Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα είναι ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του θεμελιωτή του ελληνικού αστυνομικού και μεγάλου στυλίστα Γιάννη Μαρή (Ιωάννη Τσιριμώκου, 1916 – 1979). Δημοσιεύθηκε, με το αρχικό τίτλο Μαύρος Άγγελος, σε κυριακάτικές συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη το 1961-62. Η πρώτη μάλιστα δημοσίευση έγινε την Κυριακή 29 Οκτωβρίου 1961, ανήμερα δηλαδή των «εκλογών της βίας και της νοθείας» όπου «ψήφισαν ακόμα και τα δέντρα» σύμφωνα με τη διάσημη φράση του Γεωργίου Παπανδρέου και τελικά επικράτησε περιέργως η ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η σχετική διαφημιστική καταχώρηση αναγράφει: «Ο Μαύρος Άγγελος, μια μοντέρνα περιπέτεια στην Αθήνα το 1961. Ήταν αθώα; Ήταν ένοχη; Δεν το ήξερε. Εκείνο που ήξερε ήταν πως την αγαπούσε, έστω κι αν η αγάπη της ήταν ο θάνατος γι’ αυτόν…».

Η υπόθεση: Ο Τιμόθεος Κώνστας, πάμπλουτος επιχειρηματίας, πεθαίνει υπό μυστηριώδεις και αδιευκρίνιστες συνθήκες, μετά από ισχυρή δόση υπνωτικών χαπιών. Ο ανιψιός και κληρονόμος του Κώστας Νικόδημος επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στην Ελλάδα και αποφασίζει να διερευνήσει το θάνατό του: πρόκειται για αυτοκτονίας, καρδιακή προσβολή ή προσχεδιασμένο έγκλημα; Ή μήπως σχετίζεται με ένα ένοχο μυστικό, καλά φυλαγμένο από τα χρόνια της Κατοχής; Τι γνωρίζει αλήθεια η αστυνομία για την οργάνωση Μαύρος Άγγελος που διακινούσε τις κλεμμένες περιουσίες των Εβραίων στην Κατοχή;

Ποιος ο ρόλος της νεαρής Μάγδας, γοητευτικής και επικίνδυνης συζύγου του Τιμόθεου Κώνστα; Πώς εμπλέκονται ο θηλυπρεπής ξάδελφος Αργύρης και η μητέρα του, η επίσης καλλονή Ίρμα Κονταλέξη, ο επιστήθιος δικηγόρος του θύματος και ο αλλόκοτος κύριος Δημόδικος που το παρελθόν του σχετίζεται με σκοτεινά πάρε-δώσε στα χρόνια της κατοχής; Μήπως ήταν μπλεγμένος σ΄ αυτά και ο Τιμόθεος Κώνστας; Την υπόθεση αναλαμβάνει να διαλευκάνει ο αστυνόμος Μπέκας, ο οποίος έτσι θα βιώσει έστω πρόσκαιρα, τη μεγάλη ζωή των πλουσίων, μόνο και μόνο για να την αποδοκιμάσει για άλλη μια φορά. Η πλοκή μεταφέρεται από την Αθήνα στην Ύδρα και κατόπιν στην Μύκονο και στη Δήλο, θέρετρα στα οποία έχει τοποθετήσει και άλλες φορές τη δράση ο Μαρής. Στη Μύκονο μάλιστα επικρατεί κοσμοθαλασσιά, επειδή υποτίθεται ότι πρόκειται να γυριστεί εκεί η νέα ταινία με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν. Το φαινομενικά αθώο ερώτημα «είχε ποτέ Γερμανούς στη Μύκονο;» που διατυπώνει ένας δευτερεύων χαρακτήρας σε σχέση με τη ραγδαία μεταπολεμική τουριστική ανάπτυξη του νησιού, αναδεικνύεται κ0μβικο στην εξέλιξη της υπόθεσης.

Αν και δημοσιεύθηκε αρχικά σε συνέχειες, Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα είναι ένα από τα πιο σφιχτοδεμένα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή. Σε αντίθεση με ό,τι συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εδώ είναι λιγοστές οι επαναλήψεις, οι διπλογραφές, οι αναιρέσεις και τα χάσματα στην πλοκή.

