«Όλα μου τα τραγούδια τα γράφω εκκινώντας από μια πνευματική λαχτάρα, επειδή αυτή είναι η μόνιμη συνθήκη μου. Για μένα, προσωπικά, αυτή η συνθήκη είναι ηλεκτρισμένη, δημιουργική και γεμάτη δυνατότητες».
Αυτή είναι μόνο μια από τις – πολλές – αφοπλιστικές, αφοριστικές και αξιωματικού τύπου ρήσεις του Νικ Κέιβ, έτσι όπως τις διηγείται στην εκτενή του συνέντευξη διάρκειας πολλών ωρών (που κατέληξε να είναι μια τύπου ημι-αυτοβιογραφία του) στον δημοσιογράφο Σον Ο’ Χέιγκαν, τον Αύγουστο του 2020, «ένα μακρύ τελετουργικό που διήρκεσε με διαλείμματα έως το επόμενο καλοκαίρι», όπως γράφει και ο ίδιος ο Κέιβ.
Οι συνεντεύξεις του Κέιβ, που έλαβαν χώρα μεσούσης της παγκόσμιας πανδημίας, κυκλοφόρησαν αρχικά ως ένα εξαιρετικό βιβλίο 300 σελίδων με τον εύγλωττο τιτλο «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος» στην γλώσσα του και, πριν ένα μήνα, και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Για αρχή, πρέπει και ταυτόχρονα επιβάλλεται να δώσουμε άπειρα συγχαρητήρια στον ίδιο τον δημοσιογράφο, ο οποίος όχι απλά είναι μέγας οπαδός του έργου του Κέιβ, αλλά ξέρει να κάνει τις σωστές ερωτήσεις, πότε ακριβώς να τις κάνει, και με ποιο τρόπο να τις απευθύνει, δίχως να δυσαρεστήσει τον συνομιλητή του.
Ο Ο’ Χέιγκαν κάνει μια εντελώς μαστόρικη διαχείριση μιας εκτενούς συνέντευξης, στην οποία ο συνομιλητής του τού λέει αυθόρμητα τεράστιες αλήθειες και παροιμιώδεις και αβανταδόρικες ατάκες – ένα σημάδι ότι ο Κέιβ εμπιστεύεται τον άνθρωπο που έχει απέναντι του, γι’ αυτό και είναι τόσο ανοικτός, ειλικρινής και σχεδόν ευάλωτος απέναντι στους αναγνώστες του.
Είναι από τα βιβλία που θα έπρεπε να διδάσκονται στις κατά τόπους δημοσιογραφικές σχολές ως προς το πώς να διεξάγεις μια άψογη και σχεδόν ιδανική συνέντευξη, εξυπηρετώντας αμφότερους τους (θεμελιώδεις) στόχους της: αφενός εσύ, ως δημοσιογράφος, να «βγάλεις είδηση» και αφετέρου αυτό να συμβεί με απόλυτο σεβασμό απέναντι στην προσωπικότητα του άλλου, χωρίς να τον προσβάλλεις ή να τον φέρεις σε δύσκολη θέση.
Τώρα, όσον αφορά στον ίδιο τον Κέιβ, κάθε σελίδα από τις 300 καταδεικνύει αυτό που ισχυρίζεται κάποια στιγμή ο ίδιος ο Αυστραλός, ότι δήλαδη «επέλεξα εγώ ο ίδιος να ζήσω μια ζωή μέσα στην απόλυτη αβεβαιότητα».
Είναι απίστευτη η νηματοειδής γραμμή που ενώνει όλες τις σελίδες του βιβλίου υπό την απολύτως σαφή αυτή «σκέπη» της ρήσης αυτής: ο Κέιβ, από τα νιάτα του, έζησε με αυτόν ακριβώς τον τρόπο καθώς έχασε τον πατέρα του σε μικρή ηλικία και έζησε όλη του την εφηβεία σε μια γραφική πόλη της Αυστραλίας, το Γουαρέκναμπιλ.
