Το Θα κάψω το Παρίσι εκδόθηκε για πρώτη φορά από την κομμουνιστική εφημερίδα L’Humanité το 1928, γεγονός που προκάλεσε την απέλαση του Bruno Jasienski (Μπρούνο Γιασένσκι) από τις γαλλικές αρχές για διάδοση ανατρεπτικής λογοτεχνίας.

Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία του δυσαρεστημένου βιομηχανικού εργάτη Πιερ, ο οποίος πλήρως απογοητευμένος από την ανέχεια και εξοργισμένος από τις κραυγαλέες ταξικές ανισότητες, σε κατάσταση αλλοφροσύνης, συλλαμβάνει ένα σατανικό σχέδιο εκδίκησης καθώς περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιoύ: θα εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να δηλητηριάσει την παροχή νερού της πρωτεύουσας και έτσι θα εκδικηθεί την αστική τάξη.

Η πόλη μολύνεται μαζικά από βουβωνική πανώλη. Η πανδημία θα έλεγε κανείς ότι εκφράζει την απόλυτη έλλειψη σεβασμού προς τα πρόσωπα και τις τάξεις – καθώς ο υιός μολύνει εξίσου γρήγορα και θανατηφόρα τον διευθύνοντα σύμβουλο και τον εργάτη του ίδιου εργοστασίου.

Με τους θανάτους να συσσωρεύονται, δημιουργούνται συσπειρώσεις ντόπιων και εμιγκρέδων στο Παρίσι∙ εμφανίζονται δυναμικοί πυρήνες Κινέζων κομμουνιστών, Εβραίων ραβίνων, απογοητευμένων επιστημόνων, πικραμένων Ρώσων αντικαθεστωτικών, Γάλλων  κομμουνάρων και φιλοβασιλικών, Αμερικανών εκατομμυριούχων και ένα πλήθος άλλων. Η πόλη χωρίζεται σε εθνικούς θύλακες και όλοι σχεδιάζουν την οδό διαφυγής τους. Στην καρδιά της κοσμοπολίτικης πόλης υπάρχει μια βαθιά ριζωμένη ξενοφοβία και μίσος – το μόνο νήμα που συνδέει όλες αυτές τις ομάδες.

Το μυθιστόρημα του Jasienski ανεγείρει δώδεκα πολιτικές πόλεις-κράτη μέσα στα τείχη του Παρισιού και στη συνέχεια ξεφλουδίζει ανελέητα στρώματα αρχών και ηθικής μέχρι να απομείνει μόνο ένας σωρός από σάπια πτώματα. Και από αυτές τις στάχτες, γεννιέται η ιδανική σοσιαλιστική κοινότητα.

Καθώς το Παρίσι καταστρέφεται, ο Jasienski εκπέμπει μια κραυγή συσπείρωσης προς τους καταπιεσμένους του κόσμου, αναμειγνύοντας παραλλαγμένες μελωδίες της Διεθνούς με pop, folk και jazz.

«Ακούστηκαν βαριά λόγια, μισοσπασμένα σαν λιθάρια καλντεριμιού: επανάσταση, προλεταριάτο, καπιταλισμός.

Από μισές κουβέντες, ιστορίες και φωνές, σκιαγραφήθηκε το σκληρό τετραήμερο έπος που γράφτηκε με αίμα στην άσφαλτο, κάτω από τη λάμψη που δίνουν οι ηλεκτρικές λάμπες. Τα κεφάλαια ίδια και απαράλλακτα όπως πάντα: Ανεργία. Περικοπές στους μισθούς. Θλιβερή διαδήλωση. Πρώτα συγκέντρωση κι έπειτα πορεία μέσα από την πόλη τραγουδώντας τη Διεθνή.

Τους προκάλεσε η αστυνομία. Τους περικύκλωσε από τα γύρω στενά. Με λαστιχένια ρόπαλα χτυπούσε μέχρι να ματώσουν. Το ποδοπατημένο λιθόστρωτο έφτυνε πάνω της χαλάζι πέτρες.

Επιτέθηκαν εξαγριωμένοι έφιπποι στρατιώτες. Με ομοβροντία πυροβολισμών έστρωσαν καινούριο, ανώμαλο καλντερίμι. Σε απάντηση, στα πέτρινα σαγόνια του δρόμου φάνηκαν απειλητικά τα δόντια των οδοφραγμάτων.

