«Ήρθε ένας […], πήρε ένα χάρακα κι άρχισε να με κοπανάει όχι με μεγάλη δύναμη. […] Όταν έφτασε στα γεννητικά όργανα κι ιδιαίτερα στο πέος, άρχισε να το χτυπάει σιγά-σιγά, προκαλώντας ένα είδος ερεθισμού. […] Τότε ο Γερμανός βουτάει το αγκαθωτό συρματόσχοινο και αρχίζει να με χτυπάει μ’ αυτό στα γεννητικά όργανα τόσο πολύ, ώστε καθώς ήταν μάλιστα διεγερμένα, σκίστηκαν, κομματιάστηκαν κι άρχισαν να τρέχουν αίματα […]. Πήρε μια διπλή εφημερίδα […] έκαμε ένα είδος σακούλας, έβαλε φωτιά σε μια τους άκρη, την έβαλε κάτω απ΄τα γεννητικά μου όργανα  κι άρχισε να τα καίει σιγά σιγά».

Όχι ο Γερμανός στον οποίο αναφέρεται ο αφηγητής δεν είναι κάποιος σικ-φετιχιστής που περνάει ανέμελες στιγμές σε κάποιο leather party σε Club του Βερολίνου. Είναι ένας υπαξιωματικός των Ες Ες που ξεσπάει πάνω σε ένα 17χρονο φοιτητή της νομικής, τον αφηγητή Βαγγέλη Βασιλάτο. Η χρονική στιγμή είναι Ιούνιος του 1944 και το club του σεξουαλικού τρόμου είναι ένα κτίριο στην οδό Μέρλιν 6 στο Κολωνάκι.

Ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης φέρνει ξανά τη φωνή του στην επικαιρότητα –στο best-seller “Οι Δωσίλογοι”– ξεκαρφιτσώνοντας από ένα χρονικό του επίσης βασανισμένου Αντώνη Φλουντζή. Το απόσπασμα ζωγραφίζει ένα από τα πολλά ενσταντανέ του “δωσιλογισμού”. Τη μια μέρα είσαι νέος, χυμώδης φοιτητής της Νομικής –με έντονες απόψεις για την πολιτική και διεθνή κατάσταση του χώρου– και την άλλη είσαι το ματωμένο παιχνιδάκι σ’ ένα horror porn. Το μαρτύριο σου οφείλεται σε κάποιο συμπατριώτη σου –που συνεργάζεται με κάποιο σώμα Ασφαλείας– ή με τα ίδια τα Ες Ες –και σφύριξε το όνομα σου στον εχθρό.

Και μοιραία αναρωτιέσαι (καθώς το σώμα σου κρεμιέται σαν ΄αεροπλανάκι’ απ΄το ταβάνι): ποιος είναι εχθρός τελικά – ο Ναζί ή ο γείτονας – και πότε ακριβώς τελειώνει αυτή η αβεβαιότητα;

Και γιατί απολαμβάνουν τον πόνο σου σαν σεξουαλικό παιχνίδι;

«Ακουγα την κίνηση του δρόμου», αναπολεί ο Βασιλάτος. «Ένιωθα σαν ν’ ακούγεται από μακριά κάποια γλυκιά μουσική και ένα σωρό απίθανες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου […]. […] Με κατέλαβε μια λύπη. Είμαι 17.5 χρονών, σκέφτηκα. Η ζωή κυλάει. Κι εγώ είμαι κρεμασμένος».

Στα λόγια του ο τρόμος (κρέμασμα στο μπουντρούμι) και η απόδραση (μουσική εκεί έξω) μοντάρονται μαζί όπως σε πολλά πολύ μεταγενέστερα και δημοφιλή πορνο-θρίλερ, όπως το “The Hostel” (Eli Roth, 2005). Στη συγκεκριμένη ταινία, νέοι φοιτητές ξεκινούν χαρούμενοι να πάνε διακοπές στην Ευρώπη –και  καταλήγουν όργανα απόλαυσης χασάπηδων. Οι βασανιστές τους ηδονίζονται με πράγματα που ηδόνιζαν τους Ναζί και τους συνεργάτες τους: Ας σου τροχίσω τα δόντια για πλάκα, ας σου βγάλω ένα μάτι για να παίξω τένις. Το “Hostel” όμως είναι μια ταινία φαντασίας που μιλά για καιρό της ειρήνης και «ευημερίας». Ο βασανισμός των ηρώων εξυπηρετεί τη φετιχιστική διασκέδαση  ενός κλαμπ πλουσίων που μοιάζουν με φιλήσυχους και ευπρεπείς πολίτες. Για την πλειοψηφία των θυμάτων τους δεν υπάρχει happy end, ούτε καθαρτική δικαίωση.

