Υπάρχουν βιβλία που δεν διαβάζονται, μυθιστορήματα που δεν σου λένε μια ιστορία, αλλά σε σέρνουν μέσα της. Σε παραδίδουν στην ερημιά και στο φως της ανθρώπινης εμπειρίας. Το Παιδί του Φερνάντο Αραμπούρου αποτελεί μία τέτοια περίπτωση. Μία σπαρακτική κατάδυση σε μία τραγωδία, στη μνήμη, στα συντρίμμια και στο τι μένει μετά την αίσθηση του απόλυτου κενού.
Μετά το πολυβραβευμένη Πατρίδα που συγκλόνισε με την τολμηρή ματιά του στον βασκικό αγώνα και τη συλλογική ενοχή, ο Aραμπούρου επανέρχεται με μία ιστορία που θέλοντας και μη στοιχειώνει τους πρωταγωνιστές της μέχρι το τέλος. Το δυστύχημα που σημάδεψε την πόλη των Βάσκων το 1980 δεν αφήνει πολλά περιθώρια για αμφισημίες. Οι επισκέψεις του συνταξιούχου πλέον Νικάσιο στο νεκροταφείο για να δει τον εγγονό του γίνονται ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο με τις πληγές να παραμένουν ανοιχτές.
Ο συγγραφέας δεν γράφει με φωνές, γράφει με ανάσες, σχεδόν βιωματικά. Ξέρει πότε να σταματήσει τη φράση, πότε να αφήσει τη σιωπή να κάνει τη δουλειά της. Η γλώσσα του είναι κοφτή, μεστή, παλλόμενη από συγκίνηση, αλλά ποτέ μελοδραματική. Χτίζει χαρακτήρες όχι με περιγραφές, αλλά με αλήθειες και βάρος στη ψυχή και την πλάτη τους. Κανένας από αυτούς δεν είναι ήρωας με την παραδοσιακή έννοια.
Το θέμα του βιβλίου είναι βαθιά υπαρξιακό: Πώς διαχειρίζεσαι την απώλεια όταν ο νέος φεύγει πρώτος; Πώς συναντάς τον εαυτό σου στα μάτια ενός παιδιού που πλέον δεν μπορείς να δεις; Μέσα σε όλα αυτά ενυπάρχει πάντα το ενοχικό σύνδρομο. Μπορούσε να κάνει κάτι για να σώσει τα παιδιά;
Το νεκροταφείο γίνεται σύμβολο. Όχι τόσο της τραγωδίας, όσο της διαρκούς επιστροφής που συνοδεύεται από τα ανείπωτα. Δημιουργείται η ανάγκη να μετρηθείς με το παρελθόν σου χωρίς να το ξορκίσεις. Ο ήρωας δεν ψάχνει απαντήσεις, δεν διεκδικεί κάθαρση, θα ήθελε να γυρίσει τον χρόνο πίσω, ενδεχομένως να θυσιαστεί αυτός αντί για το παιδί, αλλά δεν έχει τη μηχανή του χρόνου. Θέλει μόνο να σταθεί λίγο ακόμα στον τόπο της απώλειας, να προσπαθήσει με έναν μεταφυσικό τρόπο να συνδεθεί με τον πολυαγαπημένο εγγονό και να του πει πως τον αγαπά.
Ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία αφήγηση που δεν αφήνει περιθώρια απόδρασης. Γινόμαστε κομμάτι της, καθώς με την μαεστρία του ο Αραμπούρου μας εγκλωβίζει στην ιστορία του και κάνει το προσωπικό, συλλογικό. Δε χρειάζονται φανφάρες, παρά μόνο να αφήσουμε ελεύθερη τη ψυχή και το πνεύμα ακολουθώντας την επώδυνη διαδρομή που δε γνωρίζουμε αν στο φινάλε της κρύβει … λύτρωση.
Η αφήγηση του συγγραφέα είναι εξομολογητική χωρίς να είναι εξομολόγηση. Υπάρχει μία εσωτερικότητα, μία σχεδόν ποιητική οικονομία στις λέξεις που κάνει το βιβλίο να λειτουργεί σαν καθρέφτης. Δεν διαβάζεις μόνο το δράμα του ήρωα. Σκέφτεσαι τον δικό σου εαυτό και αντικρίζεις ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα στη ζωή σε περίπτωση που καθημερινά μεμψιμοιρείς δίχως ουσιαστικό λόγο.
Το Παιδί δεν είναι βιβλίο που κλείνεις και πας παρακάτω. Είναι από εκείνα που κουβαλάς, που σε κάνουν να ευαισθητοποιηθείς. Να ξαναδείς ένα τραύμα με πιο καθαρό βλέμμα. Να αφήσεις το παρελθόν να σε διαπεράσει χωρίς να σε συντρίψει. Είναι εύκολο να το λέμε, αλλά πολύ πολύ δύσκολο στην πράξη. Όταν έρχεται η ώρα της “επίσκεψης” τα πάντα γίνονται μαύρα. Ο χρόνος παγώνει και η μνήμη φέρνει στο μυαλό τις στιγμές της τραγωδίας που έφερε την μέγιστη απώλεια.
Ο Φερνάντο Αραμπούρου με τη γλώσσα του που πάλλεται ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το ποιητικό γράφει ίσως το πιο σπαρακτικό και αληθινό του έργο, χωρίς λογοτεχνικά πυροτεχνήματα, αλλά με βαθιά πίστη στη δύναμη της απλής, σπαρακτικής ανθρώπινης ιστορίας. Μπορεί να συμβεί χιλιόμετρα μακριά μας, αλλά ταυτόχρονα μπορεί να είναι και το βίωμα του διπλανού μας.
Γιατί τελικά δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο και πιο λυτρωτικό από το να σταθείς απέναντι στο παιδί που έχει αναχωρήσει για το πιο μεγάλο ταξίδι και να προσπαθήσεις να συνδεθείς σε ένα ανώτερο επίπεδο μαζί του.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.