Εκεί εθίστηκε στην ηρωίνη και ξεκίνησε να ζει με βάση τα δυο μεγάλα του καλλιτεχνικά είδωλα: τον Αρθούρο Ρεμπώ και τον Λέοναρντ Κοέν. Μετά ήρθαν οι Birthday Party, ένα από τα σημαντικότερα συγκροτήματα που έβγαλε η Αυστραλία, των οποίων ηγήθηκε στα 20 του χρόνια ο Κέιβ.
Αλλά, αυτό που γίνεται πασίδηλο στον αναγνώστη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι ότι ο Κέιβ έζησε σχεδόν όλη του την ζωή πάνω σε μια «καρέκλα ελέους», ένα ιδιότυπο ψυχολογικό mercy seat, από το οποίο ουδέποτε παρεξέκλινε, είτε επιδιώκοντας το ο ίδιος, είτε ακουσίως και δίχως να το έχει προκαλέσει.
Πάνω σε αυτήν την ηλεκτρική καρέκλα της ψυχοπαθολογίας του έζησε τους θανάτους φίλων, κολλητών, συγγενών, της πρώην συντρόφου του, μέχρι και των δυο παιδιών του. Ήμαρτον, δηλαδή. Σε κάποιο σημείο, και εσύ, ως αναγνώστης αναρωτιέσαι αν ο Κέιβ είναι η σύγχρονη εκδοχή του βιβλικού Ιωβ, στον οποίο ο χριστιανικός Θεός έριχνε συνέχεια θανάτους και καταστροφές, προκειμένου να δοκιμάσει την πίστη του.
Και ναι, τελικά ο Κέιβ αποδεικνύεται ότι ίσως και να είναι ο σύγχρονος Ιωβ. Γιατί, ενώ βρίσκεται ξεκάθαρα, ψυχολογικά μιλώντας, στη μέση ενός ωκεανού και βλέπει την στεριά ολοένα και να απομακρύνεται, εκείνος συνεχίζει να παλεύει με τα κύματα, παρόλο που ξέρει ότι στο τέλος η μόνη κατάληξη θα είναι αυτά να τον τυλίξουν μέσα τους και να πνιγεί. Και η διήγησή του διαθέτει ταυτόχρονα Πίστη, Ελπίδα και Πόνο.
Και ενώ βρίσκεται μέσα στην σπηλιά [no pun intended, αναφορικά με το επώνυμό του] της διαχείρισης της απώλειας και του θανάτου, ο ίδιος αρνείται να πέσει στη λούπα της αυτολύπησης. Και ποια αυτολύπησης; Αυτής που προκύπτει από τον θάνατο του 15χρονου γιου του, Αρθουρ, το 2015 στην Βρετανία.
Πώς είναι δυνατόν να είσαι πατέρας και να χάνεις το παιδί σου; Αυτό που γέννησες και μεγάλωσες ο ίδιος; Υπάρχει χειρότερη συνθήκη ζωής για έναν ενήλικα γονιό; Ως γονιός πλέον και εγώ, αδυνατώ να βρω έναν χειρότερο και κατώτατο πάτο σε ένα δυνητικό ψυχολογικό πηγάδι.
Η συνέχεια είναι ακόμη πιο τραγική, σχεδόν σαν αρχαιοελληνική τραγωδία και μάλιστα δίχως την deus ex machina παρέμβαση που θα εξισορροπούσε κάπως την κατάσταση καθώς κατά τη διάρκεια αυτών των συζητήσεων με τον Ο’ Χέιγκαν, ο Κέιβ έμελλε να βιώσει κι άλλες απώλειες: αρχικά τον θάνατο της μητέρας του, της Ντον, κατόπιν της πρώην συντρόφου του, της Ανίτα Λέιν και του κολλητού του φίλου, του Χαλ Γουίλνερ. Ο Κέιβ στο βιβλίο μιλάει εκτενώς γι’ αυτές τις απώλειες.
