Ο Φάουστ για τον Γκαίτε ήταν το έργο της ζωής του. Ξεκίνησε τη συγγραφή του στην ηλικία των 21 ετών για να το ολοκληρώσει μόλις ένα χρόνο πριν αποβιώσει. Το βιβλίο του καταφέρνει να συλλάβει τον παλμό των κατακλυσμιαίων αλλαγών που άρχιζαν στο μεταίχμιο του 18ου και 19ου αιώνα για να αποκρυσταλλωθούν εμφατικά στον 20ο.
Στην εκδοχή του Γκαίτε, ο Φάουστ δεν αποζητά μονάχα τη φήμη, τη δόξα και το χρήμα, αλλά το αίτημα προς τον Μεφιστοφελή συμπεριλαμβάνει κάτι πολύ πιο σύνθετο. Ο Φάουστ αναζητά τον τρόπο να βιώσει τις χαρές και τις λύπες του αναδυόμενου μοντέρνου κόσμου σε παραλληλία με τον οποίο θα αρχίσει την δικιά του αέναη αυτοπραγμάτωση. Η οικονομική ανάπτυξη συμπορεύεται αλληλένδετα με την ανάπτυξη του ατόμου: ο μόνος τρόπος που προτείνει ο Φάουστ για την ατομική του μεταμόρφωση συνεπάγεται και την εκ βάθρων αλλαγή του κόσμου που τον περιβάλλει σε όλα τα επίπεδα. Η επαφή με τον Μεφιστοφελή τού παρέχει αυτό που ο Μαρξ ονόμασε υποχθόνιες δυνάμεις που η έκλυσή τους μπορεί να παραγάγει τρομαχτικά αποτελέσματα.
Ο Φάουστ, σύμφωνα με τον Marshall Berman (All That Is Solid Melts into Air-Verso), είναι το σύμβολο του δράματος που εκπορεύεται από την ανάπτυξη και η πορεία των μεταμορφώσεών του κυλάει, με την αρωγή του Μεφιστοφελή, από το στάδιο του Ονειροπόλου προς εκείνο του Εραστή για να καταλήξει σε εκείνο του Δημιουργού.
Ο Φάουστ, ένας μεσήλικας μορφωμένος άντρας, ζει αποσυρμένος από τον κόσμο γαλουχημένος με γνώση την οποία δεν μπορεί να διοχευτεύσει δημιουργικά στο γενικότερο σύνολο. Σε μια στιγμή άκρατης απαισιοδοξίας αποφασίζει να αυτοκτονήσει ώσπου μια αιφνίδια λάμψη τον αναγκάζει να ρίξει το δηλητηρίο στο πάτωμα. Ο Μεφιστοφελής τού εμφανίζεται παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως μέρος των σκοτεινών δυνάμεων που ενώ πάντα απεργάζονται το κακό, εν τέλει δημιουργούν το καλό. Ο Θεός -εξηγεί- ο Μεφιστοφελής στον Φάουστ δεν έπλασε τον κόσμο από το μηδέν. Η αρωγή της ιδέας της αμαρτίας, του κακού και της καταστροφής που απορρέει από αυτό συμβάλλουν στη δημιουργία του κόσμου. Το παράδοξο έγκειται στο ότι μόνο η σύνταξη με τις διαβολικές δυνάμεις μπορεί να δημιουργήσει τα εχέγγυα της δημιουργίας, η οποία εν τέλει καταγράφεται ως επιτυχία του Θεού.
Ο Φάουστ καλείται να ξεχάσει το παρελθόν του και τις δομές μέσα στις οποίες μεγάλωσε προκειμένου να διαπλάσει το μέλλον, το οποίο θα κουβαλά με τη σειρά του την δική του ευθραστότητα. Το έργο του είναι υποκείμενο στις διαθέσεις των επόμενων γενεών, οι οποίες ενδεχομένως θα προτείνουν μια δική τους εκδοχή για το μέλλον. Αυτή η διαλεκτική ανάμεσα στο παλιό και στην υπέρβασή του, στο νέο σαν επινόηση απομακρυνόμενη από τα ήδη συντελεσμένα είναι η επιτομή της νεωτερικότητας. Το ερώτημα που προβάλλει η εμφάνισή της δεν είναι τι πρέπει να κάνουμε, αλλά το μοναδικό επίδικο είναι το πώς.
Το χρήμα που θα του προσπορίσει αφειδώς ο Μεφιστοφελής σε συνδυασμό με την επιθυμία για ταχύτητα και το πάθος για έρωτα θα γίνουν ο μοχλός του 20ου αιώνα, ανεξαρτήτως ιδεολογικών στρατοπέδων, προς τη μοντέρνα εποχή.
