Θαυμάζω απεριόριστα τον Τόμας Μπέρνχαρντ. Το σύνολο του έργου του. Τον θαυμάζω γιατί είναι ξετσίπωτος, ύπατα αναιδής, φίλερις μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο, σαρκαστικός με τους πάντες και τα πάντα. Τον θαυμάζω γιατί είναι αδιανόητα ευφυής και εξίσου αδιανόητα μορφωμένος. Τον θαυμάζω γιατί η Γλώσσα των έργων του δεν γνωρίζει τον παραμικρό φραγμό.

Ο Μπέρνχαρντ είναι ένας μανιακός με εντελώς σώας τας φρένας. Διαβάζεις Μπέρνχαρντ και θαρρείς πως θέλει να γκρεμίσει τα πάντα (οικογένεια, κοινωνία, πολιτική, ανθρώπινες σχέσεις, κυριολεκτικά τα πάντα) μπας και μέσα από αυτήν την λεκτικά ολιστική κατεδάφιση προκύψει κάτι καινούργιο, κάτι άλλο που να αξίζει πραγματικά τον κόπο να μείνει αγκρέμιστο, ανέπαφο και ως έχει. Ο Μπέρνχαρντ δεν χαϊδεύει καθόλου τα αφτιά του Αναγνώστη. Κι αυτό ακριβώς νομίζω πως είναι μία από τις εκδοχές του ανώτερου δυνατού Σεβασμού που μπορεί να επιδείξει Συγγραφέας προς Αναγνώστη: το μη χάιδεμα των αφτιών.

“Ο Γκαίτε πεθένει” έρχεται να προστεθεί -και πολύ καλά κάνει και έρχεται να προστεθεί- στην ευτυχώς ήδη μεγάλη βιβλιογραφία που υπάρχει για τον Μπέρνχαρντ στα Ελληνικά από τις εκδόσεις Εστία, Εξάντας, Κριτική και Βακχικόν. Το εν λόγω τομίδιο, αποτελείται από τέσσερεις μικρές μάλλον, για τις συγγραφικές συνήθειες του Αυστριακού συγγραφέα, αφηγήσεις (“Ο Γκαίτε πεθένει”, “Μοντέν. Μια Αφήγηση”, “Αντάμωμα” και “Τυλίχτηκε στις φλόγες. Ταξιδιωτικές εντυπώσεις προς κάποιον παλιό φίλο”). Στις αφηγήσεις αυτές συναντάμε κατά σειρά: α) την τρελή επιθυμία του ετοιμοθάνατου Γκαίτε να συναντηθεί με τον Βιτγκενστάιν (στο σημείο αυτό, βέβαια, καλό είναι να θυμίσουμε ότι ο Γκαίτε πέθανε το 1832 και ο Βιτγκενστάιν γεννήθηκε το 1889!!!), β) έναν διανοητικό φόρο τιμής του Μπέρνχαρντ προς τον Μοντέν, γ) μία όχι άνευ προηγουμένου επίθεση προς την έννοια της οικογένειας (Έχουμε πεθάνει μέσα στους γονείς, είπα / σ.85), και δ) μία, επίσης, όχι άνευ προηγουμένου επίθεση του Μπέρνχαρντ προς την πατρίδα του και, κατά κάποιον τρόπο, προς την έννοια της πατρίδας εν γένει (Σαν μια διεστραμμένη ερημιά και μια τρομακτική αμβλύνοια την ένιωσα τη χώρα μου / σ.134). Σε ό,τι σχετίζεται, μάλιστα, με τις δύο τελευταίες κειμενικές μας συναντήσεις, δεν θα ήταν ίσως υπερβολή εάν λέγαμε ότι αυτές αποτελούν τους κύριους ιστούς γύρω από τους οποίους δομείται το σύνολο του έργου του Μπέρνχαρντ. Ένα Έργο adversus familiam patriamque.