Hostel, 2005

Τόσο η ανάγνωση ενός ιστορικού βιβλίου όσο και η ερμηνεία μιας ταινίας κάνει γκελ με την ιστορική θέση του κοινού τους. Όταν είδα κατά κακή μου τύχη το “Hostel” επιβίωνα μετά βίας στο Λονδίνο των τελών των 00ς.  Τα ‘βγαζα περα (;) σε μια πανάκριβη πόλη με μια πενιχρή υποτροφία του ΙΚΥ και κακοπληρώμενες δουλειές του ποδαριού σε βιβλιοθήκες και παρακμιακά gay after-clubs. Μοιραία ερμήνευσα το στόρι σαν μια ακραία αλληγορία των ‘βασανιστηρίων’ της γενιάς μου – ένα μαύρο χιούμορ γύρω από την τοξική αισιοδοξία της νεότητας και τον κυνισμό του ύστερου καπιταλισμού. Ξεκινάς να γίνεις πυραυλικός δημιουργός εμπειριών και καταλήγεις ξεφτιλισμένος με σπασμένα κόκαλα κάτω από τη μπότα του καθεστώτος.

Τα βασανιστήρια που είχα υπόψιν ήταν το διαρκές φλερτ με την ανεργία και την αστεγία, η εξάντληση και η γελοιοποίηση σε χώρο δουλειάς, η τραυματική κοινωνικοποίηση, η διαρκής μετακόμιση, η αφόρητη αίσθηση αδικίας και η ψυχο-σωματική αντίδραση σε αυτές τις αντιξοότητες.

Δεν φανταζόμουν ας πούμε ότι το 2012 στην αποκορύφωμα της ελληνικής κρίσης θα τρωγα  και πραγματικό ξύλο από νεοναζί κατά τη διάρκεια ερωτικών αναζητήσεων στο Ζάππειο.

Να όμως που ο ρεαλισμός επιστρέφει στη ιστορική μας όραση.

Η πρώτη ύλη του “Hostel”, δηλαδή η ωμή σαδιστική βία και κυρίως, η απουσία δικαίωσης δεν είναι απλά μεταφορικά σχήματα. Ακουμπούν παραδόξως πάνω σε ένα βαθιά ιστορικό, αλλά αποσιωπημένο,  ρεαλισμό. Ειδικά στην Ελλάδα. Η δικαίωση των κακών και ο ευπρεπισμός της κτηνωδίας είναι σημεία στα οποία η φαντασία του τρόμου τέμνεται με την ιστορική τεκμηρίωση. Ο Χαραλαμπίδης εξηγεί ότι για τα θύματα των συνεργατών των Ναζί δεν υπήρξε ούτε σωτηρία, ούτε μεταπολεμική δικαίωση. Με άλλοθι τον “αντικομμουνισμό” οι περισσότεροι είτε αθωώθηκαν, είτε εξέλαβαν ελαφριές ποινές που στο πέρασμα του χρόνου γίνονταν ακόμη ελαφρύτερες.

Επιχειρηματίες (προμηθευτές, εργολάβοι, έμποροι) που πλούτισαν μέσω της οικονομικής συνεργασίας με τον κατακτητή –αλλά και ένοπλα μέλη που συνέδραμαν στις πιο πολυ-φονικές δράσεις– εδραίωσαν το κύρος τους και στελέχωσαν τον κρατικό μηχανισμό και τις προνομιούχες ελίτ της μεταπολεμικής κοινωνίας. Η εξίσωση των κομμουνιστών και του ΕΑΜ/ΕΛΛΑΣ με τον υπ’ αριθμόν ένα εθνικό “ένοχο”, αθώωσε τους δωσίλογους σχεδόν όλων των ειδών –ακόμη και εκείνους που είχαν συμμετάσχει σε μαζικές κτηνωδίες, μπλόκα και βασανισμούς.

Ο σαδιστής του χθες έγινε ο ευπρεπής ηδονιστής του αύριο.