Έγινε μακελειό. Ιξώδες, καστανόφαιο αίμα στα πεζοδρόμια. Φορτηγά φορτωμένα με ανθρώπους. Δεκάδες, χιλιάδες κόσμου, σαν ψηφίο σβησμένο από τον ισολογισμό, ριγμένο στο περιθώριο, πίσω από τους απρόσιτους τοίχους της φυλακής. Γινόταν λόγος για ασύλληπτους αριθμούς […]»

Με επιρροές από την Κόλαση του Δάντη, με στρατηγικές μοντάζ που θυμίζουν πρώιμο avant-garde κινηματογράφο και μεταφορές που αγγίζουν τα σωθικά, το Θα κάψω το Παρίσι παραμένει ένα πρωτοποριακό για την εποχή του κείμενο δεν έχει χάσει τίποτα από τη ζωντάνια και το σθένος του. Ο συγγραφέας επηρεάζεται εμφανώς από τον κινηματογράφο του Σεργκέι Αϊζενστάιν ή από την Μητρόπολη του Φριτς Λανγκ. Εναλλάσσοντας το ύφος μεταξύ παρακμής, φουτουρισμού, μανιφέστου, προπαγάνδας, με δεδομένο ότι ανήκει στην εποχή μεταξύ δύο Παγκοσμίων Πολέμων και πριν από τη Μεγάλη Ύφεση, πρόκειται για ένα επαναστατικό έργο. Οι αναφορές στον Καρλ Μαρξ είναι συχνές και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ενόχλησε τις γαλλικές αρχές, με τις προφανείς πολιτικές πεποιθήσεις του συγγραφέα. Εξάλλου το μεγαλύτερο μέρος της δράσης  λαμβάνει χώρα σε σκοτεινά σκηνικά ή τη νύχτα, με τις σκιές να διαποτίζουν συνωμοτικά τις ζωές των ανθρώπων. Ένα καπιταλιστικό σύστημα σε παρακμή, ένα δυστοπικό μέλλον με την ουτοπία μια άπιαστη πιθανότητα.

Αναλύοντας διάφορες ουτοπικές φαντασιώσεις, ο Jasienski προσπαθεί εσκεμμένα να αποπροσανατολίσει. Διαθέτει επίσης μια αξιοσημείωτη ικανότητα να μεταμορφώνει το παριζιάνικο τοπίο σε δυστοπικό περιβάλλον νοσηρών μυαλών. Μείγμα -και μάλιστα εκρηκτικό- λογοτεχνικού φουτουρισμού και καταστροφισμού, το μυθιστόρημα παρουσιάζει έναν βρώμικο, εκφυλισμένο κόσμο όπου τα εργοστάσια και οι μηχανές έχουν αντικαταστήσει τον άνθρωπο και οι οικονομικές σχέσεις έχουν μετατρέψει σχεδόν όλους σε πόρνες του εμπορεύματος. Η πραγμοποίηση του Μαρξ ηγεμονεύει πλήρως.  Ωστόσο, αντί να καταφεύγει σε κλισέ και απλοϊκή προπαγάνδα, υπάρχει μια αμεσότητα στη γραφή και η σύγχρονη μητρόπολη απεικονίζεται έντονα μόνο επιφανειακά κοσμοπολίτικη∙ στον πυρήνα της είναι εχθρική και ζωώδης.

Εξάλλου υπάρχουν πολύ λίγοι πραγματικοί χαρακτήρες στο βιβλίο. Μόνο δευτερεύοντες χαρακτήρες γίνονται φίλοι με πεινασμένα ορφανά ή απορρίπτουν μια κληρονομιά πολλών εκατομμυρίων δολαρίων για να οργανώσουν διαμαρτυρίες σε εργοστάσια ή πεθαίνουν προσπαθώντας να σώσουν έναν πεινασμένο πληθυσμό χωρίς να χρειαστεί να κηρύξουν πόλεμο ή να μεταδώσουν ασθένειες. Επίσης πολύ λίγοι χαρακτήρες προκαλούν συμπάθεια. Κανένας δεν γλιτώνει τον θάνατο. Και όλοι αφήνουν μια αμφίσημη εντύπωση στον αναγνώστη. Κανείς δεν είναι κακός. Κανείς δεν είναι ήρωας. Και κάθε αγάπη χάνεται, και η προσωπική απογοήτευση καταλύει τις πιο δραστικές πολιτικές ενέργειες.

Η ίδια η ζωή του Jasienski παρέχει ένα τέλειο και τραγικό παράδειγμα. Η Σοβιετική Ένωση, όπου η πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος εξαντλήθηκε μέσα σε λίγες μέρες, μετά τη δημοσίευση του βιβλίου καλωσόρισε τον Jasienski ως πολιτικό και λογοτεχνικό ήρωα. Λιγότερο από δέκα χρόνια αργότερα, ο συγγραφέας διαγράφηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα, φυλακίστηκε και εκτελέστηκε. Τώρα, ακόμη και η γενέτειρά του, το Κλιμόντοφ της Πολωνίας, τον έχει αποκηρύξει. Το λύκειο που κάποτε έφερε το όνομά του έχει μετονομαστεί σε Ρωμαιοκαθολικό άγιο.

