Είναι μια σχέση αντίπαλων δυνάμεων ανάμεσα σε αυτό που θα φύγει και σε αυτό που έρχεται. Καταστροφική και ταυτόχρονα δημιουργική. Παντού και πάντοτε. Τόσο στην πραγματική ζωή όσο και στη Λογοτεχνία, εάν υποθέσουμε βεβαίως ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ τους. Ας μείνουμε στη Λογοτεχνία όμως. Από την αρχαία ελληνική τραγωδία (μόνο τον Οιδίποδα Τύραννο να μελετήσει κανείς δεν χρειάζεται τίποτε άλλο), μέχρι και τη σύγχρονη παγκόσμια γραφή, η σχέση αυτή έχει απασχολήσει σχεδόν άπαντες.Η πατρότητα είναι ένα νομικό παραμύθι, λέει κάπου στον Οδυσσέα του ο Τζέημς Τζόυς. Μέσα από Το γράμμα στον πατέρα, αυτή τη μακροσκελή ανεπίδοτη επιστολή του Φραντς Κάφκα προς τον πατέρα του, καταγράφεται, με τον πλέον διεισδυτικό τρόπο, και διαβάζουμε το «ανεπανόρθωτο» -με ό,τι καλό ή κακό κι αν υποδηλώνει η συγκεκριμένη λέξη- που επιφέρει στον ψυχισμό του γιου η σχέση με τον πατέρα του. Ο Γιώργος Χειμωνάς, με αφορμή τον θάνατο του πατέρα του, γράφει την Εκδρομή, ένα συνταρακτικό λογοτεχνικό-ποιητικό-ψυχαναλυτικό ντοκουμέντο, μέσα από το οποίο ο παρατηρητής-συγγραφέας-γιος, εξαιτίας του αβάσταχτου πόνου που βιώνει, μετατρέπεται σταδιακά σε παρατηρούμενο. Κοινώς, ο Θάνατος μετουσιώνεται σε εργαλείο αυτογνωσίας και, τελικά, σε έργο Τέχνης. Τα τρία προαναφερθέντα έργα είναι τα πρώτα που εντελώς από μόνα τους (;) αναδύθηκαν από το μυαλό μου γράφοντας τούτο εδώ το μικρό άρθρο. Και ο κατάλογος, ασφαλώς, σε σχέση με τη συγκεκριμένη θεματική,  δεν έχει τελειωμό. Όσον αφορά στον Άμλετ του Σαίξπηρ, το καλύτερο, ίσως, που έχουμε να κάνουμε είναι να το βουλώνουμε, να μην λέμε απολύτως τίποτα, και, εάν θέλουμε να καταλάβουμε έστω έναν κόκκο από αυτόν, απλά να τον διαβάζουμε ξανά και ξανά και ξανά. Εφ’ όρου ζωής.

Και τώρα στο διά ταύτα. Ο γνωστός και βραβευμένος με το Βραβείο Ζοζέ Σαραμάγκου Πορτογάλος λογοτέχνης Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο, στο «αφήγημά» του Μου πέθανες (γραμμένο και πρωτοδημοσιευμένο το 2000), καταγράφει σε μόλις είκοσι πέντε σελίδες καθαρού κειμένου ένα χρονικό αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας, τις τελευταίες στιγμές του πατέρα του και την αναπόφευκτη (;) σιωπή που έρχεται να καλύψει σχεδόν τα πάντα. Ο συγγραφέας μάς μιλάει για το πένθος και, μιλώντας μας για αυτό, εννοείται ότι προσπαθεί να το ορίσει κιόλας. Πολύ ωραία μέχρι εδώ, θα μπορούσε να πει κανείς, αλλά σιγά την πρωτοτυπία! Ενδεχομένως, μάλιστα, δεν θα είχε και άδικο. Μάλιστα…