Ο Λόγος του, όπως πάντοτε, σαν μια λούπα εριστική, ακραία, εμπαθής (κυριολεκτικά και μεταφορικά), άψογη γραμματικοσυντακτικά και, ασφαλώς, αληθινή μέχρις εσχάτων. Ένας Λόγος το ακριβώς αντίθετο της υποκρισίας και της προσποίησης. Ένας Λόγος αναγνωρίσιμος από την πρώτη σελίδα, πράγμα που θα πει: η αποθέωση της έννοιας Ύφος. «Κλείνοντας τη μύτη μου, αλλά με τα μάτια διάπλατα ανοιχτά και τα αυτιά τεντωμένα, και με μια τερατώδη όρεξη να τα δω και να τα νιώσω όλα, την είδα (την Αυστρία) να καίγεται αργά αργά και είχα την εντύπωση πως έβλεπα μια μεγαλειώδη θεατρική παράσταση, την παρατηρούσα, καθώς καιγόταν, μέχρι που απέμεινε μονάχα ένα δύσοσμο στρώμα από κολλώδη στάχτη, στην αρχή κιτρινόμαυρη, έπειτα γκριζόμαυρη, τίποτε άλλο» (σ.138).

Όπως σε όλα του τα κείμενα, επίσης, ο Μπέρνχαρντ, έτσι και στο συγκεκριμένο, άμεσα ή έμμεσα αυτοβιογραφείται. «Από την οικογένειά μου, επομένως από τους βασανιστές μου, βρήκα καταφύγιο σε μια γωνιά του πύργου και, χωρίς να ανάψω το φως και επομένως χωρίς τον κίνδυνο να μου ορμήσουν τρελαμένα τα κουνούπια, είχα πάρει μαζί μου από τη βιβλιοθήκη ένα βιβλίο, το οποίο, μετά από μια δυο προτάσεις που διάβασα, αποδείχθηκε πως ήταν του Μοντέν, με τον οποίο έχω τόσο στενή συγγένεια όσο με κανέναν άλλο, μια συγγένεια που εξηγεί πολλά» (σ.49).

Για το χιούμορ του Μπέρνχαρντ δεν έχω να πω τίποτε άλλο πέρα από το ότι είναι διαρκώς παρόν, ακόμη και στα πιο τραγικά, στα πιο δυσβάσταχτα σημεία των αφηγήσεών του· θα έλεγα, μάλιστα, ΚΥΡΙΩΣ σε αυτά.

Το μεγαλύτερο, κατά τη γνώμη μου, πλεονέκτημα της έκδοσης του συγκεκριμένου βιβλίου είναι ότι λειτουργεί διττά: αφενός ως μία μορφή επανάληψης για κάποιον ήδη μυημένο Αναγνώστη στη θεματολογία και το ύφος γραφής του Μπέρνχαρντ, αλλά και αφετέρου ως μία μορφή εισαγωγής για κάποιον που δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με κείμενα του συγκεκριμένου δημιουργού.

Τέλος, ορθότατα πράττει η έμπειρη Σοφία Αυγερινού στην ευκρινέστατη μετάφρασή της και διατηρεί τη σίγουρα συνειδητή και προφανέστατα σαρκαστική ανορθογραφία που το γερμανικό πρωτότυπο φέρει («schtirbt» αντί του γλωσσικά σωστού «stirbt») και στην ελληνική του απόδοση.

Διαβάστε αυτό το βιβλίο. Είναι διεγερτικό, προκαλεί ένταση και, επομένως, Σκέψη. Αυτό όμως δεν είναι το ζητούμενο της Ανάγνωσης πάντοτε;· αφήστε που το Διάβασμα δεν βγαίνει ποτέ σε κακό.

 

➸ ΙΝΦΟ: “Ο Γκαίτε πεθένει” του Τόμας Μπέρνχαρντ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέλευθος, 2024. Περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να βρείτε εδώ.