«Το 1988, όταν έπαιζε τον “Τελευταίο πειρασμό” του Σκορτσέζε, διάφοροι χριστιανοφασίστες αποπειράθηκαν να αποτρέψουν την προβολή της ταινίας με τη βία, όπως είχαν κάνει στην Όπερα και στο Έμπασσυ. Εδώ όμως τα βρήκαν μπαστούνια. Απολαύστε εκτεταμένα κομμάτια από σπαρταριστό ρεπορτάζ της Ιωάννας Σωτήρχου: «ΧΡΙΣΤΕ ΒΟΗΘΑ ΝΑ… ΔΟΥΜΕ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ / Ο λαός απαιτεί η ταινία να παιχτεί». Ήταν οι εξαγριωμένες φωνές των θεατών, που τελικά δεν κατάφεραν να δουν ολόκληρη την ταινία, μαζί με τους ταλαίπωρους από τις φωνές και τα δακρυγόνα θαμώνες της πλατείας Κολωνακίου, που πραγματοποίησαν γύρω στις 7 χθες το απόγευμα αυθόρμητη αντιδιαδήλωση και απώθησαν τους… χριστιανούς. Αυθόρμητα, αλλά δυναμικά, οι αντιδιαδηλωτές ανέβηκαν την Πατριάρχου Ιωακείμ και αποφασιστικά ήρθαν αντιμέτωποι με τους χριστιανούς, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν κι άρχισαν να οπισθοχωρούν… Τους πιστούς ακολούθησαν μέχρι τη Βασιλίσσης Σοφίας οι αντιδιαδηλωτές φωνάζοντας «Ακάκιε μην ξεχάσεις, οι εικόνες να είναι από το Άγιον Όρος»… Έξω από τον κινηματογράφο Άαβόρα είχε μαζευτεί πολύς κόσμος που ήθελε να δει την ταινία. Μέσα η προβολή συνεχιζόταν κανονικά… Σε λίγο κατέφθασαν άνδρες των ΜΑΤ. Δεν άργησαν να φανούν από την Αλεξάνδρας και οι χριστιανοί, που έκλεισαν την Ιπποκράτους… και… άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα. Ο κόσμος που περίμενε να παρακολουθήσει την ταινία –αρκετοί από αυτούς είχαν γυρίσει όλους σχεδόν τους κινηματογράφους για να το καταφέρουν– πέρασε αμέσως στην αντεπίθεση… δίνοντας μια φαιδρή νότα στην κατάσταση… «Χριστέ βοήθα να δούμε την ταινία», «‘Εμπρός στο δρόμο που χάραξε ο Πρεβέζης», «Έξω οι παπάδες από τους σινεμάδες», «Δεν γεμίζετε ναό», «Αν δεν δούμε την ταινία δεν θα πάμε εκκλησία», «666 – Ιούδα είσαι σέξι», «Δώστε τον κρίνο στο λαό». Οι χριστιανοί τους απειλούσαν ότι είναι καταραμένοι κι ότι θα αφοριστούν, «Κάθε θεατής είναι σταυρωτής», φώναξαν. «Δεν υποχωρούμε, αν δεν αφοριστούμε», τους ερχόταν η απάντηση από τους αντιδιαδηλωτές και  «Είμαστε καλά παιδιά λα λα λα». «‘Εδώ δεν είναι Αλβανία, είναι Ελλάδα – Ορθοδοξία», φωναζαν οι χριστιανοί. «Εδώ θα γίνει Αλβανία», «Τίποτα τίποτα δεν μας σταματά, το έργο θα το δούμε με τον τσαμπουκά», φώναζαν οι αντιδιαδηλωτές. Οι χριστιανοί τραγούδησαν τον Ακάθιστο Ύμνο. Οι αντιδιαδηλωτές έψαλαν το Χριστός Ανέστη… και… φώναζαν «Ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί» και «Ιούδα ζεις, εσύ τους οδηγείς».

