Ο βα. αλ., ακολουθώντας την παρακαταθήκη που άφησε Το ένα δέκατο του 8, επιστρέφει 6 χρόνια μετά με τον Δεύτερο κύκλο του 8 από τις εκδόσεις Red n’ Noir. Πιστός ειδολογικά στο σκληρό αστυνομικό μυθιστόρημα, καταβυθίζει τους χαρακτήρες του στον κακόφημο λαβύρινθο της Αθηναϊκής μητρόπολης.
Ο Μάνος Κεντάκης είναι ένας ιδιωτικός ερευνητής, προϊόν της εποχής του και των εποχών πριν από αυτόν, που αναλαμβάνει μια καθημερινή και τετριμμένη, όπως και ο ίδιος, υπόθεση, η οποία σύντομα, και με εξίσου τετριμμένο τρόπο, θα πάρει μια απροσδόκητη τροχιά, στην οποία θα μεσουρανήσουν επιχειρηματίες, ιερείς, στοιχεία του υποκόσμου, καθημερινοί μαγαζάτορες και μία γυναίκα.
Για τον συγγραφέα, το έγκλημα αποτελεί θεμέλιο λίθο της κοινωνίας, μιας και κάθε κοινωνία είναι θεμελιωμένη στη βία και στο έγκλημα. Από τη συνθήκη αυτή ανακύπτουν πολλά ζητήματα που με τη σειρά τους εγείρουν πολλές συζητήσεις. Ο ίδιος βρίσκει τρομερά ελκυστική την φαινομενική απλότητα που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνία του εγκλήματος, θεωρώντας ότι ακριβώς λόγω αυτής της απλότητας το είδος καταλήγει να φανερώνει όλη την πολυπλοκότητα ενός παράλογου κόσμου, γεγονός που το καθιστά το κατεξοχήν πιο ρεαλιστικό και κοινωνικό είδος.
Ο βα. αλ. εμπνέεται από τους ανθρώπους στο μετρό που αδιαφορούν αν είναι όμορφοι, τις σπασμένες λάμπες του δημόσιου φωτισμού, τα χιλιομπαλωμένα πεζοδρόμια που λένε σα γραμμές στο χέρι μας τη μοίρα, από λεκέδες και απλωμένες μπουγάδες στους βρώμικους δρόμους και από τους άνθρωποι στα λεωφορεία που αδιαφορούν αν είσαι όμορφος.
Ο ίδιος επηρεάζεται από το hardboiled, το neopolar και την επιστημονική φαντασία αλλά παράλληλα τον ενδιαφέρει σε μεγάλο βαθμό ο δημόσιος λόγος για τη βία, αξιώνοντας ότι τόσο καλλιτεχνικά όσο και κοινωνικά δεν πρέπει να αποτελεί μονοπώλιο του κράτους. Ο συγγραφέας καταλήγει -και σε αυτό θα συμφωνήσω- ότι ως μέλη ενός κοινωνικού συνόλου, είτε σαν βίωμα, είτε σαν καλλιτεχνική αναπαράσταση ότι πρέπει να μιλάμε για τη βία. Δημόσια και ανοιχτά.
– Ο δεύτερος κύκλος του 8 αναφέρεται ως το 3ο μέρος της τριλογίας, ωστόσο είναι το 2ο βιβλίο που εκδίδεται, τι έχει συμβεί;
Θα μπορούσα να επικαλεστώ διάφορους μυθολογικούς λόγους για τους οποίους δεν υπάρχει το 2ο μέρος της τριλογίας αλλά απλούστατα ο λόγος είναι ότι δεν έχει γραφτεί. Και δεν ξέρω αν πρέπει να απαντήσω ότι δεν έχει γραφτεί ακόμα ή δε θα γραφτεί ποτέ. Η αλήθεια είναι φυσικά, ότι όταν έγραφα το 2015 «Το ένα δέκατο του 8» δεν είχα κατά νου κάποια τριλογία ή κάποιου είδους συνέχεια και με αυτή τη λογική «Ο δεύτερος κύκλος του 8» δεν είναι άμεση συνέχεια του πρώτου βιβλίου, και μόνο πολύ έμμεσα διατηρεί μια πολύ χαλαρή σχέση σε επίπεδο πλοκής. Ο λόγος που αποτελούν αυτά τα δύο βιβλία μια ενότητα είναι κυρίως η ατμόσφαιρα, το ύφος, τα κοινά χωροχρονικά στοιχεία και κυρίως η διαπραγμάτευση κάποιων κοινών θεμάτων με κυρίαρχο την απώλεια. Με έναν τρόπο, η απουσία ενός βιβλίου από την τριλογία είναι μια συμβολική κίνηση πάνω ακριβώς στη διαπραγμάτευση του ζητήματος της απώλειας αλλά από σχεδόν αντίθετη οπτική.
