Ο Χρήστος Βακαλόπουλος έζησε γρήγορα. Λίγες ημέρες αφου έκλεισε τα 37 του χρόνια, τον Ιανουάριο του 1993, πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα.

Μικρός. Πολύ μικρός.

Μέχρι τα 37 του χρόνια όμως πρόλαβε και έζησε για δύο ζωές: αρθρογραφούσε στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και στην εφημερίδα «Η Αυγή», στα 24 του χρόνια εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο «Υπόθεση Μπεστ-Σέλερ» και μετά πήγε στο Παρίσι για να κάνει σπουδές κινηματογράφου με δάσκαλό του τον τεράστιο Ερίκ Ρομέρ.

Μετά από μια γεμάτη δεκαετία με σενάρια, βιβλία και διηγήματα, μέχρι και σκηνοθετικές απόπειρες (η ταινία «Βεράντες», το βιβλίο «Οι πτυχιούχοι», τα σενάρια των ταινιών «Σχετικά με τον Βασίλη» του Σταύρου Τσιώλη και «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, η συλλογή διηγημάτων «Νέες αθηναϊκές ιστορίες» και τα αδημοσίευτα δοκίμια του για τον κινηματογράφο με τίτλο «Δεύτερη προβολή»), το 1991 δημοσίευσε το «Η γραμμή του ορίζοντος», το απόλυτο ίσως βιβλίο του ελληνικού καλοκαιριού.

Ο Χρήστος Βακαλόπουλος έζησε γρήγορα.

Και έγραφε εξίσου γρήγορα, άναρχα. Μηχανικά. Όπως οι beat ποιητές, χρησιμοποιώντας την «αυτόματη γραφή» του Ουίλιαμ Μπάροουζ.

«Η γραμμή του ορίζοντος» κινείται πάνω σε αυτή την μηχανική, motorik γραφή του Βακαλόπουλου, απλή, εμπνευσμένη, αβίαστη και ταυτόχρονα ιλλιγγιώδη και λογοτεχνικά ατελεύτητη.

«Μόλις πεις την πρώτη λέξη όλα αλλάζουν, λες πράγματα που έχουν ειπωθεί εκατό χιλιάδες φορές και σε απομακρύνουν αμέσως από αυτό που αισθάνεσαι, περιγράφεις αυτό που αισθάνεσαι κι αμέσως αρχίζεις να αισθάνεσαι το αντίθετο», γράφει ο Βακαλόπουλος και αμέσως βάζει τον αναγνώστη του σε μια «αναγκαστική απογείωση με ταχύτητα αμυντική σχεδόν φωτός», που τραγούδησε και η Λένα Πλάτωνος στις «Αιμάτινες Σκιές από Απόσταση».

«Ρέα Φραντζή, 32 χρόνων, μελαχρινή, ελαφρά ντυμένη».

Αυτή είναι η κεντρική ηρωίδα και πρωταγωνίστρια του βιβλίου του Βακαλόπουλου, μια γυναίκα που έχει χωρίσει από τον σύζυγό της, τον Γιάννη, και ψάχνει τον εαυτό της (ψάχνοντας και διάφορα άλλα) στην Πάτμο, στοχεύοντας στη δική της, προσωπική Αποκάλυψη, που περιμένει να της αποκαλυφθεί σε ένα νησί ήρεμο, νηφάλιο, ειρηνικό, «εκεί που η μουσική σταματά τα μεσάνυχτα».

Η Ρέα είναι 32 ετών και βρισκόμαστε στο 1991 και η οπτική της για τον κόσμο γύρω της έχει πλέον αλλάξει. Η ματιά της για τους ανθρώπους γύρω της έχει σταδιακά μετατοπιστεί από την αφέλεια της (μετ)εφηβείας της στον ρεαλιστικό πραγματισμό (και την πνευματική αναζήτηση) των 32 της.

Αλλά αν ήταν ξανά 18 ετών, «αν ήταν 1977, θα έλεγε ότι είναι φανταστικό αυτό το κομμάτι και τώρα μένει στη σιωπή, πίνει μιά γουλιά, αισθάνεται μιά κάποια συμπάθεια γι’ αυτόν τον σχεδόν κουφό άνθρωπο που παλεύει ν’ ανακαλύψει λίγη μουσική μέσα στο χάος, είκοσι χρόνια μετά. Δεν θα του γυρίσει την πλάτη, δεν θα κοιμηθεί μαζί του, θα του χαμογελάει από μακριά».