Πολωνοεβραίος, o Bruno Jasienski θεωρείται ένας από τους ιδρυτές του πολωνικού φουτουριστικού κινήματος. Γεννήθηκε το 1901 και σπούδασε στη Βαρσοβία, τη Μόσχα και την Κρακοβία, όπου ίδρυσε μια φουτουριστική λογοτεχνική λέσχη, της οποίας οι συναντήσεις συχνά κατέληγαν σε καβγάδες. Αφού δημοσίευσε αρκετές ποιητικές συλλογές και ένα σύντομο πεζό έργο, μετακόμισε στο Παρίσι το 1925, απαριθμώντας τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την Πολωνία: είχε αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο και επρόκειτο να υπηρετήσει είκοσι μήνες υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας, είχε μηνυθεί για φερόμενη βλασφημία κατά τη διάρκεια μιας από τις ποιητικές του αναγνώσεις, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα ή δύο χρόνια φυλάκισης, ήταν άνεργος απόφοιτος λογοτεχνίας. Ενώ διέμενε στη γαλλική πρωτεύουσα, το μυθιστόρημά του Palę Paryż δημοσιεύτηκε σε συνέχειες από την εφημερίδα L’Humanité στα γαλλικά ως «Je Brûel Paris» («Καίω το Παρίσι»), με τον τίτλο να φέρεται να αντικρούει το φυλλάδιο του Paul Morand «Je Bruel Moscow» («bruler» με την ιδιωματική έννοια, «ταξιδεύω γρήγορα»). Το φυλλάδιο του Monard (ο οποίος αργότερα θα συνεργαζόταν με τους ναζί) ήταν μια σύντομη αντισημιτική και αντισοβιετική σάτιρα. Το μυθιστόρημα μεταφράστηκε γρήγορα στα ρωσικά, όπου η πρώτη έκδοση των 140.000 αντιτύπων εξαντλήθηκε σε λίγες μέρες, οδηγώντας σε μια δεύτερη έκδοση 220.000 αντιτύπων. Το 1929 το πρωτότυπο πολωνικό κείμενο δημοσιεύτηκε στη Βαρσοβία, αλλά ο Jasienski απελάθηκε από τη Γαλλία  και η εισαγωγή του βιβλίου απαγορεύτηκε με το σκεπτικό ότι «εξέπεμπε τυφλό και ηλίθιο μίσος για τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό». Μη μπορώντας να γίνει δεκτός στο Βέλγιο ή το Λουξεμβούργο, ο Γιασιένσκι παρέμεινε στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας μέχρι την ανάκληση της εντολής έκδοσης, μόνο για να επιστρέψει στη Γαλλία και να απελαθεί ξανά για κομμουνιστική προπαγάνδα.

Εγκαταστάθηκε στο Λένινγκραντ το 1929 και αποδέχθηκε τη σοβιετική υπηκοότητα, μετακομίζοντας στη Μόσχα το 1932. Ως ένθερμος υποστηρικτής των πολιτικών εκκαθαρίσεων του Γένριχ Γιάγκοντα εντός της κοινότητας των συγγραφέων, ο Γιασιένσκι έχασε την υποστήριξη όταν ο διορισμένος από τον Στάλιν διευθυντής της υπηρεσίας ασφαλείας και πληροφοριών του Σοβιέτ συνελήφθη ο ίδιος, κατηγορήθηκε για τα εγκλήματα καταστροφής, κατασκοπείας, τροτσκισμού και συνωμοσίας, κρίθηκε ένοχος και εκτελέστηκε. Η πρώτη σύζυγος του Γιασιένσκι, Κλάρα Άρεμ, η οποία είχε σχέση με τον Γιάγκοντα, συνελήφθη επίσης, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε, με αποτέλεσμα ο Γιασιένσκι να διαγραφεί από τους Μπολσεβίκους. Αντιμετώπιζε κατηγορίες ως Πολωνός κατάσκοπος και εχθρός του λαού και συνελήφθη στις 31 Ιουλίου 1937. Αφού καταδικάστηκε σε 15 χρόνια σε στρατόπεδο εργασίας, εκτελέστηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1938 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή πέθανε από τύφο στη φυλακή το 1939). Σώζονται επιστολές από τη φυλάκισή του, γραμμένες απευθείας στον Στάλιν, παρακαλώντας για χάρη και αναφέροντας βασανιστήρια.

☞︎ Το βιβλίο “Θα κάψω το Παρίσι”, του Bruno Jasienski κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έρμα.

 

 

☞︎ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.