– Γιατί αστυνομική λογοτεχνία / crime fiction, τι οδήγησε το γράψιμο εκεί;
Μέχρι και το πρώτο μου βιβλίο δεν είχα γράψει λογοτεχνία, οποιουδήποτε είδους. Είμαι φανατικός αναγνώστης αστυνομικών, νουάρ, επιστημονικής φαντασίας και γενικώς, ας πούμε, όλων των παραλογοτεχνικών ειδών. Οπότε εκ των πραγμάτων, όταν γεννήθηκε η ανάγκη για γράψιμο έγραψα πάνω στο είδος το οποίο βρίσκω ελκυστικό. Από κει και πέρα, το έγκλημα είναι ο θεμέλιος λίθος της κοινωνίας, μιας και κάθε κοινωνία είναι θεμελιωμένη στη βία και στο έγκλημα, και αυτή η συνθήκη δίνει άπειρες αφορμές για να μιλήσεις για πάρα πολλά θέματα και πάρα πολλά πράγματα κι αν με ρωτάς θα απαντήσω πάνω σε αυτό ότι η λογοτεχνία του εγκλήματος είναι η πιο κατεξοχήν ρεαλιστική και κοινωνική λογοτεχνία πια -και ίσως πάντα ήταν. Αυτό που βρίσκω τρομερά ελκυστικό τώρα στη λογοτεχνία του εγκλήματος είναι η τελείως φαινομενική της απλότητα. Στο κέντρο της βρίσκεται συνήθως κάτι απλό. Ένα συμβάν. Ένας φόνος. Μια κλοπή. Ένα βότσαλο που πέφτει στο νερό και σιγά σιγά οι αναταράξεις στην επιφάνεια γίνονται μια τεράστια τρικυμία που καταλήγει να ξυπνάει ξεχασμένα τέρατα από σκοτεινούς βυθούς και εσύ κάθεσαι στην ακτή και λες: «Πως στο διάολο καταλήξαμε εδώ;» Αυτή την απλότητα που καταλήγει να φανερώνει όλη την πολυπλοκότητα ενός παράλογου κόσμου τη βρίσκω συγκλονιστική σαν αναγνώστης. Κι αν καταφέρω λίγο έστω να την αποδώσω ως συγγραφέας θα είμαι ικανοποιημένος.
– Τι αποτελεί πηγή έμπνευσης;
Με εμπνέουν οι άνθρωποι στο μετρό που αδιαφορούν αν είναι όμορφοι, οι σπασμένες λάμπες του δημόσιου φωτισμού, τα χιλιομπαλωμένα πεζοδρόμια που λένε σα γραμμές στο χέρι μας τη μοίρα, οι λεκέδες, οι απλωμένες μπουγάδες στους βρώμικους δρόμους και οι άνθρωποι στα λεωφορεία που αδιαφορούν αν είσαι όμορφος.
– Ποια η σχέση με τη μουσική και πως αυτή είναι η δεν είναι μέρος μιας αφήγησης;
Στο πρώτο βιβλίο η μουσική παίζει πολύ κεντρικό ρόλο. Με έναν τρόπο ήταν και κίνητρο αλλά και στοιχείο της πλοκής σαν σάουντρακ μιας διαδρομής. Στο «Δεύτερο κύκλο του 8» ωστόσο επέλεξα να εξορίσω με έναν τρόπο τη μουσική από το προσκήνιο, και με έναν τρόπο κυρίως να την αφομοιώσω στο γράψιμο πιο υπόρρητα. Και η αλήθεια είναι ότι δε μου αρέσει να γίνεται μανιέρα όλο αυτό, γιατί ενίοτε φανερώνει μια αδυναμία να περιγραφεί ένα κλίμα, μια ατμόσφαιρα και πολλές φορές μοιάζει σαν τελείως ξένο στοιχείο μέσα στην αφήγηση. Στο «Δεύτερο κύκλο του 8» επέλεξα να κάνω κάτι άλλο. Επέλεξα να αναρωτηθώ το εξής: τι συμβαίνει αφού έχει ακουστεί το τραγούδι; Αν είναι κάποιος συστηματικός ακροατής, μπορεί πολύ εύκολα να καταλάβει ότι η σιωπή μετά το τραγούδι είναι εξίσου σημαντική όσο και το ίδιο το τραγούδι.
