Η φόρμα του διηγήματος αγαπιέται διαχρονικά από τους ηλιόλουστους Έλληνες αναγνώστες και συγγραφείς (στον αντίποδα του ογκώδους ρωσικού ή αντολικοευρωπαϊκού μυθιστορήματος) και ο Παναγιώτης Κολέλης μάς παραδίδει εννιά κοφτερές, ευκολοδιάβαστες κοινωνικού ρεαλισμού, που ακροβατούν ανάμεσα στην αμείλικτη πραγματικότητα και στο μεταφυσικό, στο ορατό και το αόρατο.

Ιστορίες για αυτόκλητους υπερασπιστές του νόμου και της τάξης, για στόματα που πρέπει να μείνουν οπωσδήποτε κλειστά, για κεραίες κινητής τηλεφωνίας που γεννούν ελπίδες και εφιάλτες, για σχέδια που είναι εξαρχής καταδικασμένα να αποτύχουν. Για ανθρώπους που συντρίβονται, ενώ πασχίζουν να κάνουν μια καινούργια αρχή, ή αυτοκαταστρέφονται για να αποδείξουν ότι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία. Για φαντάρους που δεν υπηρετούν την πατρίδα τους και για πατρίδες που δεν τους αξίζουν οι φαντάροι. Για τραυματικές οικογενειακές σχέσεις, για μετανάστες που αναζητούν μερίδιο στην κανονικότητα και για μπαλκόνια που δονούνται από συνθήματα και συναισθήματα. Για τον ανίερο εναγκαλισμό του πόθου της ιδιοκτησίας και του πόθου για ένα νεαρό κορμί, έστω και νεκρό. Για άλματα στο κενό και για φυτά που καταλαβαίνουν περισσότερα από τους ανθρώπους. Για την ευτυχία και την εκμετάλλευση, δύο έννοιες τόσο διαφορετικές, που απέχουν όμως πολύ λίγο μεταξύ τους.

«Από τις πρώτες κιόλας σελίδες θα νιώσετε πώς είναι να σπαρταράει ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος που έχει πάρει φωτιά», σημειώνει η δημοσιογράφος και συγγραφέας Σεμίνα Διγενή στον Πρόλογο. «Όσο κι αν οι καταστάσεις που περιγράφονται σε αυτές τις ιστορίες μοιάζουν σουρεαλιστικές, ο σουρεαλισμός τους δεν απέχει πολύ από τη σκληρή καθημερινότητα που έχει σιγά σιγά διαμορφωθεί – και όχι μόνο στον τόπο μας», σημειώνει η Έρη Ρίτσου στο Επίμετρο.

O Παναγιώτης Κολέλης γεννήθηκε τον Ιούνιο του 1990 στην Αθήνα. Σπούδασε Λογιστική και Χρηματοοικονομικά στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου απέκτησε το μεταπτυχιακό του στη Δημόσια Πολιτική και Διοίκηση· ωστόσο, δραστηριοποιείται επαγγελματικά στο χώρο της επικοινωνίας και των δημοσίων σχέσεων. Έχει παρακολουθήσει μαθήματα στο Εργαστήρι Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας και αρθρογραφεί σταθερά σχετικά με το βιβλίο, το θέατρο και την πολιτική.

Οι Κομμένες γλώσσες είναι το τρίτο του βιβλίο, μετά το Επτά χρόνια στο αμόνι (Εκδόσεις Εντύποις, 2018) και την Εξαπάτηση της Δημοκρατίας (Πρότυπες Εκδόσεις Πηγή, 2017).

Αγαπάει τη θάλασσα.

 

Αυτό που αγάπησα πολύ στα διηγήματά του είναι μια αίσθηση πείνας και δίψας για αλήθεια, για ζωή, για επανάσταση. Μπορεί ο συγγραφέας να αφορμάται από την αμείλικτη πραγματικότητα της κρίσης και των αποτόκων της, όμως θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό μπορεί να διαβάζεται απολαυστικά και απνευστί για τα επόμενα εκατό χρόνια.

Τα διηγήματα «Κομμένες Γλώσσες» και «Η Κεραία» τα βρήκα απλώς αριστουργηματικά, τα διάβασα με κομμένη την ανάσα.

Η αβίαστη κινηματογραφικότητα της γραφής του Κολέλη με οδήγησε στην επιθυμία να τα δω στην μεγάλη ή και στην μικρή οθόνη. Αν τα βιβλία θεωρούνταν όσο κουλ θεωρείται το Netflix και οι λοιπές πλατφόρμες, τότε θα μιλούσαμε για κάτι viral, αυτήν την στιγμή. Το βιβλίο του συζητείται εντός και εκτός λογοτεχνικών κύκλων και αυτό είναι το πιο σημαντικό, για μένα.

Η λογοτεχνία που αφορά τον κόσμο, όχι απλώς τους διανοούμενους ή τους συγγραφείς.

Περιμένω ήδη με ανυπομονησία τα επόμενα βήματα του συγγραφέα που φαίνεται πως θα συνεχίσει να απασχολεί, κυρίως γιατί δεν παύει να απασχολείται ο ίδιος από το τι συμβαίνει γύρω του. Και αυτό είναι που κάνει στ’ αλήθεια την λογοτεχνία πολιτική, κοινωνική, φλεγόμενη.