Το βιβλίο της Κρίστι Λάφερτι κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος κι αποτελεί ένα επίκαιρο ανάγνωσμα σε μία εβδομάδα που μία ακόμα διαμάχη κλιμακώνεται κι ένας ακόμα πόλεμος στη «γειτονιά» μας βρίσκεται προ των πυλών, αν δεν έχει ήδη αρχίσει. Μετά το σοκ της υγειονομικής κρίσης, ήρθε η σύγκρουση Ρωσίας-Ουκρανίας και πριν καλά καλά ομαλοποιηθεί η κατάσταση Ισραήλ και Παλαιστίνη δίνουν το δικό τους αιματηρό ραντεβού. Η συγγραφέας μας γυρνάει λίγα χρόνια πίσω κι η ιδέα του μυθιστορήματός της ξεκίνησε όταν η ίδια ήταν εθελόντρια σε κέντρο προσφύγων στην Αθήνα την ταραγμένη περίοδο του 2016-17.

Με μία βαθιά ανθρώπινη ματιά “οικοδομεί” την ιστορία, αυτή της Άφρα και του Νούρι. Ξεκινάει την αφήγησή της με ένα χάρτη. Είναι αυτός της Συρίας και πλάι του αυτός του ταξιδιού για ένα καλύτερο αύριο προς τη Δύση. Μία επιλογή απελπισίας με πόνο καρδιάς για την πατρογονική γη που μοιραία χάνεται. Πριν όμως φτάσει σε αυτές τις γραμμές η Λάφερτι άκουσε εκατοντάδες παρόμοιες ιστορίες, έπλεξε τα στοιχεία τους και συμπλήρωσε από τις μαρτυρίες αληθινά στοιχεία μίας επώδυνης διαδρομής που καθημερινά επιβάρυνε τη ψυχική υγεία των πρωταγωνιστών.

Μία σειρά από αναμνήσεις κατατρέχουν το πρώτο μέρος της αφήγησης σαν ένα κινηματογραφικό flashback. Η ησυχία, η ηρεμία, οι εικόνες κι οι ήχοι πριν το πρώτο μπαμ. Οι μέλισσες κυριαρχούν. Είναι κομμάτι της ζωής των ανθρώπων. Συμβολίζουν την εργατικότητα, την ευαλωτότητα, τη ζωή και την ελπίδα. Το μέλι τους είναι ένα μέσο βιοπορισμού για τους κατοίκους. Δεν τις εκμεταλλεύονται όμως, τις αγαπούν και τις νοιάζονται σαν μία συνέχεια της αλυσίδας της φύσης. Αναπτύσσεται μία σχέση στοργής και σεβασμού. Έρχεται όμως μία στιγμή ικανή να ταράξει συθέμελα τις ζωές των ανθρώπων. Όσο κι αν θέλουν να ξυπνήσουν από τον εφιάλτη αυτή η δυνατότητα δεν υπάρχει και για να σωθούν χρειάζονται γενναίες αποφάσεις.

Ακριβώς μετά το αρχικό σοκ ξεκινάει ένα πυκνό διάστημα συνειδητοποίησης και στη συνέχεια το τρένο της μεγάλης φυγής. Σαν ένας πίνακας που θα ζωγράφιζε η Άφρα, μα τώρα πρέπει η ίδια να γίνει πρωταγωνίστρια του έργου. Η επιλογή είναι μονόδρομος. Κάθε ημέρα ο αριθμός των θυμάτων αυξάνεται. Ο Νούρι κυριολεκτικά και μεταφορικά θα λειτουργήσει ως πυξίδα σε αυτό το δύσκολο πέρασμα. Ο στόχος τους έχει ήδη τεθεί, τα χιλιόμετρα που θα ακολουθήσουν όμως κρύβουν δεκάδες κινδύνους. Τους περισσότερους οι άνθρωποι δεν μπορούν να τους σκεφτούν όταν απελπισμένοι ξεκινούν.

Τα μάτια κι οι αισθήσεις θα αντικρίσουν τη σήψη του κόσμου. Το ζευγάρι πρέπει να αντέξει. Είναι τόσο μεγάλη η προσπάθεια, που όταν η μπόρα κοπάσει τα σημάδια είναι ανεξίτηλα στο σώμα, αλλά κυρίως εσωτερικά. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων τραυματίζονται. Αναζητούνται ευθύνες. Αναρωτιούνται αν έπραξαν το σωστό. Είχαν άραγε άλλη επιλογή; Στον δρόμο για τον τελικό τους προορισμό, οφείλουν να κοιτάξουν ξανά ο ένας τον άλλον και να γνωριστούν ξανά. Είναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι μετά τα όσα πέρασαν. Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, εφόσον τα δύσκολα πέρασαν. Η πολλαπλή απώλεια θα στοιχειώνει για πάντα την καθημερινότητά τους, ήρθε όμως η στιγμή να πάρουν μία βαθιά ανάσα.

Από την επίλογο του συγκλονιστικού βιβλίου:

«Το καλοκαίρι του 2016 και ξανά το 2017 βρέθηκα στην Αθήνα, απασχολούμενη ως εθελόντρια σε ένα κέντρο υποδοχής προσφύγων. Καθημερινά, καινούριοι άνθρωποι εισέρρεαν στην Ελλάδα, οικογένειες χαμένες και φοβισμένες, κυρίως από τη Συρία και το Αφγανιστάν. Η εμπειρία από την παροχή βοήθειας προς αυτούς που βίωναν τις πιο τρομακτικές καταστάσεις της ζωής τους μου άνοιξε τα μάτια.

Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι οι άνθρωπο ήθελαν να διηγηθούν τις ιστορίες τους, παρότι υπήρχαν γλωσσικά εμπόδια. Ήθελαν να μιλήσουν, ήθελαν να ακούσουν οι άλλοι άνθρωποι, να δουν. Τα παιδιά έκαναν ζωγραφιές. Ζωγράφιζαν μπαλόνια και δέντρα και από κάτω τους μία σκηνή και ένα νεκρό κορμί. Με τάραζαν πολύ εκείνες οι εικόνες και οι ιστορίες. Όμως, αυτή ήταν η πραγματικότητά τους, αυτά είχαν βιώσει».