– Ποιες είναι οι επιρροές σου;
Το hardboiled, το neopolar και η επιστημονική φαντασία. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ ο δημόσιος λόγος για τη βία που θεωρώ ότι και καλλιτεχνικά αλλά και κοινωνικά δεν πρέπει να είναι μονοπώλιο του κράτους, των δημοσιογράφων ή των πανεπιστημιακών και ότι είναι βαθιά ανάγκη να μιλήσουμε για αυτή. Και ως ερμηνεία της βίας και ως βίωμα της βίας και ως λύση της βίας. Δυστυχώς, απέχουμε πάρα πολύ από αυτό. Ειδικά ο δημοσιογραφικός λόγος στην Ελλάδα, με το γνωστό επίπεδο που τον διακρίνει, δεν θέλει να απωλέσει το μερίδιο της αγοράς του στο λόγο για τη βία. Για αυτό άλλωστε και ο φεμινιστικός λόγος αλλά και ειδικότερα όταν καταγγέλλονται περιστατικά κακοποίησης υπάρχει τέτοια υποτίμηση και τέτοια σφοδρή επίθεση προς το υποκείμενο του λόγου αυτού. Για αυτό άλλωστε αν εμφανιστεί κάποιο καλλιτεχνικό έργο που μιλάει ανοιχτά για βία ή και για σεξ βγαίνουν όλοι να αρχίσουν τις ηθικολογίες δεξιά και αριστερά αλλά και από δεξιά και αριστερά . Ακριβώς επειδή μιλάει κάποιος άλλος εκτός από αυτούς. Έτσι δε μας ενοχλούν όλες οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες ενός πραγματικού εγκλήματος σαν είδηση, αλλά μας ενοχλεί απίστευτα η λεπτομέρεια ενός φανταστικού εγκλήματος σε μια ταινία ή ένα βιβλίο. Ουσιαστικά, ως μέλη ενός κοινωνικού συνόλου, είτε σαν βίωμα, είτε σαν καλλιτεχνική αναπαράσταση θεωρώ ότι πρέπει να μιλάμε για τη βία. Δημόσια και ανοιχτά.
– Οι γυναίκες στο νουάρ και στο αστυνομικό, μιας και το έθιξες, δεν έχουν πολύ στερεοτυπικούς ρόλους; Δεν είναι κάπως προβληματική αυτή η σχέση;
Η λογοτεχνία δεν μπορεί ποτέ να είναι ανώτερη της πραγματικότητας, στην καλύτερη θα βρίσκεται σε ανοιχτή σχέση και θα συζητά μαζί της. Γενικώς, υπάρχει πάντα θα υπάρχει η στερεοτυπική γυναικεία φιγούρα της «μοιραίας γυναίκας» στο νουάρ, ωστόσο νομίζω ότι και παλαιότερα αλλά πολύ περισσότερο και σήμερα οι γυναικείες φιγούρες ξεφεύγουν κατά πολύ από αυτό που έχει ο περισσότερος κόσμος στο μυαλό του. Κατά τη γνώμη μου πιο συνηθισμένο είναι πάντως το στερεότυπο της γυναίκας που ξεφεύγει, είναι εκτός ή αντιτίθεται στο ρόλο της παρά μιας παθητικής ύπαρξης/λογοτεχνικής γλάστρας. Στο «Δεύτερο κύκλο του 8» οι γυναικείες φιγούρες αφθονούν, όπως και τα εγκλήματα του κόσμου εναντίον τους.
– Τι να περιμένουμε στο μέλλον; Έχουμε μέλλον;
Πολύ καλό ερώτημα αλλά μάλλον δεν έχουμε πολύ μέλλον. Σε ότι αφορά τα λογοτεχνικά θα φανώ μάλλον αισιόδοξος, γενικώς την τελευταία δεκαετία νομίζω το αστυνομικό μυθιστόρημα στη χώρα μας έχει δώσει μερικά εξαιρετικά και αρκετά ελπιδοφόρα δείγματα. Από την άλλη, δυστυχώς, η όποια του μελλοντική πορεία πιο πολύ θα είναι θέμα τυχαιότητας, επιμονής και υπομονής αναγνωστών και δημιουργών παρά ενός στοιχειώδους σχεδιασμού. Όπως άλλωστε, σε όλες τις τέχνες σε αυτή την καταπληκτική χώρα. Σε ότι με αφορά προσωπικά, η αλήθεια είναι ότι ιδέες υπάρχουν, όρεξη υπάρχει αλλά αυτό που δεν υπάρχει πάντα είναι ο απαραίτητος χρόνος για αφοσίωση και δουλειά σε αυτά. Άλλωστε στην Ελλάδα η τέχνη θεωρείται μάλλον χόμπι, οπότε επειδή δυστυχώς τα προς το ζην βγαίνουν με άλλο τρόπο, θα πρέπει δυστυχώς να υπερκεραστεί και αυτό χάσμα.