«Ένα ουρλιαχτό διασχίζει τον ουρανό. Έχει ξανασυμβεί, αλλά τώρα δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτε. Είναι πάρα πολύ αργά. Η “Εκκένωση” συνεχίζεται ακόμη, μα όλα είναι θέατρο. Δεν υπάρχουν φώτα μέσα στα αυτοκίνητα. Κανένα φως πουθενά. Από πάνω του υψώνονται σιδερένιοι δοκοί, παλιοί σαν σιδερένια βασίλισσα και γυαλί κάπου πολύ πιο πάνω που θα άφηνε να περάσει το φως της μέρας. Όμως είναι νύχτα. Φοβάται τον τρόπο που θα πέσει το γυαλί – σύντομα – θα είναι σπουδαίο θέαμα: Η πτώση ενός κρυστάλλινου παλατιού. Που όμως θα γκρεμίζεται μέσα σε απόλυτη συσκότιση, χωρίς ούτε ένα λαμπύρισμα φωτός, μόνο μεγάλος αόρατος πάταγος».

Κάπως έτσι ξεκινάει «Το Oυράνιο Tόξο της Bαρύτητας», ένα από τα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, αποκύημα της δημιουργικής φαντασίας του συγγραφέα Τόμας Πίντσον.

Το βιβλίο του Πίντσον, που κυκλοφόρησε σαν σήμερα πριν ακριβώς 50 χρόνια, δεν είναι ούτε ένα εύκολο, ούτε ένα «χαρούμενο», βάσει θεματικής ανάγνωσμα. Δεν είναι, τυχαίο, άλλωστε το ότι έχει χαρακτηριστεί εξίσου δύσκολο και απαιτητικό, ως προς την ανάγνωσή του, με τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις ή με το «Infinite Jest» του Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας.

Το βιβλίο είναι, πρωτίστως, σημαντικό επειδή εγκαινίασε στην αμερικανική λογοτεχνία αυτό που έκτοτε αποκαλείται ως «εγκυκλοπαιδικό μυθιστόρημα», μια άκρως γοητευτική επιμειξία μυθοπλασίας με πραγματικά, ιστορικά ή αληθοφανή στοιχεία, μπλεγμένα με άτομα, καταστάσεις ή γεγονότα της ευρύτερης κουλτούρας της εποχής (ποπ και μη), από ήρωες των κόμικ μέχρι ταινίες και τραγούδια της εποχής, από την τζαζ του Θελόνιους Μονκ μέχρι τους Beach Boys.

Η αλήθεια είναι ότι ο αναγνώστης του Πίντσον συχνά έχει ένα, τρόπον τινά, «παράπονο» από τον συγγραφέα: ότι «μπουκώνει» την αφήγησή του με τόνους και στρώμα-πάνω-στο-υπόστρωμα από πληροφορίες και στοιχεία, νούμερα και αριθμούς, χαρακτήρες και ονόματα, σε σημείο… παρεξηγήσεως και σχεδόν στο όριο του ad nauseam.

Ωστόσο – και αυτό είναι που καθιστά, εντέλει, το έργο του Πίντσον τόσο πολυσήμαντα σημαντικό και άμεσα διακριτό σε σχέση με άλλους συναδέλφους του – όλο αυτό το μαξιμαλιστικό συμβαίνει υπό το προπέτασμα και, σταδιακά, τον τελικό στόχο του λογοτεχνικού μινιμαλισμού του Πίντσον, ο οποίος στο τέλος των διαδραματιζομένων του (και εδώ έγκειται όλη του η «μαγκιά» και η μαστοριά, ως μυθιστοριογράφου), φέρνει τον αναγνώστη του ενώπιον ενός απογυμνωμένου και στα όρια-του-βασικού βιβλίο. Ένα stripped naked ανάγνωσμα, σαν ένας άνθρωπος δίχως σάρκα, αλλά μόνο οστά. Ένας λογοτεχνικός σκελετός που καταφέρνει και υπερβαίνει τον ίδιο του τον βερμπαλιστικό μαξιμαλισμό και τον γλωσσικό του πειραματισμό, διαμέσου της ατόπου λογοτεχνικής απαγωγής των επιμέρους καλολογικών και γλωσσολογικών του μερών (και, την ίδια στιγμή, αδιαμφισβήτητων προτερημάτων). Όλα μέσα στο βιβλίο συνδέονται και όλα είναι, παράλληλα, μόνα τους, να επιπλέουν μοναχικά μέσα στο λογοτεχνικό σύμπαν του Πίντσον.

Γιατί, στο κάτω κάτω, και όπως αναφέρει κάπου μέσα στο βιβλίο, στην εξαιρετική μετάφραση που τού έχει επιφυλάξει ο έλληνας μεταφραστής του, ο έγκριτος «πιντσονολόγος» Γιώργος Κυριαζής, για τις εκδόσεις Χατζηνικολή [πλέον, τα δικαιώματα τα έχει πάρει ο εκδοτικός οίκος Βασδέκη], «όπως και άλλα είδη παράνοιας, δεν είναι παρά η απαρχή της ανακάλυψης ότι όλα συνδέονται μεταξύ τους, τα πάντα μέσα στη Δημιουργία, πρόκειται για μια δευτερεύουσα φώτιση – δεν είναι η εκτυφλωτική συνειδητοποίηση ότι όλα είναι Ένα, αλλά ότι τουλάχιστον συνδέονται».

Ας δώσουμε και μια βασική περίληψη του έργου: Το βιβλίο είναι η ιστορία του πυραύλου V-2, δηλαδή του υπερόπλου που έφτιαξε ο Βέρνερ φον Μπράουν και που ο Αδόλφος Χίτλερ πίστευε ότι θα του δώσει τη νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Πίντσον περιγράφει τον πύραυλο, σαν να έχει πάρει την θέση του Ήλιου, σαν την πιο ισχυρή δύναμη σε όλο το Σύμπαν και την Φύση, σπέρνοντας στην συνέχεια τον δυστοπικό τρόμο σε όλη την υφήλιο.

Μια πολεμική μηχανή ονόματι «Schwarzgerät» («Μαύρη Συσκευή») και σειριακό αριθμό «00000» που ακολουθεί παράλληλη πορεία με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον στρατιωτικό Τάιρον Σλόθροπ και είναι «ένα όπλο και μια βόμβα ικανή να ταξιδέψει γρηγορότερα και από την ταχύτητα του ήχου».

Η στρατιωτική παράνοια προσπαθεί (αλλά, ασφαλώς, αδυνατεί) να συμβαδίσει με τον ουμανισμό σε μια πλοκή που απλώνεται από την Αγγλία έως τη Γερμανία μεταξύ του 1943-1945 και τις δυο δυνάμεις να συναγωνίζονται ως προς το ποια θα επικρατήσει στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Φυσικά, ο Πίντσον επιλέγει, σοφά – και παρά το ότι το μυθιστόρημά του είναι ξεκάθαρα αντιπολεμικό – να πάρει το μέρος του πραγματισμού και της απαισιοδοξίας: όπως τόσοι άλλοι συνάδελφοί του στο παρελθόν, γνωρίζει καλά ότι «προκειμένου να μισήσεις τους ανθρώπους, πρέπει πρώτα να τους έχεις αγαπήσει παράφορα», γι’ αυτό και την ραχοκοκαλιά του έργου του την διαπερνάει μια διαρκής αίσθηση ματαιότητας και ωμού νιχιλισμού για το μέλλον της Ανθρωπότητας, εν γένει.

Το βιβλίο είναι γεμάτο με μεταφυσικούς συμβολισμούς, σε σημείο που ο αναγνώστης νιώθει σαν να παρακολουθεί «Το Ιερό Βουνό» (La montaña sagrada) του χιλιανού σκηνοθέτη Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι – μια ταινία που, διόλου, συμπτωματικά, κυκλοφόρησε την ίδια ακριβώς περίοδο με το βιβλίο του Πίντσον, το 1973, ή το «Altered States» του Κεν Ράσελ.

Ταυτόχρονα, ο Πίντσον χρησιμοποιεί διαρκώς και με, άλλοτε παιγνιώδη και άλλοτε σοβαρή διάθεση, το στοιχείο της (όπως θεωρεί ο ίδιος, ως «έμφυτης» στην ανθρώπινη ψυχολογία) συνωμοσιολογίας ως την γενεσιουργό αιτία της επίκτητης μιλιταριστικής συμπεριφοράς των απανταχού «στρατόκαυλων» και του αξιώματος «πόλεμος πάντων μεν πατήρ εστί» του Ηράκλειτου, το οποίο ο Πίντσον ενστερνίζεται με πάθος σε όλες τις σελίδες του βιβλίου του.