«Ίσως το πένθος μπορεί να ιδωθεί ως μια συνθήκη αφύπνισης, στην οποία το άτομο που πενθεί βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ στη θεμελιώδη ουσία των πραγμάτων», τονίζει ο ίδιος ο Κέιβ και συνεχίζει εμφατικά: «Γιατί στο πένθος εξοικειώνεσαι σε μεγάλο βαθμό με την ιδέα της θνητότητας. Μπαίνεις σε μια πολύ σκοτεινή συνθήκη και βιώνεις πόνο που δεν έχεις ξανανιώσει – φτάνεις στα όρια του μαρτυρίου. Πιστεύω ότι υπάρχει μια μεταμορφωτική ιδιότητα σε αυτή τη μαρτυρική συνθήκη. Σε αλλάζει και σε αναδομεί ουσιαστικά. Αυτή η διαδικασία, βέβαια, είναι πολύ τρομακτική, αλλά με τον καιρό επιστρέφεις στον κόσμο γνωρίζοντας πόσο ευάλωτοι είμαστε συμμετέχοντας σε αυτό το ανθρώπινο δράμα. Ολα φαίνονται τόσο εύθραυστα και πολύτιμα και έντονα, και ο κόσμος και οι άνθρωποι που ζουν σ’ αυτόν τόσο απειλούμενοι και ταυτόχρονα τόσο όμορφοι».
Και στη συνέχεια κάνει μια βόλτα θεολογικής φύσεως στο υπαρξιακό δράμα που βιώνει εκείνη την στιγμή, λέγοντας στον Ο’ Χέιγκαν:
«Η αίσθησή μου είναι ότι σε αυτή τη σκοτεινή συνθήκη, η ιδέα ενός Θεού είναι πιο έντονη ή ίσως πιο ουσιαστική. Αισθάνομαι ότι το πένθος και ο Θεός είναι κατά μία έννοια συνυφασμένα, ότι όταν πενθείς, πλησιάζεις πιο κοντά στο πέπλο που χωρίζει αυτόν τον κόσμο από τον άλλον. Επιτρέπω στον εαυτό μου να πιστεύει τέτοια πράγματα, επειδή μου κάνει καλό».
Η συνέχεια γίνεται, δίχως εκείνη την στιγμή να το γνωρίζει ο ίδιος ο Κέιβ, ακόμη πιο τραγική για τον ίδιο: αμέσως μετά την ολοκλήρωση των συνεντεύξεων πέθαναν δυο από τους καλύτερους τους φίλους, ο Μαρκ Λάνεγκαν και ο Κρις Μπέιλ, ο τραγουδιστής του αυστραλέζικου πανκ συγκροτήματος των The Saints. Και κατόπιν ήρθε το κερασάκι στην τούρτα, όταν ο Κέιβ έχασε και τον δεύτερο γιο του, τον Τζέθρο.
«Οταν πενθείς, αυτό που λαχταράς είναι η γαλήνη. Οταν πέθανε ο Αρθουρ, μέσα μου υπήρχε ένα χάος, μια σωματική αίσθηση που έμοιαζε με έναν βρυχηθμό στο κέντρο της ύπαρξής μου, καθώς και μια τρομερή αίσθηση τρόμου και επικείμενης καταστροφής. Θυμάμαι ότι την ένιωθα πραγματικά να κυλάει μες στο σώμα μου και να ξεχύνεται από τα ακροδάχτυλά μου. Οταν έμενα μόνος με τις σκέψεις μου, μια σχεδόν συντριπτική αίσθηση κατέκλυζε το σώμα μου. Δεν είχα ξανανιώσει έτσι. Ηταν μεν ψυχικό μαρτύριο, αλλά ήταν και σωματικό, βαθιά σωματικό, μια ισοπέδωση του εαυτού – ένα εσωτερικό ουρλιαχτό», αναφέρε ο ίδιος ο Κέιβ για το τραγικό ατύχημα που είχε ο Αρθουρ, πέφτοντας από έναν ψηλό βράχο.
