«When I see you coming, I just have to run
You’re not good and you certainly aren’t very much fun
When I see you walking down the street
I step on your hand and I mangle your feet
You’re not the kind of person that I even want to meet
‘Cause you’re so vicious
Baby, you’re so vicious» – Lou Reed, Vicious
«Η ιδέα του φόνου φέρνει συχνά στο νου την ιδέα της θάλασσας, των ναυτικών». Με τη φράση αυτή εισάγεται ο Καβγατζής της Βρέστης (Querelle de Brest) του Γάλλου συγγραφέα Jean Genet (1910 – 1986), που γράφτηκε το 1945 και αρχικά δημοσιεύτηκε ανώνυμα το 1947. Ήταν αμφιλεγόμενο κατά τη δεκαετία του 1940 (εξ ου και η ανώνυμη δημοσίευση), καθώς περιλάμβανε περιγραφές ομοφυλοφιλικού σεξ, φόνους και εξυμνούσε με εμμονή την πορνεία.
Ο Ζωρζ Κερέλ είναι ένας νεαρός, μυώδης, όμορφος Γάλλος ναύτης, στο γαλλικό λιμάνι της Βρέστης, όπου διαδραματίζεται η δράση του μυθιστορήματος.
Ο Ζωρζ Κερέλ έχει λίγες μέρες ελεύθερες, κατά τις οποίες μπορεί να αφήσει τον εαυτό του να αφεθεί στις παρορμήσεις του. Ο Κερέλ έχει με το μέρος του την τραχύτητα και μια δολοφονική παρόρμηση, σε συνδυασμό με την πιο θρασεία ομορφιά. Η ομορφιά αναδύεται από τα αμπάρια των πλοίων που είναι βαρυμένα με κάρβουνο για να διδάξει το έγκλημα καθώς και την ενοχή, την σαρκική απόλαυση και τη λύτρωση.
Η εμφάνισή του τον καθιστά ένα είδος μαγνήτη για σχεδόν όποιον τον βλέπει. Το γεγονός ότι είναι ναύτης και οι μετακινήσεις του από τόπο σε τόπο τον κάνουν να μπορεί να διαφεύγει τη σύλληψη για τους φόνους και τις κλοπές που κατά καιρούς διαπράττει. Έχει έναν αδελφό που του μοιάζει, τον Ρομπέρ, ο οποίος είναι ζιγκολό στο τοπικό πορνείο της Βρέστης που ονομάζεται La Feria. Αυτό το επίμονο θέμα διατρέχει ολόκληρο το μυθιστόρημα: οι δύο αδελφοί, ο Κερέλ και ο Ρομπέρ, είναι τόσο πολύ παρόμοιοι που η αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλον είναι αυτο-αγάπη∙ οι δύο αδελφοί είναι, στην πραγματικότητα, το ίδιο πρόσωπο.
Ο μόνος γυναικείος χαρακτήρας στο βιβλίο είναι η Μαντάμ Λισιάν. Είναι η πατρόνα του πορνείου της La Feria και . ο αδελφός του Κερέλ είναι ο εραστής της. Η Μαντάμ Λισιάν είναι παντρεμένη με τον ιδιοκτήτη του πορνείου, τον Νόνο. Στον τελευταίο αρέσει να ρίχνει ζάρια με τους νεαρούς ναύτες που συχνάζουν στο κατάστημά του. Αν ο Νόνο κερδίσει τη ρίψη των ζαριών, παίρνει τον ναύτη στο πίσω δωμάτιο και κάνει πρωκτικό σεξ μαζί του. Με αυτόν τον τρόπο, ο Κερέλ γίνεται ερωμένη του Νόνο.
Ο υποπλοίαρχος Σεμπλόν είναι αξιωματικός στο πλοίο στο οποίο υπηρετεί ο Κερέλ. Εξαιρετικά μοναχικός, συνεσταλμένος και εσωστρεφής, κρατάει μυστική την ομοφυλοφιλία του και εμπιστεύεται μόνο στο ημερολόγιό του πόσο πολύ αγαπά και ποθεί τον Κερέλ. Ο Καβγατζής καταλαβαίνει τα αισθήματα του υποπλοιάρχου και, με αυτή τη γνώση, ασκεί ένα είδος ελέγχου πάνω του. Ο Σεμπλόν φαντασιώνεται σκηνές στις οποίες αυτός και ο Κερέλ είναι ερωτευμένοι και ζουν πάντα μαζί.