Η εξίσωση “ηδονισμού” και “κτηνωδίας” στην τέχνη είναι αρκετά κλισέ σχήμα –μοιάζει πολύ με ηθικιστικό και θρησκευτικό κήρυγμα. Είναι αρκετά απωθητικό να βλέπεις τους κακούς σε κάμποσα κόμιξ και ταινίες να γουστάρουν παρτούζες και τους καλούς να είναι μονογαμικοί, ρομαντικοί ή ασέξουαλ (όπως στο “Τhe Boys” του Garth Ennis). Αυτές οι συμβάσεις αποσιωπούν κάτι από την επικούρεια, χίπικη αντίληψη για την ηδονή, εκεί όπου το σεξ –όλων των ειδών– συμφωνεί με αιτήματα αλληλεγγύης και ενσυναίσθησης.

Θέλουμε και μπορούμε να είμαστε γουρούνια και φιλάνθρωποι στο ίδιο σώμα. Μπορούμε να βιώνουμε το βίτσιο και ρομάντσο σε απόλυτη αρμονία. Ο στόχος μας είναι να υπερβαίνουμε τα δίπολα και όχι να τα διαιωνίζουμε. Κι αυτός είναι ο βασικός λόγος που υπέφερα (μη οικειοθελώς) βλέποντας μια ταινία που αναπαράγει τα σαδιστικά μοτίβα του Δωσιλογισμού: Το “Σαλό” ή “120 Μέρες στα Σόδομα” του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Αντί για την ελευθεριακή απεικόνιση του πανσεξουαλισμού, η ταινία ταυτίζει το βίτσιο με το ήθος των τεράτων. Οι απελευθερωμένοι της ηδονής εδώ είναι (μόνο) οι Ναζί κι οι φιλοι τους. Το θεωρούσα –και το θεωρώ– εντελώς στενόμυαλο και ελαφρώς κνίτικο (δηλαδή σταλινικό) τύπο ανάγνωσης.

Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτή η  arthouse ταινία –γεμάτη ακρότητες, υπαινιγμούς και αλληγορίες–  καθρεφτίζει σχεδόν παραστατικά και ενίοτε ρεαλιστικά πολλές από τις ιστορικές σκηνές που περιγράφονται στο βιβλίο του Χαραλαμπίδη. Η ταινία του Παζολίνι διηγείται την απαγωγή νέων από μια μικρή ομάδα Ναζί ευζωιστών και τη χρήση τους ως δούλων σε απάνθρωπα σεξουαλικά βασανιστήρια. Η αφήγηση χωρίζονταν σε τρία μέρη. Ο κύκλος της Μανίας. Ο κύκλος των Κοπράνων. Και ο Κύκλος του Αίματος.

ταινίες
Salò, ή οι 120 μέρες στα Σόδομα, 1975

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κύκλος της Μανίας παραπέμπει στο συνδυασμό πολεμικής, πολιτικής και υλικής συντριβής της ελληνικής κοινωνίας. Οι Γερμανοί θριαμβεύουν όχι μόνο στο στρατιωτικό πεδίο αλλά και στο μακροπρόθεσμο έλεγχο –στην  “βιοπολιτική”.  Ράβουν μαζί καταστολή και οικονομικό ξεζούμισμα έχοντας στο πλευρό τους τρεις ελληνικές κυβερνήσεις συνεργασίας. Ο Χαραλαμπίδης τονίζει αυτή η συνεργασία από τα πάνω –η οικονομική εκμετάλλευση και ο εξευτελισμός των εργαζόμενων – βάζει μπρος τον οδυνηρό οργασμό του δωσιλογισμού.

Η εξαθλίωση των πλεμπαίων, η αναγκαστική επίταξη, η άνοδος του πληθωρισμού, ο πλουτισμός των λίγων και η φτώχευση των πολλών, αποτυπώνει ανάγλυφα το παζολινικό  σχήμα ιεραρχίας. Μια μειονότητα από τα πάνω εκμεταλλεύονται τα σώματα από τα κάτω. Μάλιστα στην ταινία κάποιοι από τους σκλάβους φαίνεται να παραδίδονται εθελοντικά και να γίνονται βοηθοί των τυράννων τους.

