Αυτό το μικρό σε έκταση βιβλίο, αλλά τόσο πλούσιο σε νόημα αποτελεί την ένατη συλλογή διηγημάτων του Αχιλλέα Κυριακίδη που έχει κάνει πάνω από 140 μεταφράσεις βιβλίων. Με αυτόν τον τρόπο έχει ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο. Στις 28 του ιστορίες αντλεί το περιεχόμενό τους από την ελληνική και την παγκόσμια πραγματικότητα και κουλτούρα. Δραματοποιεί τον παραλογισμό της ζωής και σαρκάζει τα γεγονότα της καθημερινότητας. Τα περισσότερα διηγήματα ακροβατούν μεταξύ του δικού μας σύμπαντος και μίας υπερρεαλιστικής, μεταφυσικής, αλληγορικής διάστασης. Με επιμονή στους συμβολισμούς, έντονη θεατρικότητα και ποιητική έμπνευση που οδηγούν στην απογείωση. Υπαινιγμοί, αμφίσημα μηνύματα και μία υπαρξιακή απογύμνωση τα όρια της υπερβολής.

Φανερά επηρεασμένος από τον παγκόσμιο χώρο της Τέχνης αντλεί την κύρια ύλη όσων γράφει από όσα έχει δει και μελετήσει. Μέσα στις σελίδες του βιβλίου γεννιούνται ερωτήματα που μας φέρνουν αντιμέτωπους με τις πιο ακραίες πτυχές της φαντασίας μας. Μέσα από αυτή τη δυναμική διαδικασία ανάγνωσης ενεργοποιούνται νοητικές δυνάμεις που με έναν τρόπο εξηγούν τη ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών μέσα σε ένα ευρύτερο φόντο οικουμενικού Πολιτισμού. Ένα λεκτικό “παραλήρημα” που αποδίδει κρυστάλλινα νοήματα. Στη γλώσσα έντονη επιρροή ασκούν με έναν τρόπο ο εικαστικός κόσμος, η ποιητική έμπνευση και φυσικά ο κινηματογράφος.

Ενδεικτικά στην πρώτη ιστορία βλέπουμε έναν τόνο χαλαρό, σαρκαστικό που τελειώνει με τη ρήση, “μάνα μου κάνε το θαύμα σου”. Την απάντηση αφήνουμε να την ανακαλύψετε, καθώς διαβάζετε αυτό το βιβλίο που η αίσθησή μου είναι πως δε θα σας αφήσει να πάρετε ανάσα. Ο αλληγορικός τίτλος μας προκαλεί να ανακαλύψουμε πως κι αν συνδέεται με την εικόνα του εξωφύλλου. Το κερί λιώνει, αλλά μένει πάντα κερί. Ο πρωταγωνιστής δηλώνει, «μπορεί να αλλάξω για σένα, αλλά θα είμαι πάντα ο ίδιος κι όταν με σκέφτεσαι θα είμαι παντού».

Τα χέρια γνέθουν, αγνοούν, ποθούν, σώζουν, ξοδεύουν, γνέφουν, αγαπούν. Ο στρατιώτης, το Βιετνάμ, ο εγκλεισμός κι ο μαρασμός της χαμένης Ελένης. Ο Όσκαρ Ουάιλντ θα συναντήσει τον Δον Κιχώτη και τον Μπόρχες, η “ανάγνωση” του πίνακα του Βαν Γκογκ προκαλεί έκσταση κι ένα είδος ιλίγγου. Την ίδια στιγμή έρχεται ο έρωτας με τη δική του πινελιά και γνωρίζουμε πως καταλαβαίνει από ευθανασία. Για κάποιους όλα αυτά μοιάζουν μπερδεμένα. Ο λόγος του Κυριακίδη είναι αλήθεια πως θέλει ένα απαιτητικό κοινό, ταυτόχρονα όμως μπορεί να κάνει και τους μη μυημένους να μπουν σε μία διαδικασία που θα τους κάνει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να κερδίσουν μεγάλο μέρος από το “χαμένο έδαφος”.

Χωρίς να είναι διδακτικός ο τόνος του, ο συγγραφέας λειτουργεί ως δάσκαλος. Κατά κάποιον τρόπο υιοθετεί τη μαιευτική και μέσα από τις ιστορίες του προσπαθεί να μας κάνει να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα για τα σημαντικά της ζωής. Με ένα μοναδικό χάρισμα απομονώνει τα επουσιώδη. Ο αναγνώστης λαμβάνει συνεχώς ερεθίσματα και προσπαθεί μέσα από μία διαρκή ακροβασία να δει που βρίσκεται ο γραφών και ταυτόχρονα να επαναπροσεγγίσει τη δική του θέση στον κόσμο. Αυτή είναι συνθετότητα της σύλληψης του “κεριού του Καρτεσίου”.

Το φιλοσοφικό πείραμα του Ντεκάρτ (“κερί”) αναδεικνύει τη διάκριση ανάμεσα στις αισθήσεις και τη νόηση και ενισχύει την ιδέα ότι η αληθινή γνώση δεν βασίζεται στις αισθήσεις, αλλά στη διάνοια. Αρχικά το κερί έχει ορισμένες ιδιότητες που μπορούμε να τις αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας: σχήμα, υφή, μυρωδιά και έναν συγκεκριμένο ήχο. Όταν το κερί πλησιάσει σε φωτιά και αρχίσει να λιώνει, όλες αυτές οι ιδιότητες που αντιλαμβανόμαστε αλλάζουν. Το σχήμα του παραμορφώνεται, η υφή του γίνεται υγρή, η μυρωδιά του διαλύεται, και ο ήχος εξαφανίζεται. Η μεθολογική αμφιβολία του Ντεκάρτ υιοθετείται σήμερα από αρκετούς διανοούμενους. Με αυτόν τον τρόπο τίθενται κρίσιμα ερωτήματα για τη φύση της αντίληψης, της ταυτότητας και της γνώσης. Αυτόν το μονοπάτι θεωρώ πως επέλεξε ο Αχιλλέας Κυριακίδης κι ήδη νιώθουμε πλουσιότεροι με την ανάγνωση του βιβλίου του κι όσα πυροδότησε μέσα μας.

 

✑ Το βιβλίο “Το Κερί του Καρτεσίου”, του Αχιλλέα Κυριακίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.