Αυτό που μόλις διαβάσατε είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα με τίτλο ”Τα Σινεμά της Αθήνας” το οποίο μόλις κυκλοφόρησε εντύπως (μέχρι πρόσφατα κυκλοφορούσε ιντερνετικώς) σε μια καλαίσθητη δίτομη έκδοση από τις πάντα ανήσυχες εκδόσεις Λογότυπο. Δύο τόμοι, χίλιες σελίδες, μία πολυετής έρευνα. Ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Δημήτρης Φύσσας, τοποθετεί με αλφαβητική σειρά τα σινεμά της Αθήνας από το 1896 που η μεγάλη οθόνη μάγεψε τους Αθηναίους έως και το 2013. Η έρευνα απλώνεται λοιπόν σε τρεις αιώνες, αλλά δεν είναι μια απλή καταγραφή αιθουσών και ταινιών −που και αυτό από μόνο του είναι εξαιρετικά δύσκολο σαν έργο. Αποτυπώνεται με γλαφυρό τρόπο μια περιήγηση στον χωροχρόνο, με ηθογραφικές λεπτομέρειες, συμβάντα, ατάκες, χωροταξικά στοιχεία, ρεκλάμες από προβολές και πληθώρα ταινιών. Το έργο αυτό είναι το σημείο όπου, όπως γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, «τέμνεται η λόξα μου για την πόλη με τη λόξα για τον κινηματογράφο».

Το Olafaq συνομίλησε για λίγο με τον εκδότη Χρύσανθο Ξάνθη (από τις εκδόσεις Λογότυπο κυκλοφορεί και το μοναδικό φρι πρες ”Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ”), για να μάθουμε περισσότερα σε σχέση με το ιστορικό της έκδοσης αυτής, η οποία ανακοινώθηκε λίγους μόλις μήνες από τον θάνατο του συγγραφέα και αθηναιογράφου Δημήτρη Φύσσα.

– Κύριε Ξάνθη, πώς γνωρίσατε εξ αρχής τον Δημήτρη Φύσσα; Ποιο είναι, λίγο πολύ, το ιστορικό της απόφασής σας να συνεργαστείτε;
Τον Δημήτρη τον γνώρισα με την έκδοση του περιοδικού “Η Πατησίων Ζει”, τον Νοέμβριο του 2012. Βέρος Πατησιώτης και μεγας συλλέκτης είδε αμέσως το πρώτο φύλλο. Έγραφε κατά καιρούς στο περιοδικό, το Η ΠΟΛΗ ΖΕΙ…

– Τι άνθρωπος ήταν ο Δημήτρης Φύσσας, από όσο προλάβατε να νιώσετε, να καταλάβετε;
Ορισμένα πράγματα και ανθρώπους δεν τα καταλαβαίνεις, αλλά τα νιώθεις. Ο Δημήτρης ήταν ένας πολυτάλαντος άνθρωπος με φοβερές κεραίες στο να αντιλαμβάνεται το ”άξιο και το σημαντικό” πέρα από μόδες, μέινστριμ και δήθεν καταστάσεις. Συνδύαζε το πολιτισμικό με την λαϊκότητα. Και με φοβερή στοχοπροσήλωση σε αυτό που έκανε. Το έργο αυτό που εκδίδουμε είναι η επιτομή της κοπιώδους εργασίας. Παραθέτω κάτι που ο ίδιος γράφει για τον εαυτό του, μέσα από το βιβλίο με αφορμή την περιγραφή ενός τσοντάδικου σινεμά: «Tο περιθώριο και οι περιθωριακοί με ελκύουνε, όσοι με διαβάζετε τακτικά το ξέρετε καλά. Tριγυρνάω στα στέκια τους, μιλάω μαζί τους, γράφω γι’ αυτούς. Bλέπω με μεγάλη συμπάθεια όλους όσους ενοχλούν και φοβίζουν τους κομιλφό αστούς: τους ρακοσυλλέκτες, τους καταληψίες, τους ταλαίπωρους αλλοδαπούς, τους τραβεστί, τους άνεργους, τις καλντεριμιτζούδες, τα φρικιά, τα πρεζόνια, τους γυφτομέταλλους τρικυκλιστές, τους λαθρομετανάστες, τους αναρχοαυτόνομους, τους παράνομους, τους άστεγους, τους φτωχούς ομοφυλόφιλους. Tους φτωχούς ομοφυλόφιλους, επαναλαμβάνω, που καμιά σχέση δεν έχουν με τους ομογάλακτους λαμπερούς τηλεοπτικούς αστέρες. Mπορεί να μη νιώθω την αλληλεγγύη των ομοφυλόφιλων, αφού είμαι στρέιτ, νιώθω όμως την αλληλεγγύη των φτωχών και των (σχεδόν) εκτός κράτους. Κατανοώ ότι σε τούτο το σινεμά ένας ολόκληρος κόσμος βρίσκει το καταφύγιό του, τη σεξουαλική του εκτόνωση, την παρέα του ή τη μοναξιά του».

