεύουν να βρουν νόημα και σύνδεση σε μια κοινωνία που φαίνεται να τους έχει απορρίψει. Η ταινία δεν διστάζει να εξερευνήσει θέματα όπως η σεξουαλική κακοποίηση, η μοναξιά και η αποξένωση, με έναν τρόπο που είναι ταυτόχρονα αστείος και ανατριχιαστικός. Ο θεατής βρίσκεται μπροστά σε μια σειρά από χαρακτήρες που, παρά τις απεχθείς πράξεις που τους σημαδεύουν, προκαλούν μια αίσθηση συμπόνιας και κατανόησης. Ο Solondz, με την τολμηρή του προσέγγιση, μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε: Πόσο κοντά είμαστε στην αλήθεια αυτών των ανθρώπων; Μήπως οι δικές μας αναζητήσεις για ευτυχία και αποδοχή δεν είναι τόσο διαφορετικές από τις δικές τους;

Το “Happiness” δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις, αλλά αντίθετα μας προκαλεί να αναλογιστούμε την ανθρώπινη κατάσταση στην πιο ωμή της μορφή. Μέσα από την αλληλεπίδραση των χαρακτήρων, ο Solondz μας υπενθυμίζει ότι η αναζήτηση της ευτυχίας μπορεί να είναι μια επικίνδυνη και συχνά απογοητευτική διαδικασία. Στο τέλος, η ταινία μας αφήνει με μια αίσθηση ανησυχίας και προβληματισμού, καθώς αναρωτιόμαστε αν η αληθινή ευτυχία είναι απλώς μια ψευδαίσθηση που όλοι κυνηγάμε, ή αν η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σκοτεινή από ό,τι μπορούμε να φανταστούμε.

“Lilya 4-Ever” / “Λίλια για πάντα”, του Lukas Moodyson (2002)
Υπάρχουν οι ταινίες που απλά σε διασκεδάζουν και υπάρχουν κι εκείνες που σε κάνουν να σκέφτεσαι. Δεν απαντούν στα ερωτήματά σου, αλλά σε βοηθούν να βρεις τις απαντήσεις μόνος σου. Τέτοιες ταινίες είναι πολύτιμες επειδή εξερευνούν το ανθρώπινο μυαλό και την προσωπικότητα. Η Lilja 4-ever είναι μια ταινία που μας οδηγεί στον σκοτεινό κόσμο ενός όμορφου κοριτσιού που δεν έχει μεγαλώσει ακόμα αρκετά ώστε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της ζωής, πόσο μάλλον τις δυσκολίες της ζωής σε ένα μέρος όπως αυτό στο οποίο ζει. Αν και η ταινία έχει λάβει μεγάλη αναγνώριση επειδή έθεσε από νωρίς το σοβαρότατο πρόβλημα του human trafficking, πετυχαίνει πολύ περισσότερα από αυτό. Θέτει τα προβλήματα του ανθρώπινου εγωισμού, της προδοσίας, της αξιοπρέπειας, της απελπισίας, του ψέματος. Εξερευνά την αγάπη και τη φιλία. Μεταφέρει ένα απλό αλλά απίστευτα σημαντικό μήνυμα – εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε υπεύθυνοι.

“Mysterious Skin” / “Ανοιχτή πληγή”, του Gregg Araki (2004)
Το “Mysterious Skin” του Gregg Araki είναι ένα φιλμ που ξεδιπλώνεται σαν ένας εφιάλτης με αινιγματική ομορφιά, γεμάτο πόνο και αλήθειες που σε χαρακώνουν, μετά σε κόβουν βαθιά και σε σημαδεύουν για πάντα. Σαν ένα αόρατο δίχτυ, μας αγκαλιάζει και μας τραβά στον κόσμο δύο νεαρών αγοριών, του Brian και του Neil, που έχουν σημαδευτεί από μια κοινή, τραυματική παιδική εμπειρία. Η ιστορία τους ξεδιπλώνεται σαν ένα περίπλοκο πάζλ, με κομμάτια μνήμης που γλιστρούν στο σκοτάδι και την προσπάθεια αναζήτησης ενός χαμένου παρελθόντος. Η κάμερα του Araki δεν κοιτά απλά τα πρόσωπα των χαρακτήρων· τα διαπερνά, αποκαλύπτοντας τις ψυχικές τους ρωγμές. Η ονειρική κινηματογράφηση, τα χλωμά φώτα και η ατμοσφαιρική μουσική του Harold Budd και του Robin Guthrie δημιουργούν ένα τοπίο θολό, αλλά έντονα αισθησιακό, όπου οι σκιές της παιδικής αθωότητας συνυπάρχουν με τις πληγές του τραύματος. Η ερμηνεία του Joseph Gordon-Levitt ως Neil είναι ένα μείγμα αποξένωσης και φλογερής αυτοκαταστροφής, ενώ ο Brady Corbet ως Brian αποπνέει μια άλλου είδους ευαισθησία που σε στοιχειώνει.

