Το βιβλίο υπήρξε για πάρα πολλά χρόνια το βασικό μέσο εκπαίδευσης, πληροφόρησης αλλά και ψυχαγωγίας των ανθρώπων. Το βιβλίο εξακολουθεί να αποτελεί ένα σημαντικό μέσο επικοινωνίας που συμβάλλει στην πολιτιστική ανάπτυξη των κοινωνιών. Το βιβλίο αποτελεί επίσης και μια εμπορική δραστηριότητα καθώς παράγεται και προωθείται από ιδιωτικούς εκδοτικούς οργανισμούς, οι οποίοι έχουν ως σκοπό το κέρδος. Ωστόσο, από τους εκδοτικούς οργανισμούς δε λείπει η αβεβαιότητα, καθώς έχει αλλάξει ο τρόπος ζωής των σημερινών ανθρώπων σε σχέση με την ανάγνωση και ο ανταγωνισμός στην αγορά του βιβλίου έχει γίνει πολύ έντονος.

Η ζήτηση βιβλίων επηρεάζεται μακροχρόνια από την δυνατότητα ανάγνωσης του πληθυσμό (ποσοστό αναλφάβητων), το εκπαιδευτικό του επίπεδο (τις γνώσεις που έχει κάποιος για να κατανοήσει πιο ειδικά κείμενα), τον ελεύθερο χρόνο που διαθέτει, τις εναλλακτικές λύσεις που έχει να διαλέξει στον ελεύθερο χρόνο του. Ενώ η βραχυχρόνια ζήτηση για βιβλία εξαρτάται από το εισόδημα των αναγνωστών, την τιμή των βιβλίων, καθώς και των αριθμών των βιβλίων που προσφέρονται στις ανάλογες προτιμήσεις των καταναλωτών. Επιπλέον οι συνθήκες εισόδου στον κλάδο είναι σχετικά εύκολες, υπάρχει μεγάλος αριθμός εκδοτών, με αποτέλεσμα ο ανταγωνισμός να γίνεται είτε πάνω στην ποιότητα του τρόπου διανομής και διάθεσης των βιβλίων είτε στον τρόπο προβολής και προώθησης.

Όταν ήμουν παιδί η μητέρα μου με έβαλε με τον τρόπο της στον υπέροχο ταξιδιάρικο και μαγικό κόσμο της ανάγνωσης βιβλίων. Ο τρόπος της ήταν πολύ απλός, όποτε της ζητούσα ένα παιχνίδι, συνήθως δε μου το έπαιρνε (ήταν και πολύ στενά τα οικονομικά μας) αλλά στη θέση του μού έπαιρνε πάντα ένα βιβλίο. Είχε μεγάλο μαράζι η μητέρα μου με τη γνώση. Ο λόγος ήταν ότι ήθελε να σπουδάσει αλλά λόγω μεγάλης οικογενειακής φτώχειας ο πατέρας της και παππούς μου (πατριαρχία γαρ) αποφάσισε ότι τα κορίτσια είναι για να δουλεύουν και να «σπέρνουν παιδιά» κάνοντας οικογένεια, και τα αγόρια να σπουδάζουν.

Έτσι λοιπόν έμεινε με το όνειρο, έβγαλε μόνο το δημοτικό (και αυτό νυχτερινό) και ξεκίνησε να δουλεύει από τα 14 της χρόνια. Μιλάμε για τη δεκαετία του 1950. Και για να καταλάβετε περίπου πως ήταν οι οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια, η περίπτωση της μητέρας μου και της οικογενείας της δεν ήταν μειοψηφική, αλλά σε αυτή την οικονομική κατάσταση ήταν η πλειοψηφία των κατοίκων της Ελλάδας.

Εφόσον λοιπόν η ίδια δεν μπόρεσε να σπουδάσει και υποτάχθηκε στις διαταγές του πατέρα της, ώστε να φέρνει κάποια χρήματα στο σπίτι, έβαλε σκοπό της ζωής της να σπουδάσουν τα παιδιά της.

