Εύα Αναστασιάδου: Brave New World (Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος) του Aldous Huxley, 1932
Το βιβλίο αυτό παρουσιάζει ένα δυστοπικό μέλλον, που η τεχνολογία έχει κυριαρχήσει κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής. Το αριστουργηματικό κοινωνικό αυτό έργο παρουσιάζει τους πολίτες να είναι αποτέλεσμα της βιομηχανικής παραγωγής και ο χαρακτήρας, ο ψυχικός τους κόσμος και οτιδήποτε συνθέτει την ανθρώπινη προσωπικότητα είναι όλα προκαθορισμένα.
Ο κόσμος που έχει δημιουργήσει ο Aldous Huxley είναι ένας κόσμος όπου οι άνθρωποι αναμένεται να είναι ευτυχισμένοι, έχουν υποστεί πλύση εγκεφάλου για να το νιώσουν αυτό. Δεν υπάρχει μητέρα, πατέρας ή στην πραγματικότητα κάποιου είδους οικογενειακή σύνδεση. Κάθε άτομο έχει παραχθεί σε έναν δοκιμαστικό σωλήνα, κάθε άτομο έχει αλλοιωθεί σε γενετικό επίπεδο για να γίνει αυτό που απαιτείται για να λειτουργήσει ο κόσμος του Huxley. Υπάρχει ένα πολυεπίπεδο κοινωνικό σύστημα όπου οι άνθρωποι γεννιούνται για να είναι αυτό που έχουν σχεδιαστεί, έτσι κάποιος με μια ταπεινή δουλειά θα είναι ικανοποιημένος με αυτή τη δουλειά. Δεν φιλοδοξούν να είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που υποτίθεται ότι είναι.
Είναι εκπληκτικό ότι ο Huxley έγραψε αυτή την ιστορία της τεχνολογικής δυστοπίας το 1932. Τα κοινωνικά στοιχεία της ιστορίας είναι παρόμοια με εκείνα του Orwell και του Kafka, δηλαδή μια κοινωνία υπάκουων προβάτων που διευθύνεται από το κράτος και καλοπροαίρετους δικτάτορες μέσω πλύσης εγκεφάλου και ομαδικής σκέψης. Αλλά αυτό που είναι εντυπωσιακό με το μυθιστόρημα είναι πώς αναμένει με τόση οξυδέρκεια μια κοινωνία που καταλαμβάνεται από καλοπροαίρετους τεχνοκράτες και όχι από πολιτικούς, ένα σενάριο που φαίνεται όλο και πιο πιθανό στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και της πολιτικής ανηθικότητας.
«Πόσο πανέμορφη είναι η ανθρωπότητα!» λέει, όπως η Μιράντα στην «Τρικυμία» του Σαίξπηρ. «Ω, θαυμαστέ, καινούργιε κόσμε», αναφωνεί. Το μυθιστόρημα οφείλει τον τίτλο του ακριβώς σε αυτήν τη φράση από την τραγωδία του Σαίξπηρ, ο οποίος είναι απαγορευμένος στο Παγκόσμιο Κράτος επειδή η ανάγνωση των έργων του διεγείρει τα πάθη και αναστατώνει την ψυχή.
Όπως η Τρικυμία του Σάιξπηρ απαγορεύτηκε μέσα στον δυστοπικό κόσμο που με μαστρία ύφανε ο Huxley, έτσι και το ίδιο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του δημιούργησε εντάσεις και ξεσήκωσε μεγάλο αριθμό αναγνωστών. Συγκεκριμένα, η Ιρλανδία το απέσυρε από την κυκλοφορία εξαιτίας του αμφιλεγόμενου περιεχομένου του, που αμφισβητούσε τις αξίες της θρησκείας και την παραδοσιακή οικογένεια. Στις Η.Π.Α. κάποιοι κριτικοί το θεώρησαν ανάρμοστο να βρίσκεται στις βιβλιοθήκες και τα σχολεία. Στην Ινδία έφτασαν στο σημείο να αποκαλούν τον συγγραφέα «πορνογράφο» καθώς απεικόνιζε έναν κόσμο που ενθάρρυνε το ψυχαγωγικό σεξ από νεαρή ηλικία.
