Κι αν η θάλασσα είναι ταυτισμένη με τις καλοκαιρινές διακοπές μας η έννοια της φέρει και άλλες σηματοδοτήσεις, κάτι που τους ποιητές απασχολεί περισσότερο.
Κι αφού θα βουτήξουμε στα νερά της ξανά και ξανά αυτό τον Αύγουστο ας διαβάσουμε τις λέξεις των ποιητών που την υμνούν, ο καθένας με τον τρόπο του.
Πέντε ποιήματα σπουδαίων ελλήνων ποιητών:
Η θάλασσα δεν έχει αίμα, του Γιώργου Σαραντάρη
Η θάλασσα δεν έχει αίμα
Κι όμως μας τραβά
Μαζεύτηκαν κορίτσια στη γειτονιά
Παρεκτός της καρδιάς μας ομορφαίνουν
Το φάρδος της ημέρας
Όμως η θάλασσα δεν έχει αίμα
Δεν είν’ γυναίκα η θάλασσα
Και μας τραβά
Γλυκειά η σιωπή της θάλασσας
Όταν τους κάμπους αγκαλιάζει
Και κατεβάζει τον ουρανό στα πόδια μας
Για να περπατήσουμε πάνω του
Γλυκειά η σιωπή της θάλασσας
Όταν στον έρωτα ανοίγουμε τα μάτια
Ο ουρανός μας περιμένει σαν να είταν ο τόπος ο σωστός
Για να φιλήσουμε και να αγαπήσουμε ειλικρινά τις δικές μας γυναίκες.
Σε μια παραλία το 1960, του Γιώργου Μαρκόπουλου
Σε μια παραλία το 1960 καθόταν μια οικογένεια.
Η μητέρα, ο πατέρας και το παιδί.
Ήταν Ιούλιος, Κυριακή, πρωί,
και έτσι που το φως του ήλιου ήταν τόσο διάφανο,
το παιδάκι σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θάλασσα
ώσπου χάθηκε.
Γι’ αυτό είναι που από τότε στο βάθος του ορίζοντα
επιπλέει ένα άσπρο καπελάκι με μαύρη κορδέλα
και ταξιδεύει, ταξιδεύει σαν βαρκούλα.
Τα υπο-κινούμενα, της Κικής Δημουλά
Κάποιος θα είπε στη θάλασσα, με κούρασες
κι είναι ως πνιγμένη,
γιατί αυτή η στεγνή αλήθεια
είναι πιο θάλασσα απ’ όλες
και είναι πιο βυθός απ’ όλους τους βυθούς.
Των γλάρων τα πετάγματα
σκίτσα μοιρολατρίας και αστάθμητων.
Μια κίτρινη ψαρόβαρκα στάζεται
στο πρόθυρο χρώμα του μπλε: υπογαλάζιο.
Ακολουθεί το σκούρο μπλε
̶ σκούρος βαθύς έρωτας ̶
σε μια στιλπνή οριστικότητα
κι ύστερα θάμπωμα και ξέφτισμα
σε τανυσμένο άχρωμο με κούρασες.
Τυχωδιωκτισμοί αποχρώσεων,
υγρές προσβάσεις αστάθειας.
Τσαλαβουτάνε αντίκρυ τα βουνά
στ’ απόνερα του μάκρους.
Το Πέρα
δαγκώνει άγρια τις ταχύτητες
τρεχαντηριών και πετρελαιοφόρων.
Κάτι βραδύπνοα διχαλωτά κατάρτια
ρίχνουν ελεημοσύνη
στο απένταρο απέραντο.
Πολυτάξιδο είναι το βάσανο
σε μικρές και μεγάλες αντοχές.
Πολύ κοντά στη θάλασσα τα πεύκα.
Πολλά τζιτζίκια κάθονται πάνω στα δέντρα,
όσα τ’ ασβάσταχτα που κάθονται πάνω στις μέρες.
Οι φωνές τους, ριγμένες
στα κάτεργα της ζέστας,
όγκους καλοκαιριού φορτώνουν
στων μερμυγκιών το σβέλτο σκόνταμα,
στις φαρδιές πλάτες των ζουζουνισμών.
Προχωρώ.
Προηγείται το προηγούμενο.
Η θάλασσα ως πνιγμένη.
Ευθανασία του αφρού
στην αγκαλιά της άκρης.
Θα ξανάρθω λέει ο αφρός στα χαλίκια
Να ξανάρθεις.
Ένα όστρακο άδειο κατάφερε
τη μεγάλη περίληψη.
Φεύγει η μέρα. Το μικρό όνομά της
το αδειάζει βαφή στα μαλλιά της η δύση.
Στης ακοής το στερέωμα
ανατέλλουν χιλιάδες τριζόνια,
ηχεία των αστάθμητων.
Ανοίγουν το μακρύ κατάλογο
των παρηγοριών
ποια να πρωτοφωνάξουν.
Τουλάχιστον
ν’ αλλάζεις πότε πότε το νερό στις φωτογραφίες μου.
Το κοχύλι, του Οδυσσέα Ελύτη
Έπεσα για να κολυμπήσω
κι άφησα την καρδιά μου πίσω
Άφησα την καρδιά μου χάμω
σαν το κοχύλι μας στην άμμο
Πέρασαν όλες οι κοπέλες
με τα μαγιό και τις ομπρέλες
Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
κανείς δε βρήκε το κοχύλι
Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
πού να ‘ν’ η αγάπη για να πάω
Έφαγε η θάλασσα το βράχο
κι έμεινε το νησί μονάχο
Η θάλασσα, του Ντίνου Χριστιανόπουλου
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.