Όχι όμως για να… “προκόψουν” επαγγελματικά (που δεν πρόκοψαν), αλλά κυρίως να είναι μορφωμένα, «γραμματιζούμενα» που λέγανε. Από τότε που θυμάμαι λοιπόν τον εαυτό μου, η μάνα μου μού έπαιρνε βιβλία. Τα βιβλία τα διάλεγε για λογαριασμό της μία κοπέλα που ήταν υπάλληλος σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο της Πάτρας (όπου γεννήθηκα και έζησα ως τα 19 μου) η οποία ήταν γνωστή της, οπότε εκτός από τη μάνα μου οφείλω και σε αυτή ευγνωμοσύνη. Ξεκίνησα να διαβάζω παραμύθια, σύντομα πέρασα στα ομηρικά έπη  (το αγαπημένο μου είναι η Οδύσσεια) και μετά στον αγαπημένο μου Ιούλιο Βερν, ο οποίος μου άνοιξε τα μάτια προς τον κόσμο, κάνοντάς με να θέλω να γυρίσω όλον τον πλανήτη ώστε να τον γνωρίσω.

Ο Βερν μου φύτεψε επίσης έμμεσα στο μυαλό μου και τις ελευθεριακές ιδέες -είναι γνωστό ότι ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας ήταν αναρχικός-, αλλά αυτό τότε δεν το είχα καταλάβει και κάποια στιγμή πρέπει να γράψω ένα αφιέρωμα σε αυτόν.

Αυτά συνέβησαν τη δεκαετία του 1970 και 1980, περιληπτικά, και μπήκα στο… τριπάκι της ανάγνωσης. Να πω κάπου εδώ ότι τις δεκαετίες που αναφέρω το διάβασμα ήταν πολύ της “μόδας”. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά η αύξηση του μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια αλλά και το ότι εκείνη την περίοδο όποιος διάβαζε συνεχώς είχε ένα, ας πούμε, κοινωνικά αναγνωρίσιμο κύρος και κέρδιζε θαυμασμό. Καμία σχέση με τη σημερινή εποχή της πνευματικής σπάνης, όπου οι άνθρωποι έχουν ξαναγυρίσει στα χρόνια της πνευματικής αμάθειας, φτάνοντας σε σημείο να χλευάζουν και να απαξιώνουν όσους συνεχίζουν να διαβάζουν με εκφράσεις όπως «θολοκουλτουριάρηδες», «ψευτοδιανοούμενοι» κ.λπ.

Αλλά ας αφήσω την κοινωνιολογική ανάλυση. Το θέμα μου είναι τόσο η πληθώρα των εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα, όσο και η ύπαρξη επίσης πολλών μικρών και μεγάλων βιβλιοπωλείων.

Τελικά, διαβάζουν πολύ οι Ελληνίδες και οι Έλληνες;

Η στατιστική έχει την απάντηση, οπότε ας τα δούμε λιγάκι πιο αναλυτικά. Στη χώρα μας αυτή τη στιγμή υπολογίζεται ότι υπάρχουν περισσότεροι από 1300 εκδοτικοί οίκοι. Από τους πολύ μεγάλους και γνωστούς ως μικρούς, αυτοοργανωμένους, ακόμη και ιδιωτικές προσωπικές εκδόσεις. Οι εκδόσεις βέβαια στην Ελλάδα είναι μια πονεμένη ιστορία, τόσο για τους εκδότες όσο και για τους συγγραφείς. Ο χώρος του βιβλίου ήταν πάντα ένα μυστήριο όταν η συζήτηση πηγαίνει στα οικονομικά των εκδόσεων. Πόσα νέα βιβλία εκδίδονται στην Ελλάδα; Πόσα κυκλοφορούν; Ποια πωλούνται περισσότερο; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά των ελληνικών εκδοτικών οίκων; Ποιο είναι το μέγεθος του κλάδου;

Απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα -που μέχρι τώρα δίδονταν εμπειρικά- μας έδωσε η έρευνα του Οργανισμού Συλλογικής Διαχείρισης Έργων Λόγου (ΟΣΔΕΛ) για την εκδοτική δραστηριότητα στην Ελλάδα, η οποία καλύπτει τη περίοδο από τον Ιανουάριο του 2021 έως τον Φεβρουάριο του 2022 [σ.σ. δυστυχώς δεν έχει γίνει πιο πρόσφατη έρευνα].