– Ποια είναι η δική σας σχέση με τα σινεμά της Αθήνας;
Δύο-τρεις φορές τον χρόνο πάω στα χειμερινά και τρεις, ίσως τέσσερις στα θερινά. Αποφεύγω τις αλυσίδες. Και μπορώ, ειδικά στα θερινά, να δω και να ξαναδώ κάποιες ταινίες.

– Σε ποιους απευθύνεται αυτή η έκδοση από τις εκδόσεις Λογότυπο;
Πραγματικά, δεν μπορώ να απαντήσω εύκολα σε αυτήν την ερώτηση. Γιατί αυτό το βιβλίο που έγραψε ο Δημήτρης είναι πολυεπίπεδο. Είναι μια έκρηξη πληροφοριών, εικόνων και γνώσεων. Απευθύνεται σε σινεφίλ, σε ανθρώπους που αγαπάνε τον κινηματογράφο, σε αυτούς που αγαπάνε την Αθήνα, τις γειτονιές της. Περιγράφει την ζωή στους κινηματογράφους, γεγονότα, στιγμές, ανθρώπους, λεπτομέρειες. Απευθύνεται σε όσους θέλουν να νιώσουν τέλος πάντων την σχέση ανάμεσα στον κινηματογράφο, τον τόπο και τους ανθρώπους μέσα σε ένα διάβα εκατό και βάλε χρόνων.

– Πώς αισθάνεστε που τόσα σινεμά κλείνουν, πια, στην Αθήνα, αλλά και ανά την Ελλάδα; Τι θα μπορούσε  και τι θα έπρεπε να γίνει για να προστατευτούν;
Δεν είμαι κατάλληλος να απαντήσω εγώ σε αυτήν την ερώτηση, με την έννοια των συγκεκριμένων αιτημάτων. Θα έλεγα δύο απλές αλήθειες. Οι αιθουσάρχες πρέπει να ενωθούν. Και δεύτερο διεξάγεται μια πάλη ανάμεσα στο διαδίκτυο και την πραγματική ζωή. Ανάμεσα στο κοινωνικό και το ιδιωτικό. Το τι στάση κρατάει ο καθένας στην καθημερινότητα παίζει ρόλο. Δηλαδή πάρε τα παιδιά σου και πήγαινέ τα σε έναν θερινό, κέρασέ τα πατατάκια και κόκα κόλα, βάλτα να μυρίσουν τα λουλούδια και να ακούσουν και το τα θερινά τα σινεμά. Βοηθήματα πολιτισμού δηλαδή.

– Θα μοιραστείτε με το Olafaq και μια ιστορία δική σας σε σχέση με σινεμά που για χ-ψ λόγους σας έχει μείνει αλησμόνητη; 
Καλοκαίρι σε θερινό, ”Μόντι Πάιθονς Ένας Προφήτης μα τι Προφήτης”, όλο το σινεμά τραντάζεται από αλληλοτροφοδοτούμενα γέλια, ένας τεράστιος εύσωμος κύριος γελάει έντονα καθώς γυρίζει προς την θέση του από το κυλικείο, κρατώντας λουκανικόπιτα, πατάκια κλπ, κοιτώντας συνάμα την ταινία και πάντα γελώντας. Σκοντάφτει πέφτει κάτω, αυτό προκαλεί ακόμα περισσότερο γέλιο και σε αυτόν και σε όλους. Κάποια στιγμή, δεν μπορεί να αναπνεύσει και κρατάει την καρδιά του. Η γυναίκα του, αναλόγων διαστάσεων, τρέχει πατώντας διάφορους φωνάζοντας ιιιιιιιι, ο άντρας μου! Διακόπτεται η παράσταση, όλοι πάμε πάνω από τον άνθρωπο… Συνέρχεται σιγά σιγά, ήταν και ένας γιατρός εκεί. Όλα ΟΚ. Η ταινία συνέχισε, αλλά και αυτός και εμείς γελούσαμε πιο συγκρατημένα και όλο κοιτούσαμε προς το μέρος του. Εξαιρετική ταινία!