Δήμητρα Βασιλειάδη: Τρυποκάρυδος του Tom Robbins, 1980
Ναι, ο “Τρυποκάρυδος” είναι ένα είδος ερωτικής ιστορίας που εκτυλίσσεται μέσα σ’ ένα πακέτο τσιγάρα Κάμελ, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι η ιστορία αγάπης που χρειαζόμαστε και έχουμε ανάγκη το καλοκαίρι.
Ο Tom Robbins ανοίγει την πόρτα στον παράνομο έρωτα, που έχει εμπόδια, είναι απόμακρος και κάνει τις καρδιές να ματώνουν από το πάθος. Δεν γίνεται να μην τον δοκιμάσεις. Όλες οι αισθήσεις σου σε οδηγούν εκεί και η ονείρωξη πρέπει να γίνει πράξη. Το φιλί προκαλεί μεγαλύτερη δίψα την οποία δημιουργεί αυτή η συγκλονιστική ιστορία αγάπης.
Δημιουργείται μία ελευθερία που μπορεί να οδηγήσει κάποιον να κάνει απίθανα πράγματα από έρωτα που δεν είχε σκεφτεί ποτέ. Το φιλί, το κάπνισμα και η μουσική δημιουργεί την ιδανική ατμόσφαιρα ώστε να δημιουργηθεί ο πολυπόθητος έρωτας. Η σκιαγράφηση των ηρώων γίνεται με μοναδικό τρόπο, ενώ διάφορα ερωτήματα γεννιούνται και θα στροβιλίσουν για κάμποσο στον εγκέφαλο.
Ο αληθινός, γεμάτος έρωτας στον “Τρυποκάρυδο”, δημιουργεί ταχυπαλμία και συναισθηματική έξαρση, ενώ ξεπερνάει τα όρια της έννοιας του έρωτα, όπως υπάρχει στη σύγχρονη εποχή.
«Ο Άλμπερ Καμυ έγραψε πως το μόνο σοβαρό ερώτημα είναι αν πρέπει ν’ αυτοκτονήσεις ή όχι.
Ο Τομ Ρόμπινς έγραψε πως το μόνο σοβαρό ερώτημα είναι αν ο χρόνος έχει αρχή και τέλος.
Σίγουρα όταν το έγραψε ο Καμύ θα’ χε στραβοκοιμηθεί κι ο Ρόμπινς θα ξεχάσει να βάλει ξυπνητήρι.
Ένα είναι το σοβαρό ερώτημα. Κι αυτό είναι:
Ποιος ξέρει να κάνει την αγάπη παντοτινή; Απάντησε μου σ’ αυτό και θα σου πω αν πρέπει ν’ αυτοκτονήσεις ή όχι.
Απάντησε μου σ’ αυτό και θα σε καθησυχάσω για την αρχή και το τέλος του χρόνου.
Απάντησε μου σ’ αυτό και θα σου αποκαλύψω αν έχει λόγο να υπάρχει το φεγγάρι».
Γεωργία Δρακάκη: Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου, 1935
Φέτος το καλοκαίρι θα ήθελα να ξαναδιαβάσω την Υψικάμινο του Ανδρέα Εμπειρίκου, ένα sui generis βιβλίο της νεοελληνικής ποιητικής παραγωγής. Κανένας ποιητής πριν, αλλά και κανένας μετά, δεν συγκρότησε ένα βιβλίο τόσο αιρετικό, τόσο κρυπτικό και “ακατανόητο”, που ωστόσο εξαντλήθηκε γρήγορα, “όχι από ενδιαφέρον αλλά επειδή εθεωρήθη βιβλίο σκανδαλώδες, γραμμένο από ένα παράφρονα”, όπως θυμάται ο ίδιος ο ποιητής.
