Με τον Δημήτρη Μητσοτάκη δεν απέχουμε και πολύ ηλικιακά, είναι για την ακρίβεια μία γενιά μεγαλύτερος μου. Το ’94, όμως, όταν ήμουν στα 20 κι εκείνος στα 27, τότε δηλαδή που έκανε την πρώτη του εμφάνιση με τους Ενδελέχεια, η διαφορά αυτή φαινόταν τεράστια. Οι Ενδελέχεια άλλωστε είχαν κάτι δικό τους, που δεν μπορώ να το προσδιορίσω ακριβώς αυτή τη στιγμή, μα που σίγουρα έμοιαζε σαν να είχαν στήσει το δικό τους μπαϊράκι.
Ο Δημήτρης, τόσο με τη μπάντα του, όσο και με τα επόμενα σχήματα, έζησε τη λεγόμενη χρυσή περίοδο της δισκογραφίας της δεκαετίας του 1990. Ξέρετε, όταν στα πεζοδρόμια μπορούσες ν’ αγοράσεις με ελάχιστα χρήματα από πλανόδιους πωλητές τα παρανόμως αντιγραμμένα CD του Αλκίνοου Ιωαννίδη, του Περίδη, του Μάλαμα, αλλά και των Ενδελέχεια. Ήταν η περίοδος που, όπως μου εκμυστηρεύθηκε και ο ίδιος στην πρώτη από τις αρκετές συνεντεύξεις που είχα την ευκαιρία να μου δώσει, τα συγκροτήματα δεν είχαν ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους και απλά ο κάθε συνθέτης ήταν ένας διαφορετικός συνθέτης, όπως και ο κάθε στιχουργός και το κάθε σχήμα συνυπήρχαν με τη διαφορετικότητα τους.
Οι εποχές άλλαξαν, η οικονομική κρίση τσάκισε τη χώρα, ο νεοναζισμός αναβίωσε, η δισκογραφία και ο μουσικός Τύπος κατέρρευσαν και τότε μόνο φάνηκε τι σήμαινε δυνητικά ο όρος ”νεότερη ελληνική ροκ σκηνή” και ποια γκρουπ άντεξαν στο χρόνο που μεσολάβησε. Σύμφωνα με τον ίδιο, αφού δικά του λόγια θα δανειστώ, «τα ροκ γκρουπ εκείνης της εποχής ήρθαμε κοντά σαν άνθρωποι, γίναμε φίλοι κι αρχίσαμε να έχουμε παρτίδες». Πόσο δίκιο έχει, αν υποτεθεί πως ο Μητσοτάκης σήμερα δεν είναι ο συνθέτης ή η κινητήριος δύναμη των Ενδελέχεια κλπ., αλλά ένας αυτόφωτος δημιουργός, τραγούδια του οποίου έχουν ερμηνεύσει ένα σωρό άλλοι καλλιτέχνες, σαν τη Μάρθα Φριντζήλα που περιμένουμε να ακούσουμε το νέο τραγούδι τους, προερχόμενοι όχι μόνο απ’ το πεδίο του λεγόμενου ελληνικού ροκ.
Από το 2007 ο Μητσοτάκης φανέρωσε και τη συγγραφική του δεινότητα κι εγώ τώρα σκέφτομαι πως είναι απ’ τις λίγες φορές που καλούμαι να μιλήσω όχι για τον τελευταίο δίσκο ενός μουσικού, αλλά για το τελευταίο βιβλίο του. Πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων που λέγεται «Ο καιρός άλλαζε» και είναι το πέμπτο κατά σειρά βιβλίο του.
Το βιβλίο αυτό διαβάζεται απνευστί και ελπίζω να μην ακούγεται κλισέ η φράση αυτή, γιατί δεν αξίζει καθόλου σ’ ένα τέτοιο βιβλίο. Εγώ το διάβασα σε δύο δόσεις, αν και από χθες το πέρασα όλο μιαν ανάγνωση, γιατί έπρεπε και κάτι να πω. Και έχω να πω καταρχάς ότι οι σκέψεις που μου γεννήθηκαν κατά την ανάγνωση των ιστοριών του και που με χτύπησαν κατά ριπάς – που λένε – δεν μου έκαναν καθόλου δύσκολο και καθόλου δυσάρεστο το να κάτσω και να τις καταγράψω.
