«Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από κακό όνειρο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε γιγάντια κατσαρίδα. Ήτανε ξαπλωμένος ανάσκελα, πάνω στη σκληρή ράχη του που ‘μοιζε με πανοπλία κι όταν σήκωνε λιγάκι το κεφάλι του μπορούσε να δει την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του που ‘τανε χωρισμένη σε σκληρές καμπυλωτές δίπλες και που μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματά του για να ξεγλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα ποδάρια του, που ήταν αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο κορμί του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του. Τί μου συνέβη; Συλλογίστηκε. Όνειρο δεν ήταν».
[Φραντς Κάφκα, «Η Μεταμόρφωση», μτφ. Βασίλης Τομανάς, Εκδοτική Θεσσαλονίκης, 1996]
Έχει υπάρξει άραγε ένα πιο συγκλονιστικό ξεκίνημα βιβλίου από την στιγμή που ο αναγνώστης της «Μεταμόρφωσης» συνειδητοποιεί, από την πρώτη κιόλας γραμμή της, ότι δεν έχει να κάνει με έναν άνθρωπο με όνομα, επώνυμο, εθνικότητα, σάρκα και οστά, αλλά με το πιο σιχαμένο έντομο όλων των εποχών και σύμπασας της ανθρωπότητας*;
«Όνειρο δεν ήταν», όπως παραδέχεται χεσμένος από τον φόβο του ο Γκρέγκορ Σάμσα, ο πρωταγωνιστής της «Μεταμόρφωσης», η οποία κυκλοφόρησε σαν σήμερα πριν 108 ακριβώς χρόνια, στις 5 Απριλίου του 1915, μεσούντος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι στρατιώτες στα πεδία των μαχών μάχονταν με στόχο να παραμείνουν αυτοί τελευταίοι ζωντανοί – όπως συχνά λέμε για τις «απέθαντες» κατσαρίδες.
Ή που γυρνούσαν στις πατρίδες και τις οικογένειές τους χωρίς πόδια ή χέρια, όπως μια κατσαρίδα που έχει εξαϋλωθεί από απανωτά χτυπήματα με παντόφλα, παπούτσι ή τόνους ΤΕΖΑ.
Ο Γκρέγκορ – ένα όνομα που ο Κάφκα επέλεξε προς τιμήν του ομώνυμού του ήρωα του αγαπημένου του βιβλίου, της «Αφροδίτης με τις Γούνες» (1870) του αυστριακού συγγραφέα Leopold von Sacher-Masoch – μένει σε μια «κάμαρη, μια συνηθισμένη ανθρώπινη κρεβατοκάμαρη, μόνο κομμάτι πιο μικρή απ’ το κανονικό […]».
Είναι ένας περιοδεύων πωλητής, ένας απλός πλην τίμιος πλασιέ, όμως εκείνο το πρωινό τόν βρίσκει «σε βαριά μελαγχολία […]».
Και συνεχίζει ο ίδιος σκεφτόμενος: «Γιατί να μην κοιμηθώ λιγάκι περισσότερο και να λησμονήσω όλες ετούτες τις ανοησίες, συλλογίστηκε, αυτό όμως δεν μπορούσε να το κάνει, γιατί είχε συνηθίσει να κοιμάται γυρισμένος προς τα δεξιά και τώρα, στην κατάσταση που βρισκόταν, ήταν αδύνατο να στρίψει. Όσο κι αν πάσχισε να στρίψει προς το δεξί του πλευρό, δεν τα κατάφερε· ξανακυλούσε πάλι στ’ ανάσκελα. Δοκίμασε τουλάχιστον εκατό φορές, έκλεινε τα μάτια για να μη βλέπει τις αγωνιώδεις κινήσεις των ποδιών του και τα παράτησε μόνον όταν άρχισε να νιώθει στο πλευρό έναν απροσδιόριστο πόνο, που ίσαμε τότε του ήταν άγνωστος. Θεέ μου, συλλογίστηκε, τί εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα!».
Η μεταμόρφωση του Σάμσα από λειτουργικό μέλος της κοινωνίας σε δυσλειτουργικό εξάρτημα και γρανάζι της έχει μόλις ξεκινήσει. Από εκεί που ήταν χρήσιμος για τον προϊστάμενό του, τον κοινωνικό του περίγυρο και την ίδια την οικογένειά του, ως αυτός που έφερνε το κύριο εισόδημα μέσα στο σπίτι, πλέον, σταδιακά αρχίζει, λόγω της κατάστασής του αυτής, να αποξενώνεται.
Η αποξένωση μετατρέπεται σε ανημποριά και η ανημποριά σε απόγνωση, με τον σκληρό ρεαλισμό της καθημερινότητας του Σάμσα να συμπλέκεται με την αλληγορία του Κάφκα ως προς την αδυναμία του κεντρικού του ήρωα να ενταχθεί μέσα στις κοινωνικές νόρμες και στα οικογενειακά πρότυπα που του έχουν επιβληθεί.
Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της, πλέον πολύ περιορισμένης, κινητικά, ζωής του Γκρεγκόρ μετατρέπουν σταδιακά την «Μεταμόρφωση» από μια αρχυτυπική ιστορία τρόμου της κατηγορίας και του λογοτεχνικού βεληνεκούς του Εντγκαρ Αλαν Πόε σε μια κοινωνική αλληγορία για την μισαλλοδοξία και την δυσανεξία απέναντι στο «ξένο» και το «άλλο», σε μια κοινωνία όπου τελικά κυριαρχούν και επικρατούν αξίες όπως η μικροπρέπεια και ο εγωισμός.
Και σίγουρα η τρανταχτή έλλειψη κοινωνικής και οικογενειακής συμπερίληψης.
Ο Σάμσα, κάθε μέρα που περνάει, αρχίζει να μοιάζει ολοένα και πιο κοντά με ένα έντομο, ενοχλητικό για τον ίδιο και την ζωή του, αλλά κυρίως για τους γύρω του. Κανείς από την οικογένειά του δεν δέχεται να του προσφέρει φροντίδα, ευαισθησία, ενσυναίσθηση και αγάπη. Και η μοναξιά του Γκρεγκόρ στο τέλος γίνεται αποπνικτική, ειδικά όσο έμενε μόνος του κλειδωμένος στο δωμάτιό του, μακριά από κάθε επαφή με τους οικείους του. Η οικογένειά του τον αντιμετωπίζει, οριακά, ως σκουπίδι, απόπατο και περιττό και δεν διστάζει να τού το δείχνει με κάθε πιθανή ευκαιρία.
«Είχε από ώρα τελειώσει το γεύμα του και απλώς καθόταν τεμπέλικα στο ίδιο σημείο, όταν η αδελφή του, για να τον ειδοποιήσει πως ήταν ώρα να ξανακρυφτεί, έστρεψε αργά το κλειδί στην κλειδαριά. Ο Γκρέγκορ κατατρόμαξε, παρ’ όλο που τον είχε πάρει σχεδόν ο ύπνος, και έτρεξε αμέσως να χωθεί κάτω από τον καναπέ. Χρειάστηκε όμως να επιστρατεύσει όλη του την αυτοπειθαρχία για να μείνει εκεί κάτω, έστω και για τη λίγη εκείνη ώρα που η αδερφή του βρισκόταν στο δωμάτιο· ύστερα από εκείνο το πλούσιο γεύμα το σώμα του είχε στρογγυλέψει κάπως, και έτσι στριμωγμένος που ήταν κάτω από τον καναπέ, μόλις που μπορούσε να αναπνεύσει. Μέσα σε μικρές κρίσεις δύσπνοιας και με τα μάτια γουρλωμένα παρατηρούσε την αδερφή του, που ανυποψίαστη μάζευε με μια σκούπα όχι μόνο τ’ αποφάγια αλλά ακόμα και τα φαγητά που ο Γκρέγκορ είχε αφήσει εντελώς ανέγγιχτα, λες και ήταν κι αυτά άχρηστα· τα μάζεψε και τα έριξε όλα μαζί σ’ έναν κουβά, έβαλε από πάνω το ξύλινο καπάκι και τα έβγαλε όπως ήταν από το δωμάτιο. Πριν καλά καλά η αδερφή του γυρίσει την πλάτη της, ο Γκρέγκορ βγήκε από το καταφύγιό του και άρχισε να τεντώνεται και να ξεφυσά».
Και όπως τραγουδούσε και ο The Boy στο προ 15ετίας τεράστιο τραγούδι του, «Κουστουμάκι», ότι δηλαδή «τελευταία φεύγει η ελπίδα και η κατσαρίδα», έτσι και ο Γκρεγκόρ προσπαθεί, την ίδια στιγμή, να παραμείνει ζωντανός, αλλά και να φύγει από το πατρικό του σπίτι, προκειμένου να μην συνεχίσει να είναι βάρος στους άλλους.
Το πλέον συγκλονιστικό με την «Μεταμόρφωση», τουλάχιστον όπως το βίωσα εγώ διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντάς το βιβλίο, είναι ότι ο Κάφκα μάς πετάει συνέχεια hints και «τυράκια» και ενδείξεις ότι η μεταμόρφωση του Σάμσα κάθε άλλο παρά συμβολική είναι, αλλά στην πραγματικότητα ο Γκρεγκόρ έχει μετατραπεί όντως, περιέργω και σατανικώ τω τρόπω, σε ένα βλαττοειδές έντομο της υπόταξης των δικτυόπτερων με έξι πόδια, δύο κεραίες και (ενδεχομένως) φτερά.
Ενδιάμεσα, προσπαθεί απεγνωσμένα να παραμείνει ένα ενεργό μέλος της οικογένειάς του, κολλώντας με απόγνωση τις κεραίες του στον τοίχο για να κρυφακούει τις συζητήσεις των γονιών και της αδελφής του στο διπλανό δωμάτιο. Η μόνη που του συμπαραστέκεται με κάποιο υποτυπώδη τρόπο, την ώρα που ο ίδιος πασχίζει να μάθει να περπατάει με τα έξι του πόδια, είναι η μικρή του αδελφή, η οποία του πάει το φαγητό του. Η μητέρα του αρνείται πεισματικά να τον συναντήσει από κοντά, ενώ ο πατέρας του διαρκώς εξανίσταται ιδιωτικώς και δημοσίως «για το κακό που βρήκε την οικογένειά του», θυμίζοντας το… Μέλλον, όταν μετά από 20-30-40 χρόνια αντίστοιχοι πατεράδες θα βροντοφώναζαν το ίδιο για «τον γιο τους που έγινε πούστης και γυναικωτός και όχι καθαρόαιμο αρσενικό».
Ο Γκρεγκόρ, όσο περνάνε οι σελίδες, συνειδητοποιεί το βάρος της κατάστασής του και το τέλος που πλησιάζει για τον ίδιο και τότε είναι που λέει την, κατ’ εμέ, πιο συνταρακτική ρήση του: «Πρέπει να δουλέψω σκληρά για να κερδίσω τον τάφο μου», λέει ο Σάμσα, την στιγμή που πλέον έχει αποδεχτεί ότι έχει αποχαιρετήσει… τον κόσμο των ανθρώπων και πλέον ανήκει ολοκληρωτικά σε εκείνον των εντόμων.
Με τον καιρό όμως, ο ίδιος παραιτείται από την προσπάθεια και σταματάει ακόμη και να τρώει. Όταν ένα πρωί τον βρίσκουν νεκρό από ασιτία, όλη η οικογένειά του εμφανίζεται λυτρωμένη από τον θάνατό του, το θάνατο του «οικογενειακού βαριδιού». Κλαίνε, για τα μάτια του κόσμου και μόνο, μερικά κροκοδείλια δάκρυα για την αδόκητη απώλειά του, αλλά κατόπιν βγαίνουν μια βόλτα και έναν περίπατο στην εξοχή και αρχίζουν να κάνουν ξανά όνειρα για τη ζωή τους χωρίς αυτόν.
«Ο Κάφκα ανήκει σ’ εκείνους τους ανθρώπους που πέρασαν τη ζωή τους μέσα στην αμφιβολία και τη μοναξιά και που συχνά θεωρούσαν την ίδια τους την ύπαρξη, την πίστη τους και τα πνευματικά τους στηρίγματα βαθιά προβληματικά», έγραφε ο εξίσου εμβληματικός συγγραφέας Έρμαν Έσσε [του «Λύκου της Στέπας»] στην εισαγωγή της ελληνικής έκδοσης από τις Εκδόσεις Ροές.
Η επιρροή της «Μεταμόρφωσης» ήταν, είναι και θα παραμείνει πανταχού παρούσα στην ζωή μας, αφενός την λογοτεχνική (με πιο τρανταχτό παράδειγμα τον σπουδαίο «Ξένο» του Αλμπέρ Καμί) αλλά και αφετέρου την καλλιτεχνική – μην ξεχνάμε ότι πάνω στο βιβλίο του Κάφκα στηρίχτηκε η ταινία «Μύγα» [The Fly] του 1958 από τον Kurt Neumann που κατόπιν έγινε και ένα από τα σπουδαιότερα ριμέικ στην ιστορία του σινεμά, από τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, το 1986.
Και, ασφαλώς, μην ξεχνάμε ότι ο Φραντς Κάφκα εξακολουθεί να είναι ένας από τους ελάχιστους συγγραφείς όλων των εποχών (μαζί με τον Όργουελ και τον Ντοστογιέφσκι και κάποιους έλαχιστους ακόμη), που το επώνυμό του σταμάτησε να είναι απλώς ένα επώνυμο και έγινε ένας αυτόφωτος επιθετικός προσδιορισμός που έκτοτε συνοδεύει κάθε έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας που προσπάθησε – αλλά φυσικά απέτυχε – να αποδώσει τόσο καλά το εφιαλτικό και αλληγορικό κλίμα των σελίδων της «Μεταμόρφωσης».
Και η «καφκική λογοτεχνία» ή το «καφκικό σενάριο» συνεχίζει να υπάρχει ως έννοια και ως μια αποτύπωση μιας πνιγηρής ατμόσφαιρας αποξένωσης ενός ανθρώπου που καταπιέζεται ψυχολογικά, τόσο εξαιτίας της μεταγενέστερης «Δίκης», αλλά κυρίως εξαιτίας της κατσαρίδας αυτής, του Γκρέγκορ Σάμσα, που κάποτε ονειρεύτηκε ότι ήταν άνθρωπος, αλλά τελικά δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα σιχαμένο έντομο.
*Για λόγους πλήρους λογοτεχνικής διαύγειας, πολλοί μελετητές του Κάφκα διαφωνούν ως προς το ότι ο Σάμσα έγινε κατσαρίδα και προκρίνουν την εκδοχή του «σκαθαριού». Ωστόσο, η επικρατούσα άποψη, από τους περισσότερους μελετητές και μεταφραστές του, είναι ότι ο Σάμσα έχει μεταμορφωθεί σε κατσαρίδα.