«Ήθελα δηλαδή να συμπεριλάβω στα ποιήματά μου, όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση, θεληματικά ή άθελά μας, αποκλείονται, ή μας ξεφεύγουν», έγραψε ο ίδιος ο Εμπειρίκος για το έργο του.
Πρόκειται για το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο που εκδόθηκε στην Ελλάδα και έχει μέσα συγκλονιστικές ποιητικές στιγμές, όπως αυτή εδώ, υπό τον τίτλο «Τριαντάφυλλα στο παράθυρο»:
Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ’ αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.
(Πώς να μην τον ερωτευτεί τον Ανδρέα, δηλαδή, η Μάτση Χατζηλαζάρου, μόνο και μόνο από την ποίησή του;)
Νίκος Παγουλάτος: Pulp του Τσαρλς Μπουκόφσκι, 1994
«Όμως ο πόνος και τα προβλήματα κρατάνε τον άνθρωπο ζωντανό. Ή οι προσπάθειες του να τα αποφύγει. Είναι ζόρικη δουλειά. Καμία φορά ούτε στον ύπνο σου δεν μπορείς να ησυχάσεις. Στο τελευταίο όνειρο που είδα, βρισκόμουν κάτω από έναν ελέφαντα και εκείνος έκανε μια από τις μεγαλύτερες κουράδες που έχει δει ανθρώπου μάτι. Ήταν έτοιμη να πέσει, όταν η γάτα μου, η Χάμπουργκερ, πέρασε πάνω από το κεφάλι μου και ξύπνησα. Πήγαινε πες το σε τρελογιατρό και δες τι φοβερά πράγματα θα βγάλει. Επειδή τον πληρώνεις ακριβά, πρέπει να είναι σίγουρος ότι σε έκανε χάλια. Θα σου πει ότι η κουράδα είναι ψωλή και ή την φοβάσαι ή την θέλεις, τέτοιες παπαριές. Αυτό που εννοεί είναι πως εκείνος φοβάται ή θέλει την ψωλή. Όσο για το όνειρο, μιλάει για μια κουράδα ελέφαντα. Αυτό είναι όλο. Μερικές φορές τα πράγματα είναι μόνο αυτό που δείχνουν και τίποτε άλλο. Ο καλύτερος ερμηνευτής των ονείρων είναι αυτός που τα βλέπει. Κρατήστε τα λεφτά σας στις τσέπες σας. Ή παίξτε τα σε κανένα αλογάκι»
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, γνωστός για το ωμό και απελευθερωτικό στυλ γραφής του, παραδίδει ένα ακόμη συναρπαστικό λογοτεχνικό έργο με το «Pulp» -απόδειξη της ικανότητάς του να δημιουργεί μια ιστορία που βυθίζει τους αναγνώστες σε έναν κόσμο σκληρού ρεαλισμού.
Το «Pulp» παρακολουθεί τη ζωή του Νίκι Μπελέιν, ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ που πέφτει πάνω σε μια παράξενη υπόθεση που περιλαμβάνει ένα χαμένο χειρόγραφο, μια σειρά από εκκεντρικούς χαρακτήρες στο Λος Άντζελες. Από την πρώτη κιόλας σελίδα, η γραφή του Μπουκόφσκι καθηλώνει με την δυναμική του αφήγηση και τις αδυσώπητες παρατηρήσεις της ανθρώπινης φύσης.
Το μυθιστόρημα ξεφεύγει από τα παραδοσιακά όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας, εισχωρώντας στη σφαίρα του σουρεαλισμού, της μαύρης κωμωδίας και του κοινωνικού σχολιασμού. Ο συγγραφέας πλέκει αριστοτεχνικά αυτά τα στοιχεία μεταξύ τους, δημιουργώντας ένα μοναδικό μωσαϊκό που μας κρατά σε αγωνία, ενώ ταυτόχρονα αμφισβητεί οτιδήποτε έχουμε εκθειάσει ή είμαστε προκατειλημμένοι απέναντί του.