Μέσα από τους σπασμένους καθρέφτες του παρελθόντος, η ταινία αναρωτιέται για το πώς το τραύμα διαμορφώνει την ταυτότητά μας και πώς η αλήθεια μπορεί να είναι τόσο λυτρωτική όσο και καταστροφική. Η ταινία είναι γεμάτη αντιθέσεις: είναι ταυτόχρονα θλιβερή και όμορφη, σκοτεινή και φωτεινή, αποκαρδιωτική και λυτρωτική. Το “Mysterious Skin” είναι μια οδύσσεια μέσα στο υποσυνείδητο, και ταυτόχρονα στην πολύ σκληρή πραγματικότητα, όπου η αλήθεια είναι συχνά πιο μυστηριώδης από το ίδιο το ψέμα, και όπου η προσπάθεια να αγγίξεις το φως απαιτεί πρώτα να διασχίσεις το σκοτάδι.

“Sightseers”, του Ben Wheatley (2012)
Το “Sightseers” του Ben Wheatley είναι μια μαύρη κωμωδία που ξεδιπλώνεται σαν μια ανατριχιαστική αλληγορία για την ανθρώπινη αποξένωση και τη βία που παραμονεύει κάτω από την επιφάνεια της καθημερινότητας. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκονται δύο φαινομενικά αθώοι, απλοί άνθρωποι, η Tina και ο Chris, που ξεκινούν για ένα ειδυλλιακό οδικό ταξίδι στην αγγλική εξοχή. Όμως, αυτό που αρχίζει ως μια ήρεμη διαφυγή, γρήγορα μετατρέπεται σε ένα αιματηρό, βίαιο ταξίδι χωρίς επιστροφή.

Η ταινία δεν είναι απλώς μια ωμή απεικόνιση της βίας, αλλά μάλλον ένας στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη επιθυμία για έλεγχο και δύναμη. Ο Wheatley, με το μαύρο χιούμορ του, δημιουργεί έναν κόσμο όπου η βία γίνεται κομμάτι της φυσιολογικής ζωής, και τα όρια μεταξύ αθωότητας και κτηνωδίας συγχέονται συνεχώς. Κάθε τοπίο που διασχίζουν οι πρωταγωνιστές – από τους γραφικούς λόφους μέχρι τις τουριστικές ατραξιόν – λειτουργεί σαν ένας καθρέφτης που αντανακλά το κενό και την αδιαφορία της κοινωνίας.

Η Tina και ο Chris, δύο καταπιεσμένα άτομα που δεν ταιριάζουν πουθενά, βρίσκουν στην παράνοια του φόνου μια απρόσμενη αίσθηση νοήματος και ελευθερίας. Ο Wheatley μας καλεί να αναλογιστούμε πώς οι μικρές, καθημερινές απογοητεύσεις μπορούν να μετατραπούν σε βία όταν εκδηλώνονται ανεξέλεγκτα. Ταυτόχρονα, το λεπτό χιούμορ της ταινίας προσδίδει μια ειρωνική διάσταση στις φρικτές πράξεις των πρωταγωνιστών, αποκαλύπτοντας την παθιασμένη, ανθρώπινη αναζήτηση για αναγνώριση, όσο στρεβλή κι αν είναι αυτή. Ένα σκοτεινό έργο που καταγράφει την ψυχολογική αποσύνθεση δύο ανθρώπων, ενώ ταυτόχρονα θέτει υπό αμφισβήτηση την ίδια την έννοια της κανονικότητας. Μέσα από την παράδοξη σχέση των δύο κεντρικών χαρακτήρων, αναδεικνύεται η απελπισμένη ανθρώπινη ανάγκη για αποδοχή, έστω και μέσα από τις πιο βίαιες και ακραίες εκφάνσεις της. Το “Sightseers” εισβάλλει στον εγκέφαλο, ναι, βγάζει αυθόρμητα γέλιο από την κοιλιά, αλλά σέρνεται κάτω από το δέρμα σαν λευκός θόρυβος και σου γρατζουνάει τα νεύρα με έναν τρόπο που δεν θα ξεχάσεις ποτέ.