Ας κλείσουμε αυτό το μικρότατο αφιέρωμα με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα του και ας δώσουμε ραντεβού στις 13 Ιουνίου στο Τριανόν, στις 19:30, όπου παρουσιάζεται η δίτομη έκδοση με συμμετοχή σημαντικών ανθρώπων του σινεμά ειδικότερα και του πολιτισμού ευρύτερα:
Ένα τέτοιο βιβλίο, κανονικά, δεν τελειώνει ποτέ. Σινεμά κλείνουν /ανοίγουν / καίγονται /ανακαινίζονται /μετονομάζονται /παίζουν ταινίες /κατεδαφίζονται /αλλάζουν χρήσεις /φιλοξενούν εκδηλώσεις / καταρρέουν. Ακόμα και για τα παλιά σινεμά, τα ανύπαρκτα σήμερα, οι συμπληρώσεις και οι διορθώσεις μπορούν να μη σταματάνε ποτέ. Επειδή όμως κάποτε τελειώνει η ανθρώπινη ζωή, αποφάσισα, αυθαίρετα, να το τελειώσω εγώ το Σεπτέμβρη του 2013. Το έγραψα σα Λεξικό και όχι σα Χρονολόγιο ή Οδηγό κατά περιοχή, ώστε να θυμίζει τις οικείες στήλες των εντύπων. Η έρευνα και το γράψιμό του μου πήραν σχεδόν δέκα χρόνια, χωρίς να πάρω μία από πουθενά, ούτε από ιδιωτικό (θα ’θελα, αλλά είναι ελαφρώς δύσκολο, αφού ούτε ζήτησα, ούτε με ξέρει κανείς), ούτε από δημόσιο (θ’ αρνιόμουνα έτσι κι αλλιώς διαρρήδην) πρόσωπο, ούτε φυσικό, ούτε νομικό. «Εργάζομαι μόνος μου, χωρίς βοηθούς. Οι μεταγενέστεροι θα συμπληρώσουν το έργο μου, με περισσότερες δυνατότητες και ευκολίες», που ’γραφε κι ο Γιώργος Βαλέτας. Το βιβλίο δεν υπακούει άρα σε καμιά άλλη σκοπιμότητα, παρά στο στραβό μου το κεφάλι, κι αυτό ακριβώς το κεφάλι είναι που με ώθησε να ψάξω στα σημεία όπου τέμνονται η λόξα για την πόλη με τη λόξα για τον κινηματογράφο. Η αλλιώς: υπό μία έννοια «Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαρας μου», αν καταλαβαίνετε τι εννοώ (Κώστας Καρυωτάκης). Το 2012, έχοντας τελειώσει σχεδόν την έρευνα και γνωρίζοντας πόσο ακριβή θα ήταν η έκδοση αυτού του βιβλίου, απευθύνθηκα σε έναν εκδότη με ενδιαφέρον για το σινεμά, σχετικούς δημόσιους / ημιδημόσιους φορείς και ορισμένα ιδιωτικά ιδρύματα: ζητούσα απλά να βγάλουν το βιβλίο χωρίς κανένα κέρδος για μένα. Απάντησαν μόνο τα ιδιωτικά ιδρύματα, λέγοντάς μου είτε πως υποστηρίζουν μόνο νομικά πρόσωπα, είτε ότι η έρευνα αυτή ήταν έξω από τα ενδιαφέροντά τους. Οι δημόσιοι / ημιδημόσιοι φορείς και ο εκδότης δεν απάντησαν διόλου. “Τα Σινεμά της Αθήνας” είναι το σημαντικότερο βιβλίο που ’χω γράψει. Σημαντικότερο από άποψη τρόπου γραφής (εξαντλητική έρευνα πεδίου και πολύ λιγότερο δουλειά αρχείου), περιεχομένου, πλήθους αναγνωστών, επίδρασης στις συνειδήσεις. Έχω τρεις ελπίδες: Πρώτη, ότι μ’ αυτό θα κερδίσω, στο μέλλον, μια κάποια θέση στη χορεία των σημαντικών αθηναιογράφων.
Δεύτερη, ότι οι άνθρωποι θα το θυμούνται όταν η λογοτεχνία μου και τ’ άλλα μου βιβλία θα ’χουν ξεχαστεί (δεν έχω καμιά αυταπάτη). Τρίτο, ότι θα είναι πηγή, σημείο αναφοράς και σχολή προς μίμηση για νεότερους/ες αθηναιοδίφες.