Κάθε ένα διήγημα αποτελεί και μια ολοκληρωμένη σεκάνς από μια κινηματογραφική ταινία με χαρακτήρες ολοζώντανους, με σάρκα, οστά και λόγο ύπαρξης, απ’ αυτούς που όλοι μας έχουμε συναντήσει, ειδικά αν είμαστε μεγαλωμένοι σε λαϊκές γειτονιές, σαν τον Πειραιά και την Καλλιθέα, που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο ίδιος.
Στις ιστορίες του Μητσοτάκη μεταφέρονται μνήμες από τα θερινά σινεμά που έκαναν θραύση στη δεκαετία του ’70 και του ’80, από τις ελληνικές επαρχίες, από γεύσεις και μυρωδιές που στοίχειωσαν τόσο τη δική του, όσο και τη δική μας παιδική ηλικία. Ένα μοναδικό μείγμα μετεφηβικού χαβαλέ, ερωτικού σκιρτήματος, αθωότητας, πάνω απ’ όλα όμως ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. Συνήθως οι φράσεις που διαλέγει για να κλείσει κάθε ιστορία του, μοιάζουν με την κεντρική ιδέα τους που επιστρέφει σαν κατακλείδα.
Στο «Καφενείο», ας πούμε, συγκινεί με μια παλιά φιλία που δοκιμάζεται όταν μπαίνουν στη μέση οι οικονομικές συναλλαγές, ενώ στην «Κατσαρίδα» στήνει ένα κανονικό θρίλερ αγωνίας για να μας μιλήσει στην ουσία με τρυφερότητα για μια απ’ τις πρώτες κιθάρες του. Στο «Αχ κουνελάκι». πάλι, παίζει με την ανάμνηση – κανονικό τραύμα πολλών παιδιών με εξοχικά και συγγενείς στην επαρχία που είχαν την ατυχία να δουν με τα μάτια τους σφαγές οικόσιτων ζώων. Στην «Εμμανουέλ, μον αμούρ», μας γυρνάει στη σεξουαλική συνειδητοποίηση μέσω της θέασης της κλασικής τσόντας με τη Σίλβια Κριστέλ στην ταράτσα απέναντι από’να θερινό σινεμά. Και πάλι, όμως, δεν εξαντλεί μόνο εκεί ένα ανάλαφρο θέμα, θα έλεγε κανείς. Μ’ ένα δικό του αφηγηματικό τρόπο συνδέει τον εφηβικό χαβαλέ με τη γονική απώλεια. Στην ιστορία με τον τίτλο «Ο Ζεβζές», αξίζει να σταθεί κανείς, αφού ο Μητσοτάκης περιγράφει με μιαν απίστευτη ευχέρεια σκηνές κανονικού σπλάτερ. Τηρουμένων των αναλογιών, όπως οι σκηνές μαχών στην Ιλιάδα του Ομήρου σε ανατριχιάζουν ως το κόκαλο με τις σκληρότατες περιγραφές τους, ο Μητσοτάκης δημιουργεί παρόμοια συναισθήματα μέσα απ’ την ιστορία ενός ψυχανώμαλου χωριάτη – βασανιστή ζώων.