Επιπλέον, το «Pulp» προσφέρει μια κριτική στην εμμονή της κοινωνίας με τη φήμη, την επιτυχία και τη γοητεία της δημιουργικής διαδικασίας. Η πεζογραφία του είναι αιχμηρή, σκληρή και ανεπιτήδευτη, αντικατοπτρίζοντας την τραχύτητα των χαρακτήρων και τη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν. Μέσα από γλαφυρές περιγραφές και εύστοχους διαλόγους, ζωγραφίζει αβίαστα μια ζωντανή εικόνα ενός κόσμου όπου συνυπάρχουν η απελπισία, η απογοήτευση και η λαχτάρα.
Το «Pulp» είναι ένα «σκληρό» αριστούργημα, ιδανικό ανάγνωσμα για όσους εκτιμούν την αφιλτράριστη αφήγηση και για εκείνους που δεν τόλμησαν ποτέ να εισχωρήσουν, μέσω της τέχνης, στα βρόμικα σοκάκια του L.A. που ζέχνουν από ανθρώπους που νωρίτερα παράτησαν τις ψυχές τους στις μπάρες μεθώντας με τζιν, μπλέκοντας με ξανθές τύπισσες αφημένες στη μοίρα τους και αρπάζοντας μερικές «ψηλές» από νταήδες ξενύχτηδες.
Σίντυ Χατζή: Ο Ξένος του Αλμπέρ Καμί, 1942
Θα πλήρωνα λεφτά μόνο και μόνο για να πάθω μια ελαφριά αμνησία και να μπορέσω να ξαναδιαβάσω και να σοκαριστώ σαν την πρώτη φορά με την πρώτη πρόταση του «Ξένου» του Αλμπέρ Καμί: «Σήμερα ο μητέρα μου πέθανε. Ή ίσως χθες, δεν ξέρω». («Aujourd’hui, maman est morte. Ou peut-être hier, je ne sais pas»). Μπουμ! Χωρίς καμία υπερβολή, νιώθω ότι η εξομολόγηση αυτή σε αλλάζει και σε στιγματίζει την πρώτη φορά που τη διαβάζεις. Αυτή η πρώτη πρόταση του βιβλίου αποτυπώνει αριστοτεχνικά τη δομική ανομία του Μερσώ. Ο ήρωας είναι αποκομμένος από τις ηθικές και κοινωνικές νόρμες. Αδιαφορεί για τα πάντα γύρω του και τα πάντα γύρω του αδιαφορούν για αυτόν.
Μετά από αυτήν την εισαγωγή, ο αναγνώστης ακολουθεί τον Μερσώ μέχρι το Μαρένγκο, όπου κάθεται αγρυπνώντας στον τόπο θανάτου της μητέρας του. Παρά την άπλετη θλίψη που κυριαρχεί γύρω του κατά τη διάρκεια της κηδείας της μητέρας του, ο Μερσώ δεν δείχνει να επηρεάζεται. Αυτή η ψυχική νέκρωση συνεχίζεται σε όλες τις σχέσεις του, τόσο τις πλατωνικές όσο και τις ρομαντικές.
Μετά την κηδεία, σκοτώνει με την ίδια χαρακτηριστική απάθεια έναν Άραβα τον οποίο αναγνωρίζει στο Γαλλικό Αλγέρι. Η ιστορία είναι χωρισμένη σε δύο μέρη: η αφήγηση του Μερσώ σε πρώτο πρόσωπο πριν και μετά τον φόνο.
Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τους οποίους κάποιος θα μπορούσε να επιλέξει να ξαναδιαβάσει τον «Ξένο». Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται από πλούσιο συμβολισμό και αλληγορίες, που ανοίγουν τον δρόμο για πολλαπλές ερμηνείες. Μια δεύτερη ανάγνωση μπορεί να αποκαλύψει νέες ερμηνείες και να ανακαλύψεις βαθύτερες συνδέσεις που μπορεί να μην είχες προσέξει κατά την πρώτη ανάγνωση.
