«1987. Λίγες μέρες πριν απ’ τα Χριστούγεννα μια σφοδρή χιονοθύελλα ξεσπά σε ολόκληρη την Ισλανδία. Στα ανατολικά της χώρας, σε ένα μέρος ερημικό, ζει ένα ζευγάρι μεσήλικων ανθρώπων. Στο απομονωμένο τους αγροτόσπιτο, η Έρλα και ο Έιναρ προετοιμάζονται για τη δύσκολη νύχτα που έχουν μπροστά τους. Ώσπου κάποιος χτυπά την πόρτα τους. Είναι ένας απρόσκλητος επισκέπτης, ένας άγνωστος άντρας που ισχυρίζεται ότι έχασε το δρόμο του και ζητά καταφύγιο μες στην κακοκαιρία. Παρά τις επιφυλάξεις της γυναίκας, του επιτρέπουν τελικά να περάσει μέσα. Όμως, θα το μετανιώσουν πικρά, επειδή ο συγκεκριμένος άντρας λέει ψέματα και κρύβει καλά την αληθινή του ταυτότητα. Όταν πλέον κόβεται το ρεύμα και τα πάντα βυθίζονται στο σκοτάδι, αρχίζει μια πραγματική ιστορία τρόμου. Αργότερα η Χούλντα Χερμανσντότιρ, η επιθεωρήτρια της Αστυνομίας του Ρέικιαβικ, η οποία προσπαθεί να ξεπεράσει μια προσωπική της οικογενειακή τραγωδία, αναλαμβάνει την εξιχνίαση της υπόθεσης και μεταβαίνει εκεί, όπου μαζί με τα πτώματα την περιμένει ένα φριχτό, άλυτο μυστήριο».
Ακόμη και η περιγραφή της υπόθεσης στο οπισθόφυλλο του βιβλίου «Η Ομίχλη» του Ράγκναρ Γιόνασον δεν μπορεί ούτε στο ελάχιστο να προϊδεάσει κατάλληλα τον αναγνώστη γι’ αυτό που επακολουθεί στις 300 σελίδες αυτού του κλειστοφοβικού και άκρως ατμοσφαιρικού nordi/scandi-noir αστυνομικού μυθιστορήματος.
Κυρίως επειδή, η ομίχλη, ως ένα φυσικό φαινόμενο που από μόνο του σού κόβει την ορατότητα, σε αφήνει κατόπιν διαρκώς (περι)πλανώμενο, συχνά στο στο σκοτάδι, να ψάχνεις να βρεις τι συμβαίνει σε απόσταση 20 εκατοστών από τα μάτια σου. Και που δεν θα το βρεις ποτέ, αν η ίδια αυτή ομίχλη δεν διαλυθεί πρώτα.
Με βάση τους νόμους της Φυσικής φτιάχνει το περίτεχνο λεκτικό εργόχειρό του – το τελευταίο μέρος της τριλογίας “Hidden Iceland” [Κρυμμένη Ισλανδία] όπου προηγήθηκε «Το Σκοτάδι» και «Το Νησί» και πρωταγωνίστρια την αστυνομική επιθεωρήτρια Χούλντα Χερμανσντότιρ – ο 45χρονος ισλανδός συγγραφέας, ο οποίος πλέον βλέπει τα βιβλία του να είναι μεταφρασμένα σε 30 γλώσσες, να έχουν ήδη ξεπεράσει το ενάμισι εκατομμύριο αντίτυπα σε 40 χώρες και το «Σκοτάδι» [«ένα από τα 100 καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα από το 1945 μέχρι σήμερα», σύμφωνα με τους “Τimes” του Λονδίνου] να προορίζεται για να γίνει μια μεγάλη τηλεοπτική σειρά από τα CBS Studios.
Να ξεκαθαρίσουμε για αρχή κάτι σημαντικό: ο Γιόνασον κινεί την τριλογία του αντίστροφα στο χρόνο, δηλαδή περιγράφει τις περιπέτειες της ηρωίδας του – μιας γκριζομάλλας 60άρας βετεράνου της αστυνομίας που δεν κοιμάται σχεδόν ποτέ, γι’ αυτό και έχει μόνιμα σακούλες κάτω από τα μάτια της – αρχής γενομένης από την δύση της ζωής της με πορεία ανάποδη.
Δηλαδή, στην «Ομίχλη», η Χούλντα Χερμανσντότιρ μας παρουσιάζεται στην αρχή της καριέρας της, μια 35άρα στα μέσα της δεκαετίας του ’80, και όχι στο τέλος, όπως ίσως θα περίμενε ο αναγνώστης. Και, ω ρε φίλε, έχει πολλή δουλίτσα να κάνει μέχρι να επιλύσει το μυστήριο που τίθεται μπροστά της.
Το μυστηριακό παζλ που τόσο τεχνηέντως φτιάχνει λέξη προς λέξη ο Γιόνασον είναι σύμφυτο με το κλίμα της πατρίδας του: στις σελίδες της «Ομίχλης» χιονίζει διαρκώς, όλα είναι παγωμένα, η θερμοκρασία τόσο η εξωτερική, όσο και η εσωτερική, εντός των σπιτιών και των αστυνομικών τμημάτων, δεν έχει ποτέ θετικό πρόσημο, αλλά πάντα αρνητικό.