Η προσωπική ομφαλοσκόπηση της Ρέας περνάει από χίλια μύρια κύματα, αφρισμένα ή μη, μεσούντος του ελληνικού καλοκαιριού. Η 32χρονη ηρωίδα απογυμνώνει και απογυμνώνεται, ξεφτιλίζει και μαζί αποδομεί τις πράξεις, τις σκέψεις και τα κίνητρά της, την εφεύρεση και την επανεφεύρεση του ίδιου της του εαυτού μέσα σε ένα άκρως πνευματικό – ενίοτε και πνευματιστικό ή και οριακά αποκρυφιστικό – περιβάλλον όπως αυτό της Πάτμου, ένα στοιχείο που υπερτονίζει την ακραιφνή ελληνικότητα και υπόγεια θρησκευτικότητα της αφήγησης (και που ενδεχομένως να ξενίσει κάποιους αναγνώστες, αν δεν καταφέρουν να εντάξουν το βιβλίο του Βακαλόπουλου μέσα στο χωροχρόνικο πλαίσιο της «αναζήτησης της ελληνορθόδοξης ταυτότητας» των τελών της δεκαετίας του ’80).

«Ἂν ἦ­ταν 1969, ὅλα αὐτὰ θὰ γι­νόν­του­σαν μέ­σα σὲ δε­κα­πέν­τε μέ­ρες. Ἂν ἦ­ταν 1979, λί­γο πιὸ σύν­το­μα, ἂν ἦ­ταν 1983, θὰ πή­γαι­ναν κα­τευ­θεῖ­αν στὸ κρε­βά­τι χω­ρὶς πο­τό, συ­ζή­τη­ση, τσι­γά­ρο, ἐ­πί­σκε­ψη στὸ μπά­νιο, ἐ­πι­στρο­φὴ δί­πλα του στὸν κα­να­πέ, μι­κρὴ συ­ζή­τη­ση, χά­ϊ­δε­μα μαλ­λι­ῶν, στρο­φὴ πρὸς τὸ μέ­ρος του, βύ­θι­σμα στὰ μά­τια του, φι­λί. Θὰ πή­γαι­ναν κα­τευ­θεῖ­αν στὸ κρε­βά­τι, θὰ φι­λι­όν­του­σαν λί­γο, θὰ γδύ­νον­ταν ξε­χω­ρι­στὰ κι ὑ­στέ­ρα θὰ προ­σπα­θοῦ­σαν νὰ συν­το­νισθοῦν, θὰ δο­κί­μα­ζαν δύο ἢ τρεῖς στά­σεις, τὸ πο­λὺ τέσ­σε­ρις. Θὰ τε­λεί­ω­ναν μα­ζὶ ἢ χω­ρι­στά, θὰ ἔ­με­ναν τρί­α λε­πτὰ ἀγ­κα­λι­α­σμένοι, ἀ­μί­λη­τοι. Θὰ τὴν ρώ­τα­γε ἂν θέ­λει νε­ρό, θὰ ἔ­λε­γε ναί, θὰ πή­γαι­νε νὰ τῆς φέ­ρει, θὰ ἄ­να­βε τσι­γά­ρο πε­ρι­μέ­νον­τάς τον, θὰ ἐ­πέ­στρε­φε, θὰ ἔ­πι­ναν ὁ κα­θέ­νας τρεῖς, τὸ πο­λὺ τέσ­σε­ρις γου­λι­ὲς νε­ρό, θὰ τὴν χά­ι­δευ­ε λί­γο, λι­γό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­σο θὰ ἤ­θε­λε, θὰ τὸ ἔ­κα­ναν δεύ­τε­ρη φο­ρά, θὰ ἄ­να­βαν τσι­γά­ρο, θὰ ἔ­πι­ναν τὸ ὑ­πό­λοι­πο νε­ρό, αὐ­τὸς θὰ ἔ­σβη­νε κά­ποι­α στιγ­μὴ τὸ φῶς. Θὰ κοι­μόν­του­σαν λί­γο ἄ­βο­λα πα­ρα­κο­λου­θών­τας ὁ ἕ­νας τὸν ὕ­πνο τοῦ ἄλ­λου, θὰ ξύ­πνα­γαν κι ἐ­κεῖ­νος θὰ ἔ­λε­γε ὅ­τι δὲν προ­λα­βαί­νει νὰ πι­εῖ κα­φὲ για­τὶ ἔ­χει μιὰ δου­λειὰ στὶς δέ­κα καὶ μι­σή. Κι ἐ­κεί­νη θὰ ἔ­λε­γε ὅ­τι ἔ­χει μιὰ δου­λειά, θὰ ντύ­νον­ταν βι­α­στι­κά, θὰ κα­τέ­βαι­ναν στὸ δρό­μο, θὰ περ­πα­τοῦ­σαν λί­γο μα­ζὶ κι ὕ­στε­ρα θὰ χώ­ρι­ζαν».