Η θεσμική συνεργασία επιδρά από πολύ νωρίς πάνω στα σώματα των ανθρώπων: οι μισθωτοί εξαχρειώνονται υλικά, και όταν διαμαρτύρονται (με πορείες, απεργίες), πυροβολούνται. Στην ταινία, όταν μια κοπέλα προσπαθεί να δραπετεύσει από τα καταναγκαστικά όργια, της κόβουν το λαρύγγι. Πολύ πριν την ανάδειξη ένοπλης αντίστασης ή της αριστερής στράτευσης, ή αλλιώς πολύ πριν την “κόκκινη βία” το κράτος αναλαμβάνει το ρόλο του σαδιστή. Του στοργικού αφέντη με το συρματόσχοινο..

Όμως οι αναλογίες δεν περιορίζονται σε μεταφορικά σχήματα. Στον κύκλο της Μανίας το αίμα γίνεται σεξουαλικό διεγερτικό (αντε σκυλί, φάε μια πολέντα γεμάτη με καρφιά). Αυτές οι σκηνές φωτογραφίζουν εμπειρίες που βιώθηκαν και καταγράφηκαν σε κατοχικά βασανιστήρια και αρχειοθετήθηκαν στο ΕΛΙΑ-ΜΕΤ απ’ όπου τις ανασύρει ο Χαραλαμπίδης. Κάπου εκεί ακούμε το  φοιτητή Ιατρικής Ευστράτιο Παναγουλέα να εξηγεί στον ιατροδικαστή του ότι το κομμάτι 4 εκατοστών που λείπει από το αυτί του, το τραγάνιζαν με το στόμα τους σιγά-σιγά οι βασανιστές του κατά τη διάρκεια της ανάκρισης. Μαζί με το Παζολίνι μπαίνει στην παρέα μας ο Χάνιμπαλ Λέκτερ και τα βαμπίρ. Η  Ευαγγελία Ράπτη εκτός από τραύματα γρονθοκοπήματος και μαστιγώματος στους μηρούς είχε και τραύμα στο στήθος της από δαγκωματιά.

«Η (Μαρία) Λαλοπούλου ανέφερε ότι αφού ολοκληρώθηκε ο ξυλοδαρμός της και ενώ βρισκόταν ματωμένη στο δωμάτιο της ανάκρισης, ο (Ιωάννης) Μόρφης (ο βασανιστής της) την πλησίασε, έσκυψε πάνω της και “[…] μου ρούφηξε το αίμα που έτρεχε από την πληγή μου λέγοντας “θα σου ρουφήξω το αίμα πόρνη δεν σε σιχαίνομαι”».

Ο κύκλος των Κοπράνων στην ταινία του Παζολίνι είναι το κομμάτι στον οποίο οι ήρωες εξαναγκάζονται να φάνε σκατά. Θυμίζει παραστατικά στο επισιτιστικό πρόβλημα, το βιολογικό και ψυχολογικό εξευτελισμό των υποταγμένων αλλά και τον φονικό λιμό της Αθήνας. Η εξουσία και η πείνα σε σπρώχνουν να φας τα πάντα. Όμως μια σκηνή της ταινίας, όπου οι ήρωες παραμένουν εγκλωβισμένοι μέσα σε βαρέλια από σκατά παραπέμπει επίσης σε βιωμένες εμπειρίες. Στις φυλακές του ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα, τονίζει ο Χαραλαμπίδης, όπου δεν υπήρχαν παράθυρα, καθαρίστριες και εξαερισμός, «το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η “βούτα”». Η διοίκηση των φυλακών απαγόρευε στους κρατούμενους να χρησιμοποιούν τις τουαλέτες του κτιρίου. Αυτοί αποπατούσαν και ουρούσαν σε βαρέλια τοποθετημένα στον ίδιο κλειστό χώρο στον οποίο περνούσαν όλη τη μέρα τους.

Τέλος ο κύκλος του Αίματος, όπου τα θύματα των Ναζί εκτελούνται με τελετουργικό τρόπο παραπέμπει εξαιρετικά παραστατικά και ρεαλιστικά στα αμέτρητα μπλόκα, βασανιστήρια και εκτελέσεις που κορυφώθηκαν στα τελευταία χρόνια της Κατοχής.  Ο “τελετουργικός” χαρακτήρας των εκτελέσεων και των βασανισμών φανερώνεται άμεσα από τις γραφικές λεπτομέρειες των μαρτυριών αλλά και έμμεσα από μια άλλη σημαντική διάσταση. Όπως τονίζει ο ιστορικός, ενώ τα βασανιστήρια των ορίτζιναλ Ναζί διαρκούσαν εβδομάδες και στόχευαν στην εκμαίευση πληροφοριών από το βασανιζόμενο, στις βαναυσότητες που επιτελούσαν οι δωσίλογοι ο θάνατος επέρχονταν πολύ γρήγορα, χωρίς κάποιο κατασκοπικό όφελος.