“We Need to Talk About Kevin” / “Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν”, της Lynne Ramsay (2011)
Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια ανατριχιαστική εξερεύνηση της μητρότητας, της βίας και της ανθρώπινης ψυχολογίας, η οποία μας αναγκάζει να αναρωτηθούμε για τις ρίζες της κακίας και την ευθύνη που φέρουμε ως γονείς και κοινωνία. Μέσα από την ιστορία της Eva, μιας μητέρας που προσπαθεί να κατανοήσει τον ψυχοπαθή γιο της, Kevin, η Lynne Ramsay μας οδηγεί σε ένα ταξίδι που είναι ταυτόχρονα προσωπικό και καθολικό, αποκαλύπτοντας τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Η ταινία δεν είναι απλώς μια ιστορία για κάποιον δολοφόνο, αλλά μια βαθιά ψυχολογική μελέτη που αναδεικνύει τις συνέπειες της αποτυχίας της μητέρας να συνδεθεί με το παιδί της. Η Tilda Swinton, στον ρόλο της Eva, προσφέρει μια ερμηνεία που είναι γεμάτη από πόνο και αγωνία, αποτυπώνοντας την εσωτερική της μάχη καθώς προσπαθεί να κατανοήσει τον γιο της και τις πράξεις του. Ο Kevin, που υποδύεται ο Ezra Miller, είναι μια σύνθετη φιγούρα, που προκαλεί ταυτόχρονα φόβο και συμπόνια. Η σχέση τους είναι γεμάτη από σιωπές και παρεξηγήσεις, που αντανακλούν την αδυναμία της Eva να αποδεχτεί την πραγματικότητα του παιδιού της.

Η αισθητική της ταινίας είναι εξίσου εντυπωσιακή. Η Ramsay χρησιμοποιεί μια μη γραμμική αφήγηση και έντονες εικόνες για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα έντασης, και βαθιάς ανησυχίας. Οι αναδρομές στο παρελθόν συνδυάζονται με την παρούσα κατάσταση της Eva, αποκαλύπτοντας τις ρίζες του κακού που εκδηλώνεται στον Kevin. Οι εικόνες είναι συχνά ενορχηστρωμένες με μια ποιητική διάθεση, που καθιστά την ταινία μια οπτική εμπειρία όσο και μια συναισθηματική. Ωστόσο, η ταινία δεν αποφεύγει τις αμφισβητήσεις. Πολλοί κριτικοί έχουν επισημάνει ότι η απεικόνιση του Kevin μπορεί να φαίνεται υπερβολικά απλοϊκή ή να προδίδει μια επιφανειακή κατανόηση της ψυχολογίας του. Είναι πραγματικά ο Kevin ένα προϊόν της μητρικής αποτυχίας ή είναι απλώς καταδικασμένος από τη γέννησή του; Αυτές οι ερωτήσεις παραμένουν αναπάντητες, προκαλώντας τον θεατή να αναλογιστεί τη φύση της κακίας και το ρόλο της οικογένειας στη διαμόρφωση του ατόμου.

Ένα μεγάλο έργο που μας καλεί να εξετάσουμε την έννοια της ευθύνης και της αποδοχής. Είναι μια προειδοποίηση για τις συνέπειες της αποτυχίας να αναγνωρίσουμε τις ανάγκες των άλλων και τις δικές μας αδυναμίες. Μέσα από την ιστορία της Eva και του Kevin, η Ramsay μας προσφέρει μια σκληρή αλλά, δυστυχώς, αναγκαία αλήθεια: η κακία δεν είναι πάντα εξωτερική… Μπορεί να πηγάζει από τις πιο βαθιές πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης.

 

 

➸ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο FacebookX/Twitter και Instagram.