Lung σημαίνει «πνεύμονας» στα αγγλικά.

Ένα όργανο που ανταλλάσσει το διοξείδιο του άνθρακα του αίματος με το οξυγόνο του εισπνεόμενου αέρα, επιτρέποντας στο αίμα να κυκλοφορεί σε όλο το σώμα μέσω του κυκλοφορικού συστήματος.

Διόλου τυχαία, κάπως έτσι λειτουργεί και το ομώνυμο μουσικό fanzine: περνάει μέσα από το κόσκινό του όλες τις τάσεις της εποχής μας (από όλα τα πιθανά μουσικά είδη και genres) και, διαμέσου αυτού του απαραίτητου φιλτραρίσματος, επιτρέπει στα καλύτερα ακούσματα να «εισχωρήσουν» μέσα στο τύμπανο του αυτιού μας.

To Lung λοιπόν αναπνέει. Και αναπνέει μουσική. Δεν έχει σημασία αν είναι καλή ή κακή -μακριά από εμάς αυτοί οι αφορισμοί, ειδικά όταν αναφερόμαστε στο, υποκειμενικότερο των υποκειμενικών, είδος τέχνης.

Το Lung, που γεννήθηκε τον χειμώνα του 2018 και έβγαλε το πρώτο του τεύχος τον Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, είναι ένα εκδοτικό εγχείρημα που ισορροπεί (απολύτως επιτυχώς κατά την γνώμη μου) στην αόρατη εκείνη γραμμή που χωρίζει τον ενθουσιώδη ερασιτεχνισμό ενός fanzine (εξ’ ορισμού δηλαδή, μια πρόχειρη και DIY περιοδικίστικη απόπειρα με συγκεκριμένες φιλοδοξίες και «ταβάνι») και στον συνεπή επαγγελματισμό ενός μουσικού περιοδικού σαν και αυτά που μας κληροδότησε στο μακρινό και πιο κοντινό παρελθόν η εγχώρια δραστηριότητα -το Ποπ & Ροκ, το Zoo και το Sonik.

Η εκδοτική ομάδα του Lung – όλα τους παιδιά με «κανονικές» δουλειές και παροιμιώδη αγάπη απέναντι στη μουσική – παραμένουν φυσικά απολύτως προσγειωμένοι ως προς την όλη φάση και αντιμετωπίζουν το πριν, το τώρα αλλά και το μετά με τον δέοντα πραγματισμό που επιτάσσει το low budget εγχείρημά τους.

«Οι άνθρωποι που ξεκινήσαμε το Lung έχουμε μεγαλώσει διαβάζοντας για μουσική σε έντυπα. Η συρρίκνωση του έντυπου μουσικού τύπου από τα μέσα των ’00s και ουσιαστικά η αντικατάσταση του από τα ψηφιακά μέσα στη συνέχεια, άφησε ένα μεγάλο κενό.  Έτσι είπαμε να ξεκινήσουμε εμείς ένα μουσικό έντυπο. Η αφορμή για να γίνει μια πρώτη κουβέντα ήταν ένα δικό μου post στο Facebook όπου αναρωτιόμουν πόσο δύσκολο θα ήταν να υπάρξει ξανά σήμερα ένα τέτοιο μέσο. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που απάντησαν στο ερώτημα και έτσι λίγο καιρό μετά η συζήτηση επαναλήφθηκε, πρόσωπο με πρόσωπο αυτή τη φορά. Δύο μήνες μετά, το πρώτο Lung με τους Tropical Fuck Storm στο εξώφυλλο ήταν τυπωμένο στα χέρια μας», μου λέει εις εκ της συντακτικής ομάδας του περιοδικού, ο Βασίλης Μπέκας, προσθέτοντας ότι «”νονός” του Lung ήταν ο Μάνος Ραγιάδης που πρότεινε αυτή την ονομασία. Ψάχνοντας να βρούμε όνομα είχαμε καταλήξει σε αυτό και στο Spine, που όμως θα θύμιζε το περιοδικό Spin, οπότε και δεν προτιμήθηκε. Το Lung είναι αρκετά εύηχο, σχετίζεται με την παραγωγή ήχου από τον άνθρωπο, αλλά και μεταφορικά εξέφραζε κατά κάποιον τρόπο την ανάγκη μας να “αναπνεύσουμε”».

Από αριστερά: Βασίλης Μπέκας, Χριστίνα Δραγγανά, Νίκος Ζέρης, Χριστίνα Κουτρουλού. Φωτογραφία: Βασιλική Σκοπέλλου / Olafaq

Βαθιές ανάσες στον κόσμο του έντυπου Τύπου

Έχοντας αγοράσει κάποια από τα προηγούμενα τεύχη του Lung, η πρώτη εντύπωση για τον κάθε υποψιασμένο και θετικώς διακείμενο αναγνώστη είναι ότι το περιοδικό κάθε άλλο παρά με fanzine μοιάζει.

Η εξαιρετική εκτύπωσή του ρέπει περισσότερο προς ένα ακριβό (αλλά όχι glossy) μουσικό περιοδικό με μια θεματολογία που απομακρύνεται αρκετά από την (καλώς ή κακώς εννοούμενη) ποπ μουσική, σκαλίζοντας εις βάθος (και πάντα καθέτως, ποτέ οριζοντίως) όλα τα υπο-είδη της εναλλακτικής μουσικής.

