Ζει και εργάζεται στην Αθήνα αλλά η καρδιά της χτυπά εκεί που φυσά ο Βαρδάρης, στην πατρίδα της, τη Θεσσαλονίκη, εκεί που ο ομίχλη μοιάζει με γαλακτώδη κουρτίνα κάποιες φορές και η βροχή μπορεί να κρατήσει τριάντα οχτώ μέρες σερί. «Ο δικός μου “Όλυμπος” είναι οι λαϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης» ομολογεί η ίδια. Το ξέρω καλά μιας και με την Μελίσσα έχουμε πει βαθύτερες αλήθειες πέρα από την απαραίτητη ανταλλαγή ιδεών που χωράει στα δημοσιογραφικά γραφεία και στους διαδρόμους γύρω από αυτά.
Ηθοποιός, δημοσιογράφος και συγγραφέας, αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο της. Το πρώτο κυκλοφόρησε το 2015, επίσης από τις εκδόσεις Κίχλη, «Και διηγώντας τα… να τρως», 38 ιστορίες για τη γαστρονομία, τις περιπλανήσεις και τις περιπέτειες αγαπημένων εδεσμάτων. Η Μελίσσα σπούδασε στη Σχολή Δραματικής Τέχνης του ΚΘΒΕ και εργάστηκε ως ηθοποιός στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Το «Απ’ το Μπαλκόνι να Φύγεις!» είναι μια λοξὴ ματιὰ σε καθημερινὲς ιστορίες, όπου οι ήρωες αναμετρώνται με κάθε είδους απώλειες, δοκιμάζουν τις αντοχές τους και συχνὰ καταποντίζονται· άλλοτε πάλι ψηλαφώντας το παράδοξο και το υπερφυσικὸ αντιστέκονται προσωρινά, στο τέλος όμως αφήνονται στη μοίρα τους και αποζητούν μια θέση στην αγκάλη της μητέρας Θεσσαλονίκης.
Ο χώρος δράσης είναι ο Βαρδάρης, η Μοναστηρίου, τα Αρμένικα, τα καφενεία, οι ταβέρνες, το Λοιμοκαθαρτήριο, οι εξώστες των κινηματογράφων.
«Είναι μια συλλογή 17 διηγημάτων που οι ιστορίες τους εκτυλίσσονται στη Θεσσαλονίκη, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Ξεκινά λίγο μετά την Απελευθέρωση της πόλης το 1912, και συναντά την προσφυγιά του 1922, αργότερα τους Εβραίους και τον αφανισμό τους, πηγαίνει στα μεταπολεμικά χρόνια και φθάνει αρκετά μετά την Μεταπολίτευση. Στη διαδρομή βρίσκει πυκνή ομίχλη, ναυάγια στα βάθη του λιμανιού, χριστιανικά σωματεία, και πολλές απώλειες. Κάθε είδους απώλειες. Ονείρων, ελπίδων, ανθρώπων, προοπτικής. Ιστορίες προσωπικών και συλλογικών τραυμάτων, που αφήνουν πληγές και ουλές αλλά και μιας ακατάβλητης δύναμης για επιβίωση. Οι ήρωες, ή μάλλον οι αντι-ήρωες των ιστοριών αυτών συνεχίζουν παρόλο που συχνά καταποντίζονται. Δεν κάνουν κάτι το εξαιρετικό, κάνουν ότι όλοι οι άνθρωποι, σε κάθε πόλη και εποχή» εξηγεί η Μελίσσα.
– Υπάρχει τρόπος διαφυγής από το μπαλκόνι ή είναι η έσχατη λύση;
Ναι, μπορείς να δραπετεύσεις από ότι σε κυνηγά και να πηδήξεις στο διπλανό μπαλκόνι ή στο παραδιπλανό. Ποιος ξέρει τι καινούργια πράγματα θα σου εμφανίσει κάθε τέτοιο πλάγιο άλμα. Πάντως, η οριζόντια είναι η μόνη διαφυγή που μπορεί να σου προσφέρει. Η κάθετη διαφυγή δεν αποτελεί λύση. Κι αν κάποια φωνή σε σπρώχνει προς τα εκεί, πρέπει να μάθεις να την αμφισβητείς.
– Είναι αληθινές πέρα για πέρα αυτές οι 17 ιστορίες του βιβλίου;
Η αλήθεια των διηγημάτων βρίσκεται στα υλικά από τα οποία έχουν δομηθεί οι ιστορίες. Φράσεις, συναισθήματα, τοπόσημα, κάποια γεγονότα, μερικές φωτογραφίες, αποκόμματα εφημερίδων, δρόμοι, ο απόηχος της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης, είναι το πραγματικό υλικό. Στη σύνθεση αυτών μπαίνει η μυθοπλασία και η επινόηση. Έτσι πήρε μορφή ο κόσμος αυτών των διηγημάτων που είναι ο κόσμος της δικής μου μυθολογίας. Και όπως συμβαίνει σε όλες τις μυθολογίες, τα ιστορικά γεγονότα μπλέκονται με θρύλους. Είναι μια ερμηνεία της αλήθειας όπου μπλέκονται στοιχεία παράδοξα, καθημερινά και υπερφυσικά. Ο δικός μου «Όλυμπος» είναι οι λαϊκές συνοικίες της Θεσσαλονίκης. Ο χώρος δράσης είναι ο Βαρδάρης, η Μοναστηρίου, τα Αρμένικα, τα καφενεία, οι ταβέρνες, το Λοιμοκαθαρτήριο, οι εξώστες των κινηματογράφων. Οι δικοί μου θεοί ρίχνουν στον Θερμαϊκό ότι τους πονάει και αντί για αμβροσία πίνουν υγρασία.
