Όταν στις 5 Οκτωβρίου του 2011, ο Στιβ Τζομπς έφευγε από τη ζωή έπειτα από πολυετή μάχη με τον καρκίνο, οι περισσότεροι, αφού πρώτα πένθησαν, κατόπιν σχεδόν αυτόματα, σκέφτηκαν: έχει μέλλον η Apple δίχως τον οραματιστή ιδρυτή της; Η απάντηση δεν μπορούσε να δοθεί αμέσως, αλλά πλέον, ακριβώς μια δεκαετία (και κάτι) μετά, μπορεί κάλλιστα να γίνει ένας σχετικός απολογισμός της μ.Τ. (μετά Τζομπς) εποχή για τον τεχνολογικό κολοσσό.
Προς αυτήν την κατεύθυνση στοχεύει και ένα νέο βιβλίο τιτλοφορημένο «Μετά τον Στηβ: Πώς η Apple έγινε μία εταιρεία τρισεκατομμυρίων και έχασε την ψυχή της» [«After Steve: How Apple Became a Trillion-Dollar Company and Lost Its Soul»].
Γραμμένο από έναν παλιό δημοσιογράφο της Wall Street Journal, τον Tripp Mickle, το ανάγνωσμα, όπως αναφέρουν οι New York Times, περιγράφει σε εκτενή βαθμό την εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στον Tim Cook και τον Jony Ive, τον σχεδιαστή πίσω από τα πιο χαρακτηριστικά gadget της Apple.
Όπως αναφέρει το βιβλίο, ο Ive – ο εμπνευστής πίσω από το iMac, το iPod, το iPhone και το Apple Watch – απογοητεύτηκε με την νέα κατεύθυνση που προσέδωσε ο νέος CEO, Tim Cook, δηλαδή μια εταιρεία λιγότερο «καλλιτεχνική» και πιο… λογιστικά βιώσιμη, με επίκεντρο το οικονομικό και όχι τόσο το χρηστικό και προορισμένο στους αγοραστές, κομμάτι. Γι’ αυτό, άλλωστε, και ο Ive αποχώρησε το 2019, ύστερα από σχεδόν 30 χρόνια για να ανοίξει το δικό του στούντιο το LoveFrom.
Προς τη νέα εποχή
Τα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατό του, η εταιρεία πορεύτηκε σε ασφαλή νερά: ο Κουκ και οι συν αυτώ είχαν πάρει από τον Τζομπς… οδηγίες προς ναυτιλομένους για τους πρώτους μήνες και εφάρμοσαν προσεκτικά όλες του τις οδηγίες. Ωστόσο, μετά από λίγο καιρό ήταν σαφές ότι κάποια στιγμή η εταιρεία θα έπρεπε να απογαλακτιστεί από την εποχή Τζομπς και να ακολουθήσει πλέον το όραμα του συνιδρυτή της. Όταν ο Κουκ ανέλαβε επισήμως πια τα ηνία της Apple, ήταν σχεδόν βέβαιο πως η εταιρεία θα έκανε ολικό λίφτινγκ και θα άλλαζε κατεύθυνση.
Το βιβλίο αναφέρει ότι ο Ive κουράστηκε από αυτή την αλλαγή κουλτούρας στην Apple, μια αλλαγή εμφανής στο ότι η εταιρεία πέρασε εν μια νυκτί από την έμφαση στον σχεδιασμό σε μια νέα επιθυμία και πρόθεση «απόλυτης χρηστικότητας» των συσκευών που κατά καιρούς λάνσαρε. Ως αποτέλεσμα, ο Ive συμμετείχε ολοένα και λιγότερο στη διαδικασία ανάπτυξης των προϊόντων.
Ξεκαθαρίζεται, έτσι, ότι δεν ήταν ιδέα του Ive να προωθηθεί το fitness στον πυρήνα της νέας εποχής της Apple, όπως φάνηκε με την κυκλοφορία του Apple Watch.
