Στην οδό Fulham του Λονδίνου, ο ηλικιωμένος ζωγράφοςJulian γράφει την ιστορία του με λίγα λόγια σε ένα πράσινο τετράδιο που το ονομάζει Το Πείραμα της Αυθεντικότητας. “Πόσο καλά ξέρεις τους ανθρώπους που ζουν δίπλα σου; Πόσο καλά σε ξέρουν εκείνοι; Ξέρεις έστω τα ονόματα των γειτόνων σου; Θα το καταλάβαινες αν είχαν κάποιο πρόβλημα ή αν είχαν μέρες να βγουν απ’ το σπίτι τους; Όλοι λένε ψέματα για τον εαυτό τους. Τι θα γινόταν όμως αν μοιραζόσουν την αλήθεια;” γράφει ανάμεσα σε άλλα το εισαγωγικό του σημείωμα, και το αφήνει σ ένα γνωστό καφέ, με στόχο να το βρουν κι άλλοι που θα γεμίσουν τα επόμενα κεφάλαια με τις δικές τους εμπειρίες. Κάπως έτσι, προκαλεί τη δημιουργία ενός group therapy, οι συμμετέχοντες του οποίου, δεν ήξεραν πως έχουν το ανάγκη ή απλά το απέφευγαν με θεαματικές ντρίπλες.
Στο “Πράσινο σημειωματάριο” (“The Authenticity Project”), η Clare Pooley εμπνέεται από τα δικά της βιώματα και φτιάχνει μια ετερόκλητη παρέα, όπως αυτές που έχουμε αγαπήσει σε σειρές και ταινίες. Πριν από 5 χρόνια, η ίδια είχε μια φαινομενικά τέλεια ζωή, ήταν εθισμένη στο αλκοόλ, συγκεκριμένα στα ακριβά κρασιά, και ύστερα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να το κόψει, αποφάσισε να μοιραστεί μέσω ενός blog τα στάδια της δύσκολης μάχης της. Εκείνα τα κείμενα του online και “παυσίπονου” ημερολογίου της αποτέλεσαν το υλικό για αυτό το βιβλίο, που αρχικά είχε τον τίτλο “The Sober Diaries”. Ακολούθησαν τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής Curtis Brown Creative, η ίδρυση της λέσχης “Write Club” και αργότερα ήρθε σ’ επαφή μαζί της ο εκδοτικός οίκος για να κυκλοφορήσει την τελική του μορφή στα ράφια κάθε μορφής.
Ο Julian, η Monica, ο Hazard, ο Riley, η Alice και οι φίλοι τους, είναι οι ήρωες σε ένα λογοτεχνικό binge watching με στοιχεία από τις ζωές όλων μας. Αποθεώνουν τη φιλία και τη διαφορετικότητα, αποδέχονται τις αδυναμίες τους, ξεσπάνε, στηρίζουν την αποτυχία και προσπαθούν όλοι να γίνουν influencers με μία άλλη έννοια- δίνοντας έναν ωραίο λόγο στον φίλο, σύντροφο, συγγενή βιολογικό ή από επιλογή, να ξυπνάει κάθε μέρα χωρίς την κακή πλευρά του εαυτού του για συνοδεία. Κι αν τ’ ακούς αυτά και σου έρχονται στο μυαλό τα γλυκανάλατα μυθιστορήματα με τα πιασάρικα instagramικά αποφθεύγματα, το σημειωματάριο της Clare είναι εδώ για να τα καταρρίψει.
Σχολιάζει ωμά και ρεαλιστικά την σκληρή πραγματικότητα της μητρότητας σε αντιπαράθεση με την αψεγάδιαστη εικόνα των social media, δεν μένει στα προβλέψιμα ευτυχισμένα τέλη των σχέσεων αλλά προτιμά να κάνει ωραία twists και να βάζει για πρωταγωνιστές, χαρακτήρες που δεν θα ζητούσαν ποτέ αυτό το ρόλο. Αποδομεί τα στερεότυπα για την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα με δύο αταίριαστους για την κοινωνία χαρακτήρες, μιλάει ανοιχτά για τη μοναξιά που δεν είναι ηρεμία, δίνει μια θέση στο τραπέζι για τον θάνατο ως υπαρκτό πρόσωπο και δεν αφήνει κανέναν να επιλέξει την ευκολία ως λύση, στα όποια θέματα προκύπτουν στις σχέσεις του.
Αυτό το feel good βιβλίο είναι συγκινητικό, αστείο, ρεαλιστικό και βγάζει μία αληθινή ζεστασιά γιατί πηγάζει από το σκοτάδι ενός κοριτσιού που κατάφερε να βρει τις κατάλληλες λέξεις για να είναι πραγματικά παρούσα στη δική της ζωή και στις στιγμές των γύρω της. Όπως ξέρεις κι εσύ άλλωστε, όσοι περνούν δύσκολα, έχουν XL χαμόγελα, ικανά να ξορκίσουν τη θλίψη όλου του κόσμου. “Αυτό που ανακάλυψα είναι ότι το να πεις την αλήθεια για τη ζωή σου μπορεί να κάνει θαύματα και να αλλάξει προς το καλύτερο τις ζωές πολλών ανθρώπων. Οπότε το πρώτο μου ευχαριστώ πάει στους ανθρώπους που διάβασαν το blog και βρήκαν τον χρόνο να επικοινωνήσουν μαζί μου για να μου πουν πόσο τους επηρέασε αυτή η ειλικρινής αφήγηση.” αναφέρει η Clare στο τέλος του βιβλίου. Τόσο άμεση και λιτή, όπως ακριβώς είναι και το στυλ της γραφής της που καθ’ όλη τη διάρκεια των “επεισοδίων της” νιώθεις σαν να μιλάει δίπλα σου.
Το τεράστιο συν του “Σημειωματάριου” είναι πως δεν προσπαθεί ποτέ να γίνει επιτηδευμένα ψαγμένο χρησιμοποιώντας πολύπλοκες συνθέσεις λέξεων και φράσεων ώστε να κρύψει έναν ανύπαρκτο γρίφο. Είναι όπως οι στίχοι ενός ρεμπέτικου τραγουδιού που σε αγγίζει με απλές λέξεις, τις οποίες της ακούς καθημερινά αλλά ομορφαίνουν ή σκληραίνουν λίγο παραπάνω μπροστά από μικρόφωνα και χορδές και μένουν μαζί σου.
Μόλις φτάνεις στο τέλος, θες να διαδώσεις κι εσύ τις εικόνες, τη μουσική και τα συναισθήματα των χαρακτήρων της Pooley, στη γειτονιά για να φτιάξετε το δικό σας τετράδιο. Κι αυτό ναι, είναι μία μεγάλη νίκη.