Ο Γκιλμπέρ Τιρκό είναι ένας νεαρός τέκτονας στη Βρέστη και γνωστός του Κερέλ. Δολοφονεί έναν συνάδελφο που τον χλευάζει και καταφεύγει σε μια εγκαταλελειμμένη φυλακή. Ο Κερέλ τον βοηθά φέρνοντάς του φαγητό και ενθαρρύνοντάς τον. Εν τω μεταξύ, ο Κερέλ έχει δολοφονήσει έναν συνάδελφό του ναύτη και έχει εγκαταλείψει άταφο το πτώμα. Ο Κερέλ καταστρώνει ένα σχέδιο που ρίχνει την ευθύνη της δολοφονίας στον σεσημασμένο Τιρκό. Ωστόσο, συγχρόνως βοηθά τον τελευταίο να δραπετεύσει με το τρένο, αλλά ειδοποιεί την αστυνομία πού μπορεί να βρεθεί πριν το τρένο αναχωρήσει από τον σταθμό.
Ο Καβγατζής είναι μια βόλτα στην άγρια πλευρά του λιμανιού, σε σκοτεινά σοκάκια τυλιγμένα στην ομίχλη. Δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό, γοητευτικό ή εμψυχωτικό στο μυθιστόρημα. Αναδύει την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης φύσης. Ο Καβγατζής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πράκτορας του διαβόλου με πρόσωπο αγγέλου και σώμα θεού. Οι άνθρωποι έλκονται από αυτόν για την ομορφιά του, συχνά με δική τους ευθύνη. ‘Έχει μια ομορφιά σκέτο δηλητήριο.
Το πραγματικά ενδιαφέρον και πρωτότυπο στον Ζαν Ζενέ; είναι ο ποιητικός του τρόπος να μεταμορφώνει το πιο απαίσιο στον άνθρωπο για να το ανυψώσει στο επίπεδο της μυστικιστικής παρόρμησης. Στο έργο του Ζενέ ζουν δολοφόνοι, τραχύτητα, σκατά, σοδομία και πρέζα. Αυτά είναι όλα θέματα που ο Ζενέ προσφέρει στον αναγνώστη για να τον πείσει ότι μέσα στην ταπείνωση γεννιέται η μεγαλύτερη ομορφιά. Στο πάνθεον του Ζενέ του ο καθένας είναι πιο δόλιος και ύπουλος από τον προηγούμενο. Και ανάμεσα σε αυτά τα καθάρματα κρύβεται η ομορφιά, αυτοί που τολμούν να εξερευνήσουν το επικίνδυνο έδαφος.