Στο επόμενο στάδιο των μεταμορφώσεων ο Φάουστ αποζητά την αγάπη στο πρόσωπο της Γρέτσεν, η οποία συμβολίζει όσα ο ίδιος εχεί αποκηρύξει και αποζητά μανιωδώς την κατάργησή τους. Το αίσθημα που αναπτύσσεται μεταξύ τους ακροβατεί ανάμεσα στο παραδοσιακό πνεύμα και στην δύναμη που θέλει να το εξοβελίσει ως αμετάκλητα παρωχημένο. Ένας έρωτας που εξ αρχής φαντάζει αδύνατο να αποβεί ευτυχισμένος.
Η Γρέτσεν αγκαλιάζει τα κελεύσματα του Φάουστ που την ζητούν όχι μόνο να ανακαλύψει την σεξουαλικότητά της, αλλά και τη δύναμη να αντιστρατευτεί «τον ίδιο, το μικρό της κόσμο». Ο πέλεκυς του τελευταίου, τα απομεινάρια της γοτθικής εποχής που συντρίβονται μπροστά στη γέννηση του καπιταλισμού, την οδηγεί στο θάνατο που, όσο τραγικός και αν είναι, αποτελεί το δικό της δρόμο προς την αυτοπραγμάτωση, η οποία λόγω φύλου και τάξης ήταν εκ προοιμίου καταδισμένη. Ο χαμός της όμως κυοφορεί τα σπέρματα της αλλαγής που οι επερχόμενες γενιές θα μπορέσουν να αφομοιώσουν και να αποδεχτούν.
Εν τέλει, ο Φάουστ γίνεται Δημιουργός. Οι προσωπικές του φιλοδοξίες σταματούν να περιχαρακώνονται στον εαυτό του και απελευθερώνονται με σκοπό να αλλάξουν την πραγματικότητα στο πλαίσιο των δικών του προσωπικών αλλαγών. Η δυναμική του Φάουστ ξεδιπλώνεται για να συγκρουστεί αφενός με τις ηθικές και απαρχαιωμένες αγκυλώσεις της κοινωνίας και αφετέρου με την ίδια τη φύση που από φόβητρο πρέπει να μετατραπεί σε ασφαλές καταφύγιο της ανθρώπινης ύπαρξης. Τίποτα δεν είναι ικανό να θέσει προσκόμματα στον Φάουστ για το όραμά του να υλοποιήσει την πρόοδο η οποία θα βελτιώσει τις ζωές των συνανθρώπων. Μαζί με την δημιουργική του ορμή γεννιέται η αίσθηση της κοινότητας, η οποία αντικρίζει στον κόσμο που γεννιέται από τα χέρια τους την δική τους αυτοπραγμάτωση.
Ο Φάουστ μπορεί να παραλληλιστεί σαν ένας Προμηθεϊκός ήρωας που κομίζει την αλλαγή είναι όμως ταυτόχρονα και μια τραγική φιγούρα.Το όραμά του για ανάπτυξη σκοντάφτει πάνω στην ύπαρξη ενός ηλικιωμένου ζευγαριού του Φιλήμωνα και της Βαύκιδος: ένα κομμάτι του παλιού κόσμου, φιλήσυχο και ταπεινό, που δεν εναντιώνεται στο πνεύμα των συντριπτικών αλλαγών απλώς αδυνατεί να συμβαδίσει μαζί τους. Όμως, η νεωτερικότητα αποζητά την ομοιομορφία στην επικράτεια και κάθε μορφή παραφωνίας προς αυτήν δεν έχει τύχη να επιβιώσει. Ο χαμός των ανθρώπων συμβολίζει «το δράμα της ανάπτυξης» η οποία είναι αδύνατο να επιτευχθεί χωρίς υπέρμετρες θυσίες και παράπλευρα θύματα. Ο θρίαμβος του Φάουστ, που μόνο αναίμακτος και χωρίς τύψεις δεν είναι, ρίχνει την αυλαία στον ίδιο τον ήρωα καθώς ο ρόλος του Δημιουργού κλείνει μαζί με τη ζωή του.
Το όραμα του Φάουστ θα επιβεβαιωνόταν στον 20ο αιώνα: καθώς η ανάπτυξη, είτε με καπιταλιστικό είτε με σοσιαλιστικό πρόσημο γέννησε θαύματα και τραγωδίες. Δημιούργησε κραυγαλέες παρανοήσεις των ανθρώπινων δυνατοτήτων και σκοπών και συνάμα αδιανόητα έργα συλλογικού καλού. Το βασανιστικό ερώτημα που θέτει ο Φάουστ συνεχίζει να διαπερνά και το δικό μας παρόν: η ανάπτυξη που συντελείται χωρίς να λογαριάζει το συμφέρον του ανθρώπου και να τον τοποθετεί στο επίκεντρο δεν είναι μοιραίο να γεννάει τέρατα;