Στο βιβλίο ο Καμύ διερευνά πολλά θέματα κοινωνικής αλληλεπίδρασης και απομόνωσης. Αξίζει να το διαβάσεις σε διαφορετικές φάσεις της ζωής σου, για να αποκτήσεις μια πιο καθαρή κατανόηση των μηνυμάτων του συγγραφέα σχετικά με την αλληλεπίδραση του ατόμου με την κοινωνία.
Ο «Ξένος» εξετάζει τις επιπτώσεις της έλλειψης ενσυναίσθησης και ευαισθησίας στη συγκρότηση του ατόμου, ένα θέμα πάντα επίκαιρο και διαχρονικό. Ο κεντρικός ήρωας δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις συναισθηματικές και κοινωνικές υφές της ζωής. Έτσι, τα πάντα στη ζωή του περνούν μπροστά από τα μάτια του εντελώς παθητικά: ο θάνατος της μητέρας του, ο φόνος, ο έρωτας, η δίκη. Οι πράξεις του δεν στηρίζονται σε λόγους ή αισθήματα – απλώς πράττει. Ούτε ψάχνει τρόπο να τις δικαιολογήσει. Είναι η κοινωνία, όμως, που ως θεσμός προσπαθεί να πλαισιώσει και να εξηγήσει κάπως τα κίνητρά του, σε μια προσπάθεια να νομιμοποιήσει και να διαιωνίσει την τάξη.
«Συνόψισα τον Ξένο πολύ καιρό πριν, με μία παρατήρηση που παραδέχομαι πως ήταν εξαιρετικά παράδοξη: Στην κοινωνία μας κάθε άνθρωπος που δεν κλαίει στην κηδεία της μητέρας του διατρέχει το ρίσκο να καταδικαστεί σε θάνατο. Ήθελα απλώς να πω ότι ο ήρωας του βιβλίου είναι καταδικασμένος επειδή δεν παίζει το παιχνίδι.» Αλμπέρ Καμί
Χριστιάνα Στυλιανού: Κουτσό του Χούλιο Κορτάσαρ, 2018
Ένα βιβλίο που το διάβασα και με τους δύο τρόπους που προτείνει ο συγγραφέας, έτσι ακριβώς πορευόμαστε και στη ζωή μας σε ένα σλάλομ ανάμεσα στο χάος και τη συμβατικότητα. Την περίοδο που το διάβαζα σχεδόν κάθε του σελίδα αποτυπωνόταν βιωματικά και βαθιά μέσα μου, με αποτέλεσμα, 5 χρόνια μετά τις πρώιμές του αναγνώσεις, να έχει τοποθετηθεί με δέος δίπλα στο κρεβάτι μου και να επανέρχομαι ξανά και ξανά στο περιεχόμενό του.
Το Κουτσό αποτελείται από τρία μέρη και κύριος πρωταγωνιστής του είναι ο Οράσιο Ολιβέιρα. Ένας Αργεντινός, μποέμ, διανοούμενος, ένας απίστευτα καλλιεργημένος άνθρωπος, ο οποίος διαρκώς αναζητάει κάτι που ποτέ δε βρίσκει. «Τον πονάει η χαώδης αταξία του κόσμου», αλλά και το χάος του μυαλού του. Θεωρεί τον εαυτό του αποτυχημένο και βρίσκεται σε μία αδιάλειπτη πάλη με τον ίδιο του και τους γύρω του. Στο Κουτσό τον παρακολουθούμε να ανάβει το φιτίλι και να χαζεύει τη φωτιά «από όλες τις μεριές».