Το συναισθηματικό ξεγύμνωμα της Ρέας ξεκινάει από την λύπη για τον χωρισμό της, περνάει μέσα από τις συμπληγάδες πέτρες της χαράς της για την Αποκάλυψη του εαυτού της και καταλήγει στην χαρμολύπη της ανθρώπινης ενηλικίωσης, μέσα από το πρίσμα της εναλλακτικής ζωής της πρωταγωνίστριας.

Η Ρέα (μεθ)ερμηνεύει τα πάντα γύρω της με ερωτικούς, αμφιερωτικούς, έως και ανθυποερωτικούς όρους, βλέποντας και διιακρίνοντας κάτι ασεξουαλικά ερωτικό σε όλα τα πράγματα, τις λέξεις, τις ανθρώπινες διαδράσεις και επαφές που κάνει, ως σύγχρονη Οδυσσέας θηλυκού γένους σε αυτό το ταξίδι της μέχρι την ανακάλυψη της προσωπικής της Ιθάκης -που δεν είναι άλλη από τον ίδιο της τον εαυτό.

Κατ’ επέκταση, ο Βακαλόπουλος μάς υποδεικνύει την ίδια την ΠΑΣΟΚική Ελλάδα ως το εθνοτικό alter ego της Ρέας (ένα όνομα προσεκτικά επιλεγμένο καθώς η Ρέα ήταν Τιτανίδα, κόρη του Ουρανού και της Γαίας και αυτή που καθόριζε τη ροή των πραγμάτων, ως βασίλισσα των γηραιότερων θεοτήτων στην ελληνική μυθολογία), μια Ελλάδα που ψάχνεται μέσα σε μια δεκαετία τρομακτικών πολιτισμικών και κοινωνικών αλλαγών να βρει την φωνή της, τις ελπίδες και τις προσδοκίες της για το μέλλον (καλά πήγε αυτό…).

«Κάποτε υπήρχε ελάχιστο παρόν, όσο ακριβώς χρειαζόταν ώστε να μην ξεχνιέται η μέρα, να μην λυγίζει κάτω από το βάρος των αιώνων. Τότε ήταν συμπαθητικό το παρόν, ήταν ντροπαλό, άκουγε τους μεγαλύτερους του, περίμενε την σειρά του, δεν έβγαζε γλώσσα, δεν κρατούσε κακία, έλεγε τον πόνο του. Τότε ήταν τρυφερό το παρόν γιατί είχε καεί η γούνα του από τον έρωτα. Είχε αποφασίσει να είναι ευγενικό, να στέκεται στην άκρη και να παρατηρεί, να μην προδίδει έτσι εύκολα τα βάσανά του να μην διεκδικεί έτσι εύκολα τα δικαιώματά του, να μην χτυπάει το ποδαράκι του στο πάτωμα, να μην μουτρώνει, να μην κακολογεί, να μην γκρινιάζει», γράφει ο Βακαλόπουλος και ο αναγνώστης, «χτυπημένος» από τον ήλιο, τη θάλασσα, το γεωλογικό τοπίο της Πάτμου και την εντελώς απροσχημάτιστη, μινιμαλιστική, σχεδόν… γκονταρική γραφή του συγγραφέα, δεν μπορεί να καταλάβει αν τα παραπάνω λόγια αναφέρονται στη Ρέα, την Ελλάδα, την κοινωνία ή όλα αυτά μαζί.

Το πραγματικό επίτευγμα του Βακαλόπουλου είναι ότι από αυτά που γράφει, μόλις ελάχιστα γίνονται κατανοητά σε πρώτο επίπεδο.

Τα υπόλοιπα υπονοούνται ευσχήμως πίσω από το αδιαμφισβήτητο συγγραφικό ταλέντο του Βακαλόπουλου, με τον αναγνώστη να προσπαθεί να συνθέσει (και να συνδέσει) στο μυαλό του τις αόρατες τελείες και τις αδιευκρίνιστες μορφές που εμπλέκονται σε αυτό το λογοτεχνικό Rorschach test του ψυχολόγου-δημιουργού του.

«Υπάρχει μόνο ένα νησί για τον καθένα, πρέπει να το βρει, να μείνει εκεί», καταλήγει σε μια εμφανώς και αξιωματικά αποφθεγματική του ρήση ο Βακαλόπουλος.

Και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν – είτε είσαι ένθεος, είσαι άθεος.