«Μπαίνοντας στο κάτεργο, ο Καβγατζής αισθάνθηκε ξαλαφρωμένος απ’ τον φόβο και το βάρος της ευθύνης που θ’ αναλάμβανε. Προχωρώντας αμίλητος πλάι στον Ροζέ, ένιωσε μέσα του να ξεπετιούνται – και γρήγορα ν’ ανθίζουν σε όλο του το κορμί σκορπώντας του ευωδιές- τα μπουμπούκια μιας βίαιης περιπέτειας. Γι’ άλλη μια φορά, ήταν έτοιμος για μια ζωή μες στον κίνδυνο. Η απειλή τον καταπράυνε, όπως και ο φόβος. Τι θα ‘βρισκε άραγε στα βάθη του εγκαταλειμμένου κάτεργου; Αγαπούσε την ελευθερία του. Κι ο παραμικρός νυγμός δυσθυμίας τον έκανε να τρέμει τούτο το ναυτικό κάτεργο, γιατί ένοιωθε -μ’ ένα σφίξιμο στο σκοτάδι- τους ογκώδεις τοίχους να του να τον συνθλίβουν, και τότε πάλευε ενάντιά τους με όλη του τη δύναμη, στηρίζοντας γερά το κορμί του για να τους παραμερίσει, παραμερίζοντας την ίδια στιγμή και τη δυσθυμία, με την ίδια προσπάθεια και σχεδόν την ίδια κίνηση των μυών που ο υπαξιωματικός της φρουράς κλείνει, τις γιγάντιες πύλες του φρουρίου. Πήγαινε, αόριστα, ν’ ανταμώσει μια ύπαρξη νεκρή και μακάρια. Όχι πως πίστευε στα σοβαρά ότι ήταν κατάδικος, μήτε και η φαντασία του αρεσκόταν σε τέτοιες ιστορίες, μα ένοιωθε μια τέτοια θεσπέσια ευεξία, ένα προαίσθημα ηρεμίας στην ιδέα ότι έμπαινε ως ελεύθερος άνθρωπος, ως ήρωας κατακτητής, στο σκοτεινό εσωτερικό, το περίκλειστο από χοντρούς τοίχους που, για αιώνες ολάκερους, έκρυβαν τόσους αλυσοδεμένους πόνους, τόσα σωματικά και ψυχικά μαρτύρια, τόσα κορμιά παραμορφωμένα από τα βασανιστήρια, καχεκτικά από τις αρρώστιες, που δε γνωρίζουν καμιά χαρά της ζωής πέρα απ’ τη θύμηση αλησμόνητων εγκλημάτων, οσάκις ένα λαμπρό φως μεταμόρφωνε αυτή την κοιλάδα των σκοταδιών ή μια ηλιαχτίδα φώτιζε από μια τρύπα στον τοίχο τη σκοτεινή γωνία όπου είχαν διαπραχθεί κείνα τα εγκλήματα».
Ο Querelle του Fassbinder
Η τελευταία ταινία του Rainer Werner Fassbinder, που κυκλοφόρησε μετά θάνατον το 1982, ήταν η πιο πολυτελής και τεχνητή από τις περίπου 40 που σκηνοθέτησε ο παραγωγικός σκηνοθέτης κατά τη διάρκεια μιας 13χρονης καριέρας.
Το κινηματογραφικό Querelle μένει γενικά πιστό στο μυθιστόρημα του Genet, τοποθετώντας σε πρώτο πλάνο τις εγκληματικές και ερωτικές περιπέτειες του ομώνυμου χαρακτήρα, τον οποίο υποδύεται ο χαρισματικός, νεαρός τότε Brad Davis. Πλάι του ο Hanno Pöschl, στον ρόλο του Ρομπέρ και η Jeanne Moreau στον ρόλο της πατρόνας του οίκου ανοχής, που της πάει γάντι. Όπως επίσης ταιριάζει απόλυτα στην κουρασμένη φυσιογνωμία του Franco Nero ο ρόλος του καταπιεσμένου σεξουαλικά υποπλοιάρχου Σεμπλόν.
Η φωτογραφία του Querelle, «σέπια στις σκιές», είναι αριστουργηματική στην απόδοση του ντεκαντανσιανού σκηνικού του λιμανιού της Βρέστης. Το ίδιο και οι χορογραφίες σε ότι αφορά τους καυγάδες και τα μαχαιρώματα. Το μυθιστόρημα του Ζενέ, που εκδόθηκε ιδιωτικά το 1947, περιείχε ντελικάτα ομοερωτικά γραμμικά σχέδια του Ζαν Κοκτώ. Ο Fassbinder ανέθεσε στον Andy Warhol να σχεδιάσει μια χυδαία αφίσα τύπου Κοκτώ, αποτελούμενη από άτακτους μυώδεις ναύτες και αστυνομικούς γυμνούς κάτω από τα δερμάτινα γιλέκα τους. Ο Warhol με τη σειρά του εμπνεύστηκε τα σχέδιά του από την εικονοποιία ενός εμβληματικού rock δίσκου, ενός πρώην προστατευόμενού του: από το Transformer του Lou Reed.
☞︎ Το βιβλίο “Ο Καβγατζής της Βρέστης” του Jean Genet κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.