βιβλία
Φωτ. αρχείου: Eurokinissi

Οικογενειακές επιχειρήσεις

Από μια προηγούμενη έρευνα του ΟΣΔΕΛ τη περίοδο 2017-2019,  προκύπτει ότι περισσότερες από 1 στις 4 σημερινές εκδοτικές επιχειρήσεις ιδρύθηκαν μετά το 2008, όσο η Ελλάδα έμπαινε στο σπιράλ της οικονομικής κρίσης, ενώ οι μακροβιότερες (ίδρυση πριν το 1974) αντιπροσωπεύουν μόνο το 9% της αγοράς. Το μεγαλύτερο ποσοστό είναι επιχειρήσεις που δημιουργήθηκαν μεταξύ 1990-2008.

Κάτι που είναι εμπειρικά γνωστό και αποτυπώνεται στην έρευνα, είναι πως σχεδόν οι μισές επιχειρήσεις (47%) είναι ατομικές ή φυσικά πρόσωπα και η πλειονότητα τους (63%) είναι οικογενειακής μορφής. Από τους 11.809 εργαζόμενους του κλάδου, πλήρους απασχόλησης είναι μόνο το 37%, ενώ σχεδόν 8 στις 10 εκδοτικοί οίκοι απασχολούν κάτω από 10 άτομα προσωπικό (πλήρους ή μερικής απασχόλησης, εξωτερικούς συνεργάτες). Επίσης, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, τη συγκεκριμένη τριετία το τιράζ των βιβλίων που εκδόθηκαν ανερχόταν σε περίπου 45 εκατομμύρια βιβλία σε έντυπη μορφή. Αν αναλογιστώ ότι στην έρευνα δεν έχουν συμπεριληφθεί τα αυτοοργανωμένα πολιτικά εκδοτικά εγχειρήματα και οι προσωπικές εκδόσεις, το νούμερο είναι αρκετά μεγαλύτερο. Δεν αναφέρω τυχαία τα παραπάνω εγχειρήματα. Ο λόγος είναι ότι έχουν μια πάρα πολύ μεγάλη παραγωγή εκδόσεων με τις περισσότερες από αυτές να μην υπάρχουν στα βιβλιοπωλεία, παρά σε αυτοοργανωμένους χώρους, όπως πολιτικά και κοινωνικά στέκια και κέντρα (απευθυνόμενα σε ένα συγκριμένο όμως κοινό). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι εκτός των πάρα πολλών βιβλίων που εκδίδονται, υπάρχουν και πάρα πολλοί εκδότες, ενώ δημιουργούνται συνεχώς και νέοι.

Μήπως εκδίδονται περισσότερα βιβλία απ’ όσα μπορούμε να διαβάσουμε;

Η απάντηση είναι «σαφώς και ναι». Υπερβολικά πολλά. Να σημειώσω εδώ ότι οι εκδόσεις δεν αφορούν μόνο τη λογοτεχνία αλλά μέσα τους περιλαμβάνουν τα επιστημονικά βιβλία, τα ιστορικά βιβλία, τα θεωρητικά, τα παιδικά βιβλία τα κόμικ και graphic novels κ.λπ. Επίσης έχουν πολλαπλασιαστεί οι εκδόσεις που πραγματοποιούνται με έξοδα ή με συμμετοχή στα έξοδα των ίδιων των συγγραφέων -μέσα στην κρίση του 2010-15 η τάση αυτή γιγαντώθηκε.

Οικονομικά τώρα, το κόστος για το τύπωμα ενός βιβλίου είναι μικρό. Εκείνο που κοστίζει είναι η διανομή του. Τα πληρωμένα βιβλία, όμως, δεν διακινούνται κανονικά, καθώς οι εκδότες έχουν εξασφαλίσει και το κέρδος τους μ’ αυτή την πρακτική, οπότε δεν μπαίνουν στον κόπο και τα έξοδα να τα τοποθετήσουν πανελλαδικά στα βιβλιοπωλεία. Δίνουν τα αντίτυπα στον συγγραφέα κι εκείνος οργανώνει εκδηλώσεις για να τα πουλήσει. Στην Ελλάδα ελάχιστοι συγγραφείς -είτε παλιοί είτε νέοι- είναι σε θέση να ζήσουν με τα πνευματικά δικαιώματα από τα βιβλία τους, όπως και οι μουσικοί. Πολλές φορές δεν εισπράττουν τίποτα, γιατί στα συμβόλαιά τους υπάρχει ο όρος ότι αμείβονται αφού πωληθούν τα πρώτα 1.000 αντίτυπα -συνήθης πρακτική των μεγάλων εκδοτικών οίκων-, και είναι λίγα τα βιβλία που ξεπερνούν αυτό το όριο.