Θεματικά και στυλιστικά, πέρα από το whodunit και τη λύση του αστυνομικού γρίφου, ο Μαρής με τα έργα του εξέφρασε και υπερασπίστηκε την ηθική και τον τρόπο ζωής των μικροαστών της εποχής του – τους οποίους και εκπροσωπεί ο ίδιος ο Μπέκας, που γίνεται κατά κάποιο τρόπο η φωνή της συνείδησής τους. Ο Μαρής απεχθάνεται την επίδειξη χλιδής, τον νεοπλουτισμό και το κυνήγι του εύκολου πλούτου, τις «πολυτελείς κυρίες» και τους «κυρίους τους με τις μεγάλες κούρσες», τους «κομψευόμενους», τις «στάρλετ» και τους «θηλυπρεπείς» – υπερασπιζόμενος την μικροαστική ηθική ο Μαρής, σαφώς, παίρνει πολύ συντηρητική θέση στο θέμα της ομοφυλοφιλίας∙ δεν την κρίνει μεν βιολογικά ή «χριστιανικά», όμως την αντιλαμβάνεται ως «στάση», ως «επίδειξη», γι’ αυτόν συνδέεται με τη γενικότερη παρακμή που επιφέρει ο νεοπλουτισμός.

Σελ 34: «Ο Αλέξανδρος Αργύρης έπινε ένα χυμό φρούτων απέναντί μου. Τώρα στο φως της μέρας το νεανικό του πρόσωπο φαινόταν ακόμα πιο τσακισμένο, τα ξανθά του μαλλιά σαν βαμμένα, η διαστροφή του πιο έντονη. Είχε αλλάξει το χθεσινό κίτρινο πουλόβερ του μ’ έναν γαλάζιο, και φαινόταν ολοκάθαρα ξενυχτισμένος».

Το μοτίβο της γυναίκας-αράχνης, της πανέμορφης femme-fatale που παγιδεύει τους άντρες-θύματα με τη γοητεία της επανέρχεται στα έργα του Μαρή. Στο παρόν μυθιστόρημα προσωοποποιείται στην Μάγδα Κώνστα, την κατά 25 χρόνια νεότερη σύζυγο του εκλιπόντα Τιμόθεου και κατά συνθήκη θεία του αφηγητή της ιστορίας. Μαζί με τον τελευταίο, είναι η συν-κληρονόμος της περιουσίας. Ο εκλιπών, προκειμένου να διατηρηθεί η περιουσία στο οικογενειακό όνομα, είχε προβλέψει όρους ώστε να μην μπορεί να κληρονομήσει μόνον η Μάγδα εφόσον ζει ακόμα ο ανιψιός-αφηγητής, γιος της αδελφής του Τιμόθεου. Επομένως, αν η Μάγδα είναι η δολοφόνος του τελευταίου και επιθυμεί να μείνει η μόνη κληρονόμος, θα πρέπει να δολοφονήσει τον ανιψιό. Εναλλακτικά, αν τον σαγηνέψει και καταφέρει να παντρευτούν, κληρονομεί τα μισά. Εξυπακούεται ότι ο ανιψιός ξελογιάζεται πάραυτα:

Σελ 55: «Διέσχισα την αυλή βαδίζοντας πάνω στο αυλόστρωτο δρομάκι. Το σπίτι πρόβαλε έξαφνα πίσω από τα δέντρα και είδα τη γυναίκα που με περίμενε όρθια στη μαρμάρινη σκάλα. Φορούσε μαύρα και μου φάνηκε πολύ ψηλή (αργότερα θα καταλάβαινα ότι ήταν λιγότερο ψηλή, απ’ όσο μου φάνηκε στην πρώτη στιγμή και πως η θέση της στη σκάλα έδινε αυτή την εντύπωση). Ασυναίσθητα κοντοστάθηκα κι ύστερα προχώρησα με ορμή, για να επανορθώσω αυτή τη στιγμιαία μου αδυναμία.

Πριν φτάσουμε ο ένας κοντά στον άλλο, μετρηθήκαμε για λίγο με το βλέμμα. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε ο ένας τον άλλον. Στεκόταν έτσι, που το φως βρισκόταν πίσω της και το πρόσωπό της έμεινε στη σκιά, μέσα στο φωτοστέφανο που σχηματιζόταν γύρω από αυτό. Ύστερα μου έδωσε το χέρι. Ένα χέρι τρυφερό και λεπτό, που όμως μου έδωσε την εντύπωση πως έκρυβε μια απροσδόκητη δύναμη».

Έχει γραφτεί επανειλημμένα ότι ο Μαρής δεν ήταν πολιτικός συγγραφέας, με την έννοια ότι στα βιβλία του δεν ασχολείται με τα γεγονότα και τις σφοδρές πολιτικές διενέξεις της εποχής του, κυρίως με την τομή δεξιά-αριστερά. Ισχύει σε μεγάλο βαθμό. Μερίδα ωστόσο της ορθόδοξης αριστερής κριτικής κατηγοριοποίησε άδικα τον Μαρή ως «δεξιό συγγραφέα»: επειδή πρώτον, σύμφωνα με την αντίληψή της, το αστυνομικό ήταν «μπατσικό», «δεύτερης κλάσης» μυθιστορηματικό είδος και, δεύτερον, επειδή ο Μαρής συνεργαζόταν ως κειμενογράφος με εφημερίδες της δεξιάς όπως η Απογευματινή και η Ακρόπολη. Το πρώτο επιχείρημα προφανώς έχει καταπέσει προ πολλού από την ίδια την ιστορία της λογοτεχνίας∙ όσο για το δεύτερο, υπενθυμίζω ότι ο Μαρής δεν ήταν χομπίστας γραφιάς ούτε έγραφε βολονταριστικά, βιοποριζόταν από τις επιφυλλίδες και τα υπόλοιπα κείμενά του.

Ιδεολογικά και πολιτικά, ο Γιάννης Μαρής συντασσόταν στο κέντρο και ελαφρώς προς τα αριστερά, χωρίς όμως να μπορεί να χαρακτηριστεί σοσιαλδημοκράτης, όπως έχουν επιχειρήσει να τον χαρακτηρίσουν ορισμένοι αναθεωρητές κριτικοί  – η ιστορική σοσιαλδημοκρατία εξάλλου δεν είχε καν ιδεολογική/πολιτική εκπροσώπηση στην Ελλάδα του ’60. Δεύτερός ξάδελφος του πολιτικού Ηλία Τσιριμώκου, ο Μαρής ήταν μέλος της Δημοκρατικής Ένωσης, που με πρόεδρο τον τελευταίο συμμετείχε στην ίδρυση της Ενώσεως Κέντρου το 1961. Πιο πριν, στην περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης, συμμετείχε μαζί με τον Τσιριμώκο και τον Αλέξανδρο Σβώλο στην ίδρυση της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας και προσχώρησε στο ΕΑΜ. Στη διάρκεια του Αντάρτικου, ήταν μαζί με τον Τσιριμώκο επικεφαλής ένοπλου σώματος. Μετά την απελευθέρωση εργάστηκε στην κεντροαριστερή εφημερίδα Μάχη ως αρχισυντάκτης, σχολιογράφος και κριτικός κινηματογράφου. Ύστερα από τις αποκαλύψεις που έκανε η εφημερίδα για τις συνθήκες που επικρατούσαν στο κολαστήριο της Μακρονήσου, ο Μαρής διώχθηκε και φυλακίστηκε. Όταν όμως, το 1965, ο Ηλίας Τσιριμώκος συμμετείχε, μαζί με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, στην αποστασία που έριξε την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, τα σκάγια της αμείλικτης κριτικής πήραν και το εξάδελφο Γιάννη Τσιριμώκ-Μαρή.

Αν και ο Μαρής δεν ήταν ένας εξόφθαλμα πολιτικός συγγραφέας, εντούτοις έχει ασχοληθεί έγκαιρα και προνομιακά με ένα μείζον πολιτικό θέμα που αφορά την περίοδο της κατοχής: την εξόντωση των Εβραίων της Ελλάδας, με έμφαση στην ακμαία κοινότητα της Θεσσαλονίκης, και στην υφαρπαγή της περιουσίας τους από τους ναζί με τη βοήθεια Ελλήνων συνεργατών. Σ’ αυτούς του δωσίλογους, ο Μαρής αναγνωρίζει σημαντική μερίδα της νέας μεγαλοαστικής τάξης που πλούτισε στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αναδύθηκε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και κατόπιν κυριάρχηε σε μεγάλό βαθμό στην οικονομική και πολιτική ζωή του τόπου. Λίγοι Έλληνες συγγραφείς της «σοβαρής» λογοτεχνίας, προγενέστεροι ή συγκαιρινοί του Μαρή, είχαν τολμήσει ως τότε να καταπιαστούν μ’ αυτό το ζήτημα (μου έρχονται στο μυαλό κυρίως Θεσσαλονικείς όπως ο Δημήτρης Ιωάννου, ο Χριστόφορος Μπακόλας, αλλά και ο Δημήτρης Χατζής)∙ όχι τόσο με το γεγονός της εξόντωσης των Εβραίων, αυτό ήταν κοινός τόπος, αλλά με τη αγαστή συμμετοχή (ή τη σιωπηλή αποδοχή) Ελλήνων στο διαγούμισμα της περιουσίας τους. Ο Γιάννης Μαρής ήταν ένας από τους πρώτους που το ανέδειξαν σε εμβληματικά βιβλία του όπως Η εξαφάνιση του Τζων Αυλακιώτη και, καλή ώρα, Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα.

*Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα γυρίστηκε σε τηλεοπτική σειρά σε σκηνοθεσία του Ερρίκου Ανδρέου, με τον Σταύρο Ξενίδη στο ρόλο του αστυνόμου Μπέκα. Προβλήθηκε με πολύ μεγάλη επιτυχία από την ΕΡΤ το 1987.

Γιάννης Μαρής, Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα • Εκδόσεις Άγρα, 2025 • Πρόλογος: Ανδρέας Αποστολίδης

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.