Θα μπορούσε άραγε, με βάση και τα υπόλοιπα στοιχεία του καμβά, να αποδοθεί αυτό σ’ ένα παράξενο ψυχισμό ηδονής μέσα από τον πόνο; Στην πραγματικότητα όσες λεπτομέρειες και αν έχουμε από τα αρχεία, τα κίνητρα και η ψυχοσύνθεση ζώντων και νεκρών θα παραμένει πάντα ένα μυστήριο. Ανοιχτό για καλλιτεχνική και επιστημονική διερεύνηση.

Τόσο για το παρελθόν όσο και για το πρόσφατο παρόν.

Πριν λίγα χρόνια δημοσίευσα μια σειρά από κείμενα, βίντεο-περφορμανς και παραστατικές διαλέξεις  με άξονα τις απειλές σεξουαλικής βίας που δέχτηκα διαδικτυακά από ένα πρώην χρυσαυγίτη. Ο συνομήλικος συνομιλητής μου παρουσίασε την ελληνική νεο-ναζιστική οργάνωση σαν ένα τεράστιο όργιο ομο-ερωτικής ασυδοσίας. Όταν μετέφερα τα λόγια του, γραπτώς ή σωματικώς, δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος για τίποτα. Ήξερα ότι η βία εδώ, είτε ως αφήγηση είτε ως μορφή εμπειρίας στο δρόμο, ήταν μια μορφή παράστασης που είχε σχεδόν εξόφθαλμα σεξουαλικά χαρακτηριστικά.

Όπως τότε, έτσι και τώρα δεν πιστεύω ότι η χρήση της βίας σε συναινετικές πράξεις ερωτισμού αποτελεί ένδειξη εγκληματικής συμπεριφοράς. Ούτε θεωρώ ότι οι βασανιστές είναι απαραίτητα “σεξουαλικά καταπιεσμένοι”. Συχνά το ζήτημα δεν είναι απλά η ψυχική κατάσταση μεμονωμένων ανθρώπων, αλλά η ευρύτερη δυναμική μιας συγκυρίας. Ιστορικοί, όπως η Τζοάνα Μπούρκε έδειξαν πως τα πεδία μάχης μετέτρεψαν την πράξη του φόνου σε διεγερτικό λαγνείας, σε στρατιώτες όλων των εθνών, όχι μόνο στους Ναζί ή στους συνεργάτες τους.

Όμως η ερωτική ψυχοσύνθεση του πόνου αποτελεί ακόμη ανοιχτό ερώτημα. Σε ποιες  συγκυρίες, πολέμου ή ειρήνης, ο σαδισμός μπορεί ξαφνικά να αποδράσει απ’ το πλαίσιο της ερωτικής απελευθέρωσης, δηλαδή του ακομπλεξάριστου συναινετικού παιχνιδιού, και να εισβάλλει σαν απολυταρχικός οδοστρωτήρας στις ζωές μας;

Η δική μου τακτική μπροστά στο αίνιγμα ήταν να υποδυθώ εγώ ο ίδιος τον άνθρωπο που απείλησε να με μαχαιρώσει, να πω λέξη προς λέξη τα πράγματα που μου είπε, για να μαντέψω ίσως κάτι απ΄την πορεία του μυαλού του, αλλά και για να μετατρέψω μια στιγμή αδυναμίας σε μια πιθανή ευκαιρίας δόξης (δικής μου) – σαν μια μορφής ανεστραμμένου σαδισμού.

Το συμπέρασμα μου είμαι ότι για πράξεις αδικαίωτης βίας που συνέβησαν –που συμβαίνουν– και θα συμβούν, τόσο η τέχνη της τεκμηριωμένης εξιστόρησης όσο και η τέχνη της ενσώματης αναπαράστασης λειτουργούν καθαρτικά.

Αλλά δεν αρκούν.

➸ ΙΝΦΟ: To βιβλίο “Oι Δωσίλογοι”, του Μενέλαου Χαραλαμπίδη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.