«Το βιβλίο παρακολουθεί την εξέλιξη και το τέλος της συνεργασίας του Ive και του Cook, μέσα από περισσότερες από 200 συνεντεύξεις με νυν και πρώην υπαλλήλους και συμβούλους της Apple –και όλα αυτά παρά την “κουλτούρα της ομερτά” που επικρατεί εδώ και χρόνια εντός της Apple γιατί προφανώς ούτε ο Ive, αλλά ούτε και ο Cook συμφώνησαν να μιλήσουν με τον συγγραφέα του βιβλίου», τονίζεται.
Η παρακαταθήκη του Cook
Από τη στιγμή πάντως που ο Cook ανέλαβε τα ηνία της εταιρείας, δεν υπάρχει καν ερώτημα για το αν έχει καταγράψει μια επιτυχημένη πορεία.
Οι δυο μεγαλύτερες επιτυχίες του νέου CEO (και μαζί, η παρακαταθήκη του για το μέλλον της εταιρείας), είναι οι εξής: αφενός το Apple Watch, που το έχουν αγοράσει πάνω από 100 εκατ. άνθρωποι σε όλο τον κόσμο. Και, αφετέρου, το λανσάρισμα των ασύρματων ακουστικών AirPods που πλέον μπαινοβγαίνουν καθημερινά σε εκατομμύρια αυτιά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης.
Τέλος, μια ακόμη βασική συνεισφορά του Κουκ είναι το γεγονός ότι η Apple στράφηκε δυναμική προς την αγορά του gaming και των παιχνιδιών, έναν τομέα που ο Τζομπς ούτε πολυσυμπαθούσε, αλλά ούτε και ασχολούταν κιόλας, μη θέλοντας να επενδύσει πάνω του, είτε χρήματα, είτε υλικοτεχνική υποδομή.
Και, σε οικονομικό και εμπορικό επίπεδο επίσης, η Apple προ και μετά Τζομπς δεν έχει καμία απολύτως σχέση καθώς η κερδοφορία, ο τζίρος και η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας πλέον έχουν ανέλθει σε στρατοσφαιρικό ύψος. Η Apple επί Κουκ έχει σχεδόν διπλασιάσει τζίρους και κερδοφορίες και η χρηματιστηριακή της αξία εκτοξεύτηκε από τα 348 εκατ. δολάρια στο 1.9 τρισ. δολάρια.
«Ο Mickle δημιουργεί ένα πυκνό μωσαϊκό από τις αποτυχίες και τους θριάμβους της εταιρείας, δείχνοντάς μας πώς η Apple, βασισμένη στις επιτυχίες του Ive κατά την δεκαετία του 2000, μετατράπηκε τελικά σε εταιρεία του Cook τη δεκαετία του 2010», σημειώνει το άρθρο των ΝΥΤ, προσθέτοντας ότι «στον επίλογό του, ο Mickle διαμοιράζει την ευθύνη μεταξύ Cook και Ive αναφορικά με την αποτυχία της εταιρείας να λανσάρει ένα άλλο τόσο σημαντικό προϊόν όπως εκείνα που λάνσαρε την δεκαετία του ’00, όπως π.χ. το iPhone».
«Στο τέλος, η αίσθηση που αφήνεται είναι ότι αμφότεροι έχασαν την ευκαιρία να δημιουργήσουν έναν άξιο διάδοχο του iPhone», σημειώνεται εμφατικά στο άρθρο, το οποίο καταλήγει με νόημα:
«Το βιβλίο είναι ένα εκπληκτικά λεπτομερές πορτρέτο του ότι ακόμη και οι μεγαλύτερες εταιρείες φτιάχνουν τη δική τους ιστορία, αλλά δεν την κάνουν όπως ακριβώς θέλουν. Και το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας είναι ότι δεν υπάρχει ηθική. Ακόμη και μια από τις πιο πλούσιες και πιο αγαπημένες εταιρείες στον κόσμο δεν θα μπορούσε να κάνει ταυτόχρονα επιτυχημένους τους δυο πιο ταλαντούχους υπαλλήλους της».