Ο Ολιβέιρα και οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι παγιδευμένοι σε ένα διανοητικό παιχνίδι, εξαιτίας της δικής τους τελετουργικής κτηνωδίας, καθώς εμείς παίζουμε το παιχνίδι της θέασης και της προσπάθειας να βγάλουμε νόημα από αυτό που διαβάζουμε. Με αποτέλεσμα το παιχνίδι αυτό, το οποίο, έχει παγιδεύσει τον Ολιβέιρα, να έχει παγιδεύσει και τους αναγνώστες μαζί. Το μυθιστόρημα είναι παγίδα, μια παγίδα θανάτου, μια φυλακή και ένας τάφος. Επομένως, ο Ολιβέιρα γίνεται ένας μαζοχιστικός οδηγός, ένας οδηγός που μας τιμωρεί με τον ίδιο τρόπο που τον τιμωρεί το κείμενο. Το να τον ακολουθήσουμε δεν μας οδηγεί έξω από τον λαβύρινθο- μας παγιδεύει ακόμη περισσότερο, εισάγοντας ένα νέο κατεδαφιστικό παιχνίδι χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς νίκη.
Μέσα από τον αριστουργηματικό μαγικό ρεαλισμό του, ο Κορτάσαρ μας χάρισε τα κατεδαφιστικά του δώρα που μας έκαναν χίλια κομμάτια, τον ρυθμό και όχι την πρόζα, λογοτεχνική ή άλλη, που μας δίδαξε πως τα θαύματα είναι επίπονα και τα θραύσματα μαγικά, και μας μοίρασε τα νοητικά εργαλεία για να φονεύουμε πυξίδες, που μας φανέρωσε τον τρόπο που η θάλασσα επιστρέφει στον ουρανό και πώς να κλαίμε από ευτυχία. Να ανασκαλεύουμε τα υποσάρκιά μας σε ψυχογεωγραφικές διαδρομές και να προκαλούμε εκρήξεις στο κρύο κρέας του κρανίου μας.
Κωνσταντίνος Τσάβαλος: Kill your friends του Τζον Νίβεν, 2008
Πως θα ήταν ένα σκοτεινό και άκρως κυνικό μυθιστόρημα για την μουσική βιομηχανία και τις δισκογραφικές εταιρείες αν το έγραφε ο Μπρετ Ιστον Ελις;
Η απάντηση είναι «το εμβληματικά αστείο και αρχετυπικά σαρκαστικό “Kill Your Friends” του Βρετανού Τζον Νίβεν», επί χρόνια εργαζόμενου στην ίδια αυτή βιομηχανία, την οποία περιγράφει με τα μελανότερα των χρωμάτων και στη συνέχεια την αποδομεί μέχρι τέλους.
Ο Νίβεν χρησιμοποιεί ως «όχημα» της πολυεπίπεδης αφήγησής του ένα 27χρονο στέλεχος μιας (μη πραγματικής) δισκογραφικής εταιρείας, τον Steven Stelfox, ο οποίος προσπαθεί πάση θυσία (και το «θυσία» είναι κυριολεκτικό, καθώς στο δρόμο του προς την κορυφή, συναντάει ουκ ολίγες πρόθυμες «Ιφιγένειες») να ανέλθει σε έναν χώρο που είναι πνιγμένος στους «μεγαλοκαρχαρίες», την απατεωνιά και την μουσική ασχετοσύνη, που έρχεται είτε ως εργασιακό προαπαιτούμενο, είτε ως άμεσο αποτέλεσμα των υπερβολικών ποσοτήτων κοκαΐνης και ναρκωτικών χαπιών που βάζουν καθημερινά μέσα στα ρουθούνια και τον οισοφάγο τους όλοι οι εργαζόμενοι του χώρου.
Ενός χώρου που δεν διαθέτει ήρωες, αλλά αποκλειστικά αντι-ήρωες και που εκτιμά (και επιβραβεύει) την αδίστακτη ανθρώπινη συμπεριφορά ως επαγγελματικό υποκατάστατο του όποιου ταλέντου και της σκληρής δουλειάς που πρέπει να καταβάλει ο κάθε Steven Stelfox, ο οποίος επαγγέλλεται «A&R Man», δηλαδή ανιχνευτής ταλέντων-υπεύθυνος για την εύρεση του επόμενου μεγάλου και εμπορικού τραγουδιστή ή συγκροτήματος.