Επίσης, σε συνέχεια από το δεύτερο μέρος της τριλογίας, επικρατεί διαρκώς Σκοτάδι, πηχτό, από εκείνα που δεν διακρίνεις ούτε την μύτη σου. Σχεδόν τίποτα στο βιβλίο δεν εκτυλίσσεται κατά τις πρωινές ώρες. Επιπλέον, όλο αυτό το ήδη μουντό και πνιγηρά κλειστοφοβικό κλίμα, το επιτείνει και το εντείνει το διαρκές αίσθημα απομόνωσης και μοναξιάς των πρωταγωνιστών του -είναι σαν να διαβάζεις το βιβλίο και ταυτόχρονα, στα αυτιά σου, να ηχεί η φωνή του Ιαν Κέρτις των Joy Division να σου τραγουδάει το “Isolation”:
“In fear every day, every evening / He calls her aloud from above / Carefully watched for a reason / Painstaking devotion and love“.
Ετσι ακριβώς ζει και κινείται η επιθεωρήτρια: «μέσα στον φόβο κάθε μέρα και κάθε απόγευμα», προσπαθώντας να συνδέσει τα κομμάτια ενός παζλ που εξαρχής μοιάζει σχεδόν απίθανο να λυθεί.
Μάλιστα, ο συγγραφέας χτίζει σταδιακά το «whodunnit» του αρνούμενος πεισματικά να υποπέσει στην λούμπα και την μανιέρα πολλών συναδέλφων του, οι οποίοι ποτίζουν τις σελίδες των noir τους με ισόποσα λίτρα αίματος, σχεδόν να πιτσιλάνε τον καμεραμάν, που λένε και στο Χόλιγουντ.
Στην «Ομίχλη» αίμα δεν υπάρχει, σχεδόν ούτε για δείγμα – κάτι σαν τις εντελώς αναίμακτες ταινίες «Blair Witch Project», «The Ring» ή «It Follows», που δεν ξέρεις τι σε περιμένει μετά από κάθε σκηνή. Και σχεδόν πάντα, μα πάντα, πιάνεις το αίμα στο μυαλό σου να παγώνει, ακόμη και αν εσύ, ως αναγνώστης, είχες προετοιμαστεί για την χειρότερη δυνατή εξέλιξη.
Ηδη, από τις πρώτες 20-30 σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης θα συλλάβει τον εαυτό του να ασφυκτιά, όπως περίπου ένιωσαν πολλοί θεατές βλέποντας στο σινεμά, προ 15ετίας, το οριακό θρίλερ «Η Κάθοδος» με θέμα την περιπέτεια πέντε γυναικών σε μια σπηλιά στα έγκατα της Γης.
Μόνο που στην «Ομίχλη», ο συγγραφέας δεν επιχειρεί μια κάθοδο σε μια κυριολεκτική σπηλιά, αλλά στην (ενίοτε και κατά την πλατωνική παραβολή) σπηλιά που ονομάζεται «ανθρώπινη ψυχή».
Ο Γιόνασον κάνει μια βαθιά τομή στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων του, παρουσιάζοντας τους ως ανθρώπους που λυγίζουν συνεχώς κάτω από την διαρκή πίεση του ψυχρού κλίματος, του κρύου και της, κυρίως εθελουσίας, απομόνωσης μέσα σε ένα σπίτι υπό συνθήκες χιονοθύελλας ή πυκνής ομίχλης.
Κάποιοι εξ’ αυτών παραμένουν για μερόνυχτα ολόκληρα κλειδωμένοι στις μικρές οικίες τους, συχνά στην μέση του απόλυτου πουθενά της ισλανδικής ηφαιστειακής ενδοχώρας, αδυνατώντας να κάνουν το οτιδήποτε άλλο από τρία και μόνο πράγματα: να τρώνε, να κοιμούνται και κυρίως και πρωταρχικώς να φοβούνται.
Τους πάντες και τα πάντα.
Η ένταση, αμερικανιστί «heat», επικρατεί εις την ανάποδη στις σελίδες της «Ομίχλης», καθώς η «ζέστη» έχει αντικατασταθεί από το απόλυτο ψύχος, που σταδιακά και ευσχήμως μεταφέρεται από το έδαφος στα ανθρώπινα μυαλά, χέρια και πόδια. Ο αργόσυρτος χορός του μυστηρίου δεν τελειώνει ακόμη και όταν φαίνεται ότι όλα βαίνουν προς την διαλεύκανση. Και εκεί ο συγγραφέας, τσουπ, σου πετάει εσένα, ως αναγνώστη, ένα ακόμη «τυράκι» – και εσύ το τρως αμάσητο και συνεχίζεις το διάβασμά σου.
Στο τέλος, και με τα πολυεπίπεδα στάδια της ολοένα και κλιμακούμενης έντασης να έχουν κορυφωθεί, το μόνο που μπορεί να νιώσει ο αναγνώστης για την επιθεωρήτρια είναι, ταυτόχρονα, μια απέραντη θλίψη για την (ακόμη νεαρότατη αστυνομικό), αλλά και έναν τεράστιο θαυμασμό για τις ικανότητές της ως προς την επίλυση του γρίφου.
*«Η Ομίχλη» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση Βίκυς Αλυσσανδράκη.