«Μετά το ατύχημα [του Αρθουρ] ανέβηκα στο δωμάτιό του και κάθισα στο κρεβάτι του, ανάμεσα στα πράγματά του, έκλεισα τα μάτια μου και διαλογίστηκα. Πίεσα τον εαυτό μου να το κάνει. Και για μια απειροελάχιστη στιγμή, είχα επίγνωση ότι με κάποιον τρόπο τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε καλά. Ηταν σαν ένα φευγαλέο φως. Κι ύστερα ο πόνος επέστρεψε καταιγιστικός. Αυτό ήταν ένα σημάδι και μια σημαντική αλλαγή», καταλήγει με νόημα.
Ο Κέιβ, κατά τα γνωστά του ειωθότα, είναι χειμαρρώδης δίχως να γίνεται ενοχλητικά συναισθηματικός. Αφοπλιστικά ειλικρινής δίχως να αποζητάει την λύπηση εκ μέρους του αναγνώστη (ή ακροατή) του. Τολμάει και μιλάει για τη μουσική, τη θρησκευτική πίστη και την ηρωίνη. Δεν εξιδανικεύει τίποτα – το αντίθετο μάλιστα, έχει αποδεχτεί συνειδητά την μοίρα του και, βασικά, την μοίρα όλων μας.
Εχει αποδεχεί την ματαιότητα (και την έξωθεν ματαίωση) της ανθρώπινης ύπαρξης και απλώς το μόνο που κάνει είναι να μπορεί να την διαχειριστεί κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο -και ταυτόχρονα να διατηρεί έστω μια επίφαση Ελπίδας για ένα κάπως πιο αισιόδοξο μέλλον, ένα μέλλον όχι δίχως καθόλου Πόνο (αυτό και αν είναι μια χίμαιρα), αλλά με όσο το δυνατόν λιγότερο πόνο και έναν πόνο που θα είναι διαχειρίσιμος διαμέσου της προσωπικής Πίστης του καθενός από εμάς σε ό,τι θεωρούμε ως σημαντικό.
«Εκείνη την περίοδο [που πέθανε ο Αρθουρ], η σκέψη ότι όλοι κάποτε πεθαίνουμε έγινε τόσο αληθινή, που μόλυνε τα πάντα, να πάρει ο διάολος. Μου φαινόταν ότι όλοι μπορεί να πέθαιναν από στιγμή σε στιγμή», υπερτονίζει ο ίδιος και στη συνέχεια μεταφέρει και τις σκέψεις της μητέρας του Αρθουρ και συζύγου του, της Σούζι: «Η Σούζι πίστευε ότι όλοι θα πέθαιναν και μάλιστα σύντομα. Οχι ότι όλοι τελικά πεθαίνουν, αλλά ότι όσοι ξέραμε θα πέθαιναν αύριο ξέρω γω. Βυθιζόταν σε μια απόλυτη υπαρξιακή αγωνία, που είχε να κάνει με το ότι η ζωή όλων διέτρεχε τρομερό κίνδυνο. Ηταν σπαρακτικό. Αλλά με κάποιον τρόπο, αυτή η αίσθηση της παρουσίας του θανάτου και τα θυελλώδη πληγωμένα συναισθήματα που τη συνόδευαν, μάς έδωσαν τελικά μια παράξενη επιτακτική ενέργεια. Οχι αμέσως, αλλά με τον καιρό. Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω, ήταν μια ενέργεια που μας επέτρεψε να κάνουμε ό,τι θέλαμε. Ξεκλείδωσε διάφορες δυνατότητες και από μέσα τους ξεχύθηκε μια παράδοξη, παράτολμη δύναμη. Ηταν λες και το χειρότερο είχε ήδη συμβεί, και τίποτα δεν μπορούσε να μας βλάψει, και οι συνηθισμένες μας ανησυχίες ήταν πια πολυτέλειες. Αυτό περιέκλειε μια ελευθερία. Η επιστροφή της Σούζι στον κόσμο ήταν το πιο συγκινητικό πράγμα που έχω δει στη ζωή μου».
*To βιβλίο «Πίστη, Ελπίδα και Πόνος» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.