«Θεέ μου, μισώ τις μπάντες», επαναλαμβάνει σχεδόν παυλοφικά ο Stelfox κάθε μέρα που πηγαίνει στο γραφείο του και σνιφάρει ευάριθμες γραμμές κόκας από τις 11 το πρωί, ενώ προσπαθεί να οργανώσει, την ίδια στιγμή, τους καλλιτέχνες του («καμένους» ράπερ ή χαζοχαρούμενα και ατάλαντα κοριτσίστικα γκρουπ) αλλά και την εκδίκησή του απέναντι σε όσους και όσα στέκονται εμπόδια στο πολύ ανηφορικό δρόμο του.
Πολύ αίμα, πολύ σεξ, πολλά ναρκωτικά, πολλή βία και πολλή μουσικά σε ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 21ου αιώνα.
Γιάννης Παπαϊωάννου: Pinball του Γιέρζι Κοζίνσκι, 1982
Το Pinball του Γιέρζι Κοζίνσκι έπεσε στα χέρια μου μαζί με πολλούς νέους δίσκους σε μια εποχή που όλα ήταν τόσο καινούργια και τόσο φρέσκα και όσο μπορώ να θυμηθώ, πρέπει να ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα ποτέ γύρω από την μουσική. Ο Πολωνός συγγραφέας, διάσημος για “Το Βαμμένο Πουλί” υποτίθεται το έγραψε για τον George Harrison, και είναι μια rock ‘n’ roll μυστηριώδης ιστορία με επίκεντρο έναν σούπερ σταρ ονόματι Γκόνταρντ, ο οποίος, παρά την παγκόσμια επιτυχία του, έχει καταφέρει να κρατήσει την ταυτότητά του μυστική, ακόμη και από τους στενότερους φίλους του. Όμως μια όμορφη νεαρή γυναίκα, που έχει εμμονή να βρει τον Γκόνταρντ, τον καταδιώκει αμείλικτα, οδηγούμενη από έναν μυστικό στόχο που αγιάζει όλα τα μέσα.
Το βιβλίο μου το χάρισε η Annette, η δασκάλα των αγγλικών μου, μερικούς μήνες πριν δώσω εξετάσεις για το Proficiency. Γνωρίζοντας την μεγάλη αγάπη μου για την μουσική, θυμάμαι να μου λέει ότι «αν τα καταφέρεις με αυτό το βιβλίο τότε δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς στις εξετάσεις». Για εμένα ήταν ένα βιβλίο γεμάτο εκατοντάδες άγνωστες λέξεις, όρους ηχοληψίας, ηχογραφήσεων και παραγωγής, αλλά και με μια ιστορία η οποία με “παγίδεψε” για πάντα.
Πριν ακόμη βγουν στην αγορά, στις σελίδες αυτού του βιβλίου διάβασα για τα πρώτα “samplers” και για τεράστια modular συνθεσάιζερ που μπορούσαν να αναπαράγουν ήχους που δεν τους είχε ακούσει ξανά το ανθρώπινο αυτί. Όμως το βιβλίο δεν είναι μια rock ‘n’ roll ιστορία. Στην πραγματικότητα δεν έχει να κάνει με το rock ‘n’ roll. Ναι, μιλάει για τη ζωή ενός ροκ σταρ, αλλά ουσιαστικά μιλάει για τη σύγκρουση μεταξύ της αναλώσιμης ποπ κουλτούρας (ως κύριο εξαγώγιμο προϊόν της Αμερικής στον υπόλοιπο κόσμο) και την “υψηλή” κουλτούρα του παλιού κόσμου, αυτήν που απευθύνεται κυρίως στην πνευματική ελίτ. Και όλο το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στο λαϊκό (pop) και το κλασικό, τους τομείς στους οποίους οι δύο παραπάνω κουλτούρες διασταυρώνονται, αλλά και συγκρούονται.
Μέχρι σήμερα, απ’ όσο γνωρίζω, δεν το έχει μεταφράσει κανένας στα Ελληνικά.