Από αυτό το σκέλος της έρευνας, και αν μείνουμε στα νούμερα των τόσων πολλών εκδοτικών οίκων και εκδόσεων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι με ένα βιβλίο στο χέρι (και άλλα πέντε στη τσάντα), είναι όμως έτσι;

Φωτ. αρχείου: Eurokinissi

Διαβαστεροί vs. Αδιάβαστοι

Μια νεώτερη έρευνα πάλι του ΟΣΔΕΛ με τίτλο“ Αναγνώσεις, αναγνώστες και αναγνώστριες: Το βιβλίο και το κοινό του στην Ελλάδα”, που διενεργήθηκε από τον Ιανουάριο του 2021 ως τον Φεβρουάριο του 2022, μας αποκαλύπτει ότι το 35% του ελληνικού πληθυσμού δε διαβάζει ούτε ένα βιβλίο τον χρόνο. Οι μέτριοι αναγνώστες, που διαβάζουν από 1 έως 4 βιβλία τον χρόν,ο ανέρχονται σε ποσοστό 34%, ενώ μόνο το 31% του πληθυσμού διαβάζει πάνω από 5 βιβλία ετησίως. Επίσης, εκτός του ότι η πλειοψηφία δεν διαβάζει καν, ταυτόχρονα απαξιώνει την ανάγνωση.

Ένα άλλο συμπέρασμα που προκύπτει από την  έρευνα του ΟΣΔΕΛ, είναι ότι τεκμηρίωσε την αιτιώδη σχέση της ανάγνωσης με την προσωπική, επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη. Επίσης κατέδειξε πως οι αναγνωστικές ανισότητες παράγουν επίσης κοινωνικές και πολιτισμικές ανισότητες. Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο διαβάζεις, τόσες περισσότερες πιθανότητες έχεις να γίνεις πραγματικά πλούσιος. Επίσης, όπως «τα λεφτά πάν’ στα λεφτά», έτσι και τα βιβλία παν’ στα βιβλία -εάν η οικογένειά σου διάβαζε, κι εσύ θα διαβάζεις. Αντίστοιχα, όσο πιο φτωχοί και πιο αμόρφωτοι ήταν οι γονείς και οι παππούδες σου, τόσο λιγότερα βιβλία θα διαβάζεις, άρα τόσο λιγότερες πιθανότητες έχεις για να βελτιώσεις τη ζωή σου. Αυτά θεμελιώθηκαν επιστημονικά. Οπότε, είναι ευνόητο πως η κρίση που περνάει η αγορά του βιβλίου, παρά τη πληθώρα εκδόσεων, αντανακλά τη γενικότερη κρίση της ελληνικής κοινωνίας, οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και αξιακή.

Σύμφωνα με κάποιους εκδότες το αυξημένο κόστος παραγωγής, σε συνδυασμό με την μειωμένη αγοραστική δύναμη του αναγνωστικού κοινού, και την αύξηση του οικογενειακού προϋπολογισμού στα βασικά αγαθά, σημαίνει πως το διαθέσιμο εισόδημα για αγορές βιβλίων έχει μειωθεί και θα μειωθεί ακόμη περισσότερο. Οι εκδοτικές επιχειρήσεις αναπόφευκτα θα πρέπει να επανεξετάσουν την παραγωγή τους και, ενδεχομένως, να μειώσουν τους νέους τίτλους ή τις ανατυπώσεις που σχεδίαζαν.