Εν τέλει, ο πύραυλος V-2 καταλήγει να συμβολίζει τις αυτοκτονικές τάσεις ενός ολόκληρου γένους, του ανθρώπινου, το οποίο οδηγείται στην καθολική και παγκόσμια αυτοχειρία προκειμένου να επιτευχθεί – τι άλλο; – το όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κέρδος από τις εταιρείες οπλικών συστημάτων, σε μια υποβόσκουσα κριτική εναντίον του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος που εκτρέφει, εν τη γενέσει του, όλο αυτό το σύστημα που σημαίνει «Πόλεμος made in the 20th century», την, κατά Ερικ Χόμπσμπάουμ, «Εποχή των Άκρων», τον «σύντομο 20ο αιώνα» που λίγο έλειψε να αφανίσει την Ανθρωπότητα -χρησιμεύοντας, παράλληλα, ως ιστορικό και στρατιωτικό πρελούδιο γι’ αυτό που βιώνουμε σήμερα, δηλαδή την χέρι-χέρι συμπόρευση καπιταλισμού και μιλιταρισμού.

Το βιβλίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου το 1974 και την επόμενη χρονιά ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Πούλιτζερ, αλλά η επιτροπή δεν το δέχτηκε γιατί το θεώρησε «άσεμνο».

Τέλος, ας αναφέρουμε και μερικά στοιχεία για την ίδια την ζωή του Πίντσον: γεννήθηκε στο Λόνγκ Άιλαντ της Νέας Υόρκης το 1937. Υπηρέτησε για δύο χρόνια στο αμερικανικό ναυτικό και πήρε πτυχίο αγγλικής φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Cornell. Μεταξύ άλλων έχει γράψει τα βιβλία και διηγήματα «V.» το 1963, «The Crying of Lot 49» το 1966, «Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας» το 1973, «Slow Learner» το 1984, «Βάινλαντ» το 1990, «Μέισον και Ντίξον» το 1997, «Against the Day» το 2006 και «Inherent Vice» το 2009, το οποίο έγινε και κινηματογραφική ταινία το 2014 από τον σπουδαίο σκηνοθέτη Πολ Τόμας Αντερσον.

Το 1957 γνώρισε τον αδικοχαμένο μουσικό της folk, Ρίτσαρντ Φαρίνια, ο οποίος σκοτώθηκε το 1966. Έγιναν στενοί φίλοι, και μάλιστα ο Πίντσον ήταν κουμπάρος του Φαρίνια στο γάμο του με την Μίμι Μπαέζ (την αδελφή της Τζόαν Μπαέζ), ενώ αργότερα τού αφιέρωσε το «Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας».

Από το 1960 ως το 1962 εργάστηκε στην εταιρεία Μπόινγκ, στο Σιάτλ, ως τεχνικός βοηθός. Φεύγοντας από την Μπόινγκ, πήγε για ένα διάστημα στο Μεξικό. Το 1965 μετακόμισε στην Καλιφόρνια, και έμεινε αρκετά στο Λος Άντζελες. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, επέστρεψε στη Νέα Υόρκη, όπου το 1981 γνώρισε την ατζέντισσα Μέλανι Τζάκσον, την οποία παντρεύτηκε το 1990 και απέκτησε ένα γιο, τον Τζάκσον.

Σήμερα ζει στο Μανχάταν και παραμένει ορκισμένος εχθρός της δημοσιότητας, καθώς δεν είναι γνωστό σχεδόν τίποτα για την προσωπική του ζωή, δεν παραχωρεί συνεντεύξεις και έχει αποφύγει όλα αυτά τα χρόνια να φωτογραφηθεί. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο, ότι οι μοναδικές φωτογραφίες του που κυκλοφορούν σήμερα στο Διαδίκτυο είναι από τα μαθητικά του χρόνια, το κολέγιο και τη θητεία του στο Αμερικανικό Ναυτικό.

Μια εποχή, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, λόγω όλης αυτής της παροιμιώδους δυσανεξίας του απέναντι στη δημοσιότητα, άρχισαν να διαδίδονται γι’ αυτόν διάφορες περίεργες φήμες. Μια απ’ αυτές, που κυκλοφόρησε το 1976, έλεγε ότι δεν υπήρχε κανένας Τόμας Πίντσον και ότι το όνομα αυτό ήταν το λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Τζέι Ντι Σάλιντζερ (συγγραφέα του «Ο φύλακας στη σίκαλη»).

Χρειάστηκε να επέμβει ο ίδιος ο Πίντσον για να κοπάσει αυτή η φήμη και με μια δημόσια επιστολή του διαβεβαίωνε πως ναι, είναι υπαρκτό πρόσωπο, και πως ναι, είχε γράψει ο ίδιος τα βιβλία του.

Το 2004, όταν συναντήθηκε δια ζώσης με τους δημιουργούς της σειράς κινουμένων σχεδίων «The Simpsons» για να τους δανείσει το όνομά του και τη φωνή του, σε ένα επεισόδιο της σειράς, τού ζήτησαν την άδεια για μια αναμνηστική φωτογραφία. Αρνήθηκε πεισματικά.