Αν πιάσω μία – μία τις ιστορίες του βιβλίου, θα κάνω spoiler και δεν είναι σωστό. Καλύτερα δηλαδή θα’ναι ν’ ακούσετε από εμάς δυο – τρία πράγματα και ν’ αγοράσετε το βιβλίο. Αυτό όμως που έχει κάνει ο Μητσοτάκης στην ιστορία με τίτλο «Λαϊκό δικαστήριο», καθώς το βιβλίο φτάνει προς το τέλος του, νομίζω πως είναι κάτι ευφυέστατο και πολύ πρωτότυπο, τουλάχιστον για τα δεδομένα μιας σειράς αυτοτελών σύντομων διηγημάτων. Σε μία αίθουσα δικαστηρίου θέτει εαυτόν ως κατηγορούμενο, αφού έχουν πέσει βροχή οι μηνύσεις από όλα τα πρόσωπα που παρέλασαν από τις ιστορίες του. Κι εκεί, λοιπόν, που διαβάζεις την ιστορία της Μάρθας στη σελίδα 81 και μετά απορείς μέσα σου «τι να απόγινε αυτό το κορίτσι», έτσι όπως ολοζώντανο μας το παρουσίασε ο συγγραφέας, νάσου η Μάρθα επίσης ολοζώντανη στη σελίδα 209 να κατακεραυνώνει τον Μητσοτάκη για να αποκαταστήσει την αξιοπρέπεια της.
Δηλώνω λοιπόν μέγας φαν του συγγραφέα Δημήτρη Μητσοτάκη, τον θεωρώ έναν απ’ τους πιο πρωτότυπους σύγχρονους συγγραφείς και εύχομαι να παραμείνει έτσι όπως είναι, πάντα δίπλα στα κινήματα, στον άνθρωπο και στους κοινωνικούς αγώνες.
Με τιμά το γεγονός πως έχουμε συνταξιδέψει για τέτοιους σκοπούς, θυμάμαι πρόσφατα και το ταξίδι μας στη Μυτιλήνη όπου ο Δημήτρης έπαιξε μαζί και μ’ άλλους αγαπημένους συναδέλφους του για το προσφυγικό ζήτημα, παρουσία του Ιάσονα Αποστολόπουλου, και μακάρι τα συγγραφικά του πονήματα να καταναλωθούν με την ίδια λαιμαργία που κάποτε καταναλώνονταν τα τραγούδια του με τους Ενδελέχεια 30 χρόνια πριν. Θα κλείσω με δικά του λόγια από μία μαραθώνια συνέντευξη που μου είχε παραχωρήσει το 2019: «Είμαι αντίθετος στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού, αφού δεν μπορεί σε καμία περίπτωση το κέρδος να μπαίνει πάνω απ’ τον άνθρωπο κι αυτό, ότι και να μου πει ο οποιοσδήποτε, είναι κάτι που δεν μπορώ να το δεχτώ με τίποτα, εγώ προσωπικά, σαν άνθρωπος. Φυσικά δεν ανήκω σε καμία υψηλή τάξη και δεν θα γίνω και ποτέ κεφαλαιούχος ώστε να με ενδιαφέρει ο φιλελευθερισμός για να αυξήσω τα κέρδη μου. Νιώθω πολύ κοντά στις έννοιες του ουμανισμού και του διεθνισμού. Έχω διαβάσει, έχω μελετήσει σε πολλά σημεία τη μαρξιστική θεωρία και με βρίσκει σύμφωνο. Δεν πρόσκειμαι σε κάποιο κόμμα και λίγες είναι οι φορές που έχω τοποθετηθεί αναφορικά με ανθρώπους που είναι μέλη ενός κόμματος ή μίας πολιτικής».
Δημήτρη, σ’ ευχαριστούμε για όλα και το εννοώ με τη σημασία κάθε λέξης.
❈ Το κείμενο διαβάστηκε από τον Αντώνη Μποσκοΐτη στη βιβλιοπαρουσίαση του Δημήτρη Μητσοτάκη την Τετάρτη 15/6 στο καφέ «La Soirée de Votanique» στο Βοτανικό. Ένα κείμενο της διάβασε επίσης η δημοσιογράφος – στιχουργός Φωτεινή Λαμπρίδη, ενώ η ηθοποιός Λένα Ουζουνίδου διάβασε αποσπάσματα από το βιβλίο. Τον Δημήτρη Μητσοτάκη τίμησαν με την παρουσία τους μέλη του συγκροτήματος Magic de Spell, η δημοσιογράφος Ευγενία Λουπάκη, ο στιχουργός Γιώργος Μακρής, ο τραγουδοποιός Μάνος Μοναστηριώτης κ.α. Το βιβλίο «Ο καιρός άλλαζε» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.