Ε, λοιπόν, θα είχε άδικο· και μάλιστα μέγα. Ας προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί. Η πρωτοτυπία, λοιπόν, του συγκεκριμένου κειμένου θαρρώ πως δεν έχει να κάνει με το θέμα αυτό καθεαυτό (και ας θυμηθούμε εδώ το, έτσι κι αλλιώς, αυτονόητο ότι το μείζον στη λογοτεχνία δεν είναι το θέμα, αφού όλα τα θέματα έχουν θιγεί) αλλά με τη γλωσσική οπτική της ενασχόλησης του κάθε συγγραφέα με το θέμα. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος όμως: Εκείνη τη θλιβερή ιστορία με εκείνο το πουλί που κάθε βράδυ κλαίει και φωνάζει όλο Γκιων και Γκιων την έχετε ακουστά; Σίγουρα θα την έχετε ακουστά. Αυτό το πουλί, λέει, κλαίει και φωνάζει τον αδερφό του που πέθανε. Ίσως, μάλιστα, να νομίζει ότι, φωνάζοντάς τον, ο νεκρός αδερφός θα επιστρέψει. Ε, κάτι τέτοιο κάνει και ο Πεϊσότο στο αφήγημά του! Ογδόντα μία φορές μέσα στο κείμενο (το νούμερο αυτό δεν είναι καθόλου σχήμα λόγου αλλά, αντιθέτως, ανταποκρίνεται σε καταμέτρηση που έκανα) υπάρχει η λέξη Πατέρας σε πτώση κλητική. Πατέρα! Πολλές, επίσης, από αυτές τις ογδόντα μία φορές υπάρχουν αυτονομημένες σε προτάσεις αποτελούμενες μόνο από αυτή την κλητική: Πατέρα! Ο συγγραφέας, με άλλα λόγια, γράφει για τον πατέρα και ταυτόχρονα τον φωνάζει. Αλλά, ως γνωστόν, όταν φωνάζουμε κάποιον, θεωρούμε ότι υπάρχει, έστω μία μικρή πιθανότητα, αυτός που φωνάζουμε να μας ακούσει κιόλας και να εμφανιστεί όπου κι αν βρίσκεται. Η κλητική είναι, ενίοτε, μία σχεδόν μαγική -δυνάμει- πτώση αφού τη γλωσσική εκφώνηση προσπαθεί να τη μετατρέψει σε πράξη. Η επιτελεστική λειτουργία της γλώσσας που λέει η επιστήμη της Γλωσσολογίας. Κι αυτή ακριβώς η επανάληψη της προσφώνησης «Πατέρα!» μεταμορφώνει, σιγά σιγά και σχεδόν ύπουλα, το κείμενο του Πεϊσότο σε ένα είδος μουσικής παρτιτούρας που επανέρχεται πάλι και πάλι στο ίδιο μουσικό μοτίβο.

Ένα άλλο στοιχείο που θεωρώ πως είναι ιδιαιτέρως αξιοσημείωτο στο συγκεκριμένο βιβλίο είναι ότι ΠΟΥΘΕΝΑ δεν υπάρχει η παραμικρή -έστω και με τρόπο σκιώδη- αρνητική αναφορά του γιου για τον πατέρα. Μα είναι δυνατόν; Κι όμως ναι, είναι δυνατόν! Κι αυτό είναι κάτι που δεν θυμάμαι να το έχω διαβάσει ξανά τόσο απόλυτα, τόσο αδιαπραγμάτευτα. ΣΧΕΔΟΝΕΡΩΤΙΚΑ. Χώρια εκείνη η «αλλόκοτη» αντιστροφή των ρόλων που διάσπαρτα εμφανίζεται μέσα στο κείμενο με αποκορύφωμα λίγο πριν το τέλοςτου, εκεί που διαβάζουμε: «Ξεκουράσου, πατέρα, κοιμήσου, μικρέ μου, κουβαλάω το όνομά σου και τις πεποιθήσεις σου και τα όνειρά σου στη θέση των δικών μου. Ξεκουράσου, δεν θα σου αφήσω να συμβεί κακό» (σ. 32).

Α! Κι εκείνο το «Μου» στον τίτλο! Μου πέθανες! Πόσο ωραίο ακούγεται στη μετάφραση της Ζωής Καραμπέκιου. Σαν τρυφερός θρήνος.

Διαβάστε, ει δυνατόν μάλιστα φωναχτά, αυτό το «μικρούλι αφήγημα». Κι ακούστε τη μουσική του · αφήστε που το Διάβασμα δεν βγαίνει ποτέ σε κακό.

ΙΝΦΟ: Το “Μου πέθανες”, του Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν, 2025.