Για ποιο λόγο, εφόσον ο πληθυσμός δε διαβάζει, εκδίδονται τόσα πολλά βιβλία;

Η απάντηση είναι το μεράκι, ειδικά των μικρών εκδοτικών οίκων και πολύ καλώς συμβαίνει αυτό. Οι εκδόσεις είναι σαν τη μουσική και τις δισκογραφικές ανεξάρτητες εταιρίες. Δε θα γίνουν πλούσιοι αυτοί που ασχολούνται από τις πωλήσεις, το αντίθετο -μπαίνουν μόνιμα μέσα. Δεν το κάνουν για τα λεφτά -εξαιρώ τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους και τις πολυεθνικές δισκογραφικές εταιρίες που τους ενδιαφέρει μόνο το κέρδος και η ποσότητα έναντι της ποιότητας.

Το κάνουν για τον πολύ απλό λόγο, πως ένας άνθρωπος που ασχολείται με αυτούς τους δύο κλάδους -όπως θεωρώ το βιβλίο ως αναγκαίο συστατικό της ζωής, άλλο τόσο θεωρώ και τη μουσική- και τους αγαπά, νιώθει τύψεις που δε θα κυκλοφορήσει ένα νέο έργο γιατί μπορεί να στερηθεί η ανθρωπότητα από ένα ακόμη τεχνούργημα, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί έστω από έναν άνθρωπο ως αριστούργημα. Το να μη βγει λοιπόν “κάτι”, αγγίζει για τους εραστές της τέχνης τα όρια του εγκλήματος. Αυτοί οι άνθρωποι, για μένα, είναι σπουδαίοι γιατί προτιμούν να μη φάνε παρά να στερήσουν μια ακόμη νέα πνευματική τροφή από εμάς, και γι αυτό τον λόγο θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να έχουν απεριόριστο σεβασμό. Το ίδιο ισχύει και για τα μικρά βιβλιοπωλεία, όπως φυσικά και για τα ελάχιστα δυστυχώς πια δισκοπωλεία.

Φωτ. αρχείου: Eurokinissi

Το αναγνωστικό ταξίδι της ζωής

Θεώρησα τον εκτενή πρόλογο που διαβάσατε στην αρχή του άρθρου απαραίτητα για τον μοναδικό λόγο ότι τα βιβλία μας ταξιδεύουν εκεί που κανένα αμάξι, πλοίο, αεροπλάνο και… διαστημόπλοιο δεν μπορεί να μας πάει. Η ανάγνωση μας ταξιδεύει πέρα από κάθε όριο γιατί η φαντασία μας είναι τεράστια και αχαρτογράφητη, όπως το σύμπαν. Τα βιβλία μπορούν να μας πάνε όπου δεν μπορεί να μας πάει κανένα γνωστό μεταφορικό μέσο και σε μέρη που είναι άγνωστα. Τόσο άγνωστα, που μπορεί να είναι μόνο δικά μας. Κάθε άνθρωπος μέσα από τα βιβλία, εκτός της γνώσης που αποκομίζει από αυτά, μπορεί να δημιουργήσει αποκλειστικά δικούς του κόσμους. Τα βιβλία μας κάνουν να αποκτούμε κριτική σκέψη, κι ένας άνθρωπος που έχει κριτική σκέψη είναι δύσκολα χειραγωγήσιμος από κάθε μορφής εξουσία, γιατί έχει την ικανότητα να κρίνει, να ταξινομεί και να μη καταπίνει «αμάσητο» οτιδήποτε του σερβίρουν.

Για αυτούς και μόνο τους λόγους, τα βιβλία είναι εξίσου απαραίτητα στο ανθρώπινο είδος, όσο και η τροφή. Τροφή πνευματική προσφέρουν. Οπότε να διαβάζετε όσο περισσότερο μπορείτε, να ανοίγει το μυαλό και όχι να φυλακίζεται στα στενά όρια μιας οθόνης κινητού, υπολογιστή και τηλεόρασης. Όπως διάβασα κάποτε: «Να είμαστε στην αλλοτριωμένη εργασία τεμπέληδες και στον έρωτα και το διάβασμα εργάτες». Αν σου αρέσει να διαβάζεις, τότε ξέρεις και τον τρόπο να κάνεις τη ζωή σου καλύτερη.