– Τι είναι η Θεσσαλονίκη για σένα;
Ένας στρόβιλος στο οποίο περιστρέφονται το Λούνα Παρκ της ΔΕΘ, τα Λουτρά Φοίνιξ, το λιμάνι, τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες των Δώδεκα Αποστόλων, τα «μάρμαρα» στο Διοικητήριο, οι παλιές σιδηροδρομικές γραμμές, τα φλεγόμενα ηλιοβασιλέματα. Μια πόλη που με αναγκάζει να γράφω για αυτήν όσο μακριά της και να βρίσκομαι. Αντιφατική, άλλες φορές συντηρητική και άλλες μεγαλειώδης, παράξενη, πολυπρόσωπη, μια πόλη που μπορεί να σε φτάσει στα άκρα και αμέσως μετά να σε αγκαλιάσει για να παρηγορήσει.
– Είναι πιο εύκολο να συμβούν σουρεάλ ιστορίες στις πόλεις δίπλα στη θάλασσα;
Σουρεάλ ιστορίες μπορεί να γεννηθούν παντού, αρκεί να μπορείς να τις δεις. Μια πόλη δίπλα στη θάλασσα βέβαια είναι πιθανόν να έχει λιμάνι. Να πηγαινοέρχεται κόσμος, να διασταυρώνονται πολιτισμοί, να έχουν μείνει στον αέρα προσευχές χριστιανικές και εβραϊκές, μοιρολόγια ποντιακά, τούρκικες λέξεις, να έχουν τσακωθεί και φιλιώσει πρόσφυγες και ντόπιοι. Όσο πιο μεγάλο το ανακάτεμα τόσο πιθανότερο να προκύψουν ιστορίες. Αρκεί να τις ακούς τις ιστορίες. Να μην τις προσπερνάς.
– Γιατί πολυτονικό; Πιστεύεις ότι διαβάζουμε καλύτερα με πολυτονικό οι αναγνώστες;
Θεωρητικά ναι. Οι τόνοι και τα πνεύματα εμπεριέχουν πληροφορίες που βοηθούν την κατανόηση του κειμένου. Αυτός είναι και ο λόγος που η έκδοση όλων των βιβλίων της Κίχλης γίνεται σε πολυτονικό. Η απόφαση της εκδότριας, της Γιώτας Κριτσέλη έχει να κάνει κυρίως με αυτό αλλά και με το ότι κάθε σελίδα του βιβλίου με την γραμματοσειρά που επιλέγεται, τους τόνους και τα πνεύματα, αναβαθμίζεται σε καλλιγράφημα. Είναι μέρος της γοητείας της έκδοσης.
– Τι αισθάνεσαι περισσότερο; Δημοσιογράφος, ηθοποιός ή συγγραφέας;
Δεν ξέρω ποια από τις ιδιότητες υπερτερεί, ίσως αυτό αλλάζει μέσα στον χρόνο. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά όμως είναι ότι προσεγγίζω τα πάντα ως ηθοποιός. Δηλαδή χρησιμοποιώ τα ίδια εργαλεία, για να δομήσω ένα άρθρο, ένα ρόλο, ένα διήγημα. Με αφορούν οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, το περιβάλλον στο οποίο γίνεται η δράση, οι δεσμοί που αναπτύσσουν οι ήρωες με τον περίγυρό τους. Ποιος είναι ο χαρακτήρας που με ενδιαφέρει, πού βρίσκεται, τι θέλει να κάνει. Η διαφορά είναι ότι το αντικείμενο που προσεγγίζεις στο θέατρο και την δημοσιογραφία υπάρχει από πριν ενώ στην συγγραφή έχεις την ελευθερία να το δημιουργήσεις.
Οι δικοί μου θεοί ρίχνουν στον Θερμαϊκό ότι τους πονάει και αντί για αμβροσία πίνουν υγρασία.
– Πώς βρίσκει ένα δημιουργικό πνεύμα λύτρωση;
Πιστεύω ότι η μόνη λύτρωση είναι η δημιουργία κάθε είδους. Παίρνεις απλά υλικά και τα μεταπλάθεις σε κάτι καινούριο, παίρνεις νερό και αλεύρι και φτιάχνεις ψωμί, υψώνεσαι σε κάτι ανώτερο, γίνεσαι ένας μικρός θεός. Φεύγουν τα βάρη ή έστω απομακρύνονται. Από όσο θυμάμαι, την μεγαλύτερη και βαθύτερη ευχαρίστηση την έχω νιώσει όταν ολοκλήρωνα κάτι, και δεν εννοώ μόνο ένα πνευματικό έργο.
– Πόσο αγαπάς τις λέξεις;
Πάρα πολύ. Μια λέξη στο κατάλληλο σημείο χτίζει ή καταστρέφει. Κάποιες έχουν διττή σημασία. Ένα σημείο στίξης αλλάζει το νόημα μιας φράσης. Με μόνο όπλο τις λέξεις η μάντισσα στους Δελφούς έστελνε στρατηγούς στον πόλεμο και βασιλιάδες να χτίσουν αποικίες. Όσοι γράφουν δεν έχουν βέβαια τέτοιες φιλοδοξίες. Τούς αρκεί να μπορούν μέσα από τις δικές τους λέξεις να δημιουργήσουν συναισθήματα, εικόνες και ταξίδια. Όπως λέει κι ο Καβάφης «Έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε… με την δική του έκφανσι του ωραίου συγκινούνται».
– Ποια φράση από το βιβλίο σου σε αντιπροσωπεύει 100%;
Είναι μια φράση από το διήγημα «Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ»: Ποτέ δεν είχε φύγει από μέσα του η υγρασία της πόλης, παρά την πολύχρονη απουσία του…