«Από το πρώτο τεύχος είχαμε ως πρωταρχικό στόχο το υλικό που θα φτάνει στα χέρια του/της αναγνώστη/τριας να είναι κάτι που θα τον/την κάνει να το προσέξει και δεν θα το πετάξει σε κάποια γωνιά. Είναι μια πολύ δύσκολη εποχή για τα έντυπα και θέλαμε να έχουμε μια αρκετά πειστική απάντηση στο ερώτημα «αξίζει να πληρώσω για κάτι τυπωμένο σε χαρτί τη στιγμή που μπορώ να βρω την πληροφορία στο ίντερνετ;», οπότε θέλουμε κάθε κυκλοφορία μας να είναι όσο το δυνατόν πιο προσεγμένη στο σύνολο της, από τα κείμενα μέχρι το τύπωμα», μου λέει ο Βασίλης.

Και ακριβώς επειδή, όπως προείπαμε, ένα fanzine βρίσκεται πάντα πάνω στο σύνορο που χωρίζει τον ερασιτεχνισμό μιας περιοδικής (και χρονικά άστατης) έκδοσης και τον επαγγελματισμό μιας σταθερής εκδοτικής κίνησης, η επιλογή της 34μελούς συντακτικής ομάδας είναι ξεκάθαρη:

«Γενικά επιδιώκουμε να βάζουμε συγκεκριμένα deadlines και είναι η αλήθεια πως δεν ξεφεύγουμε συχνά έξω από αυτά. Με εξαίρεση την περίοδο της πρώτης καραντίνας, που ήταν μια εντελώς καινούργια κατάσταση για όλους και όλες και επηρέασε την προγραμματισμένη ροή, καταφέρνουμε να έχουμε ένα νέο τεύχος κάθε  δυόμιση μήνες. Ο στόχος μας είναι η δίμηνη περιοδικότητα, κάτι που δεν είναι και απίθανο να το καταφέρουμε. Νομίζω πως από τα παραπάνω φαίνεται πως γέρνουμε προς μια πιο σταθερή και συνεπή προσέγγιση», επισημαίνει ο Βασίλης, ενώ παραδίπλα του, το έτερο μέλος της συντακτικής ομάδας, ο Νίκος Ζέρης επιπροσθέτει: «Οι λέξεις “συνέπεια” και “σεβασμός” είναι πολύ ψηλά στον ιδεολογικό μας προσανατολισμό. Δεν ξέρω αν αυτές οι λέξεις κατατάσσονται στην μία ή την άλλη κατηγορία, αλλά όσο περνάει από το χέρι μας, προσπαθούμε να τις υπηρετήσουμε».

Φωτογραφία: Βασιλική Σκοπέλλου / Olafaq

Αυτό-οργάνωση ή… πνευμονική εμβολή

Όποιος έχει ασχοληθεί σοβαρά με τον συγκεκριμένο χώρο, γνωρίζει καλά ότι δεν υπάρχουν περιθώρια ολιγωρίας όταν βγάζεις ένα μουσικό περιοδικό καθώς η ίδια η εφήμερη φύση των κατά ριπάς καθημερινών μουσικών κυκλοφοριών θα σε ξεπεράσει, θέλεις δεν θέλεις. Οπότε, είναι περισσότερο από ποτέ πιο επιτακτική η ανάγκη της αυτό-οργάνωσης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καθημερινότητα των συντελεστών του.

«Έχουμε ρίξει πολλά ξενύχτια για να κλείσουμε ένα τεύχος. Οπότε ναι, έχει αλλάξει κάπως την καθημερινότητά μας γιατί όσοι και όσες συμμετέχουν στην διαδικασία της κυκλοφορίας του περιοδικού, έχουν έρθει οικειοθελώς. Οπότε περισσότερο προσθέτουν στοιχεία του χαρακτήρα τους στο περιοδικό, παρά το αντίθετο», τονίζει ο Νίκος, ενώ ο Μιχάλης Κουρής, ένα ακόμη ενεργό μέλος της ομάδας, συνοψίζει ότι «έχοντας προσθέσει πρόσφατα τις οργανωτικές υποχρεώσεις του Lung στις to-do list μου, βρίσκω ιδιαίτερα δημιουργικό το να φέρνω την όποια εμπειρία μου από ανάλογα εγχειρήματα στην ομάδα και να παίρνω από τα μέλη της πρακτικές και συμπεριφορές που δεν είχα σκεφτεί ή που υπό άλλες συνθήκες θα σκεφτόμουν δύο φορές να εφαρμόσω».

Από την άλλη, η Χριστίνα Κουτρουλού, υποστηρίζει ότι «η ετοιμότητα στην οποία χρειάζεται να είσαι, τα deadlines, όλα μπορεί να δημιουργήσουν το άγχος τους. Αλλά αν κατανοήσεις  τι σημαίνει  αυτό-οργάνωση, δε μπορείς να το λάβεις σαν καταπίεση, παρά μόνο σαν την τσίτα που χρειάζεται η δημιουργία. Είμαστε εξάλλου εδώ για να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον. Προσφέροντας το κομμάτι μου στα social media, το μόνο που μπορώ να πω ότι κάπως μπορεί να με αγχώσει είναι το πώς να καταφέρεις να προσθέσεις το προσωπικό σου στοιχείο αλλά μέσα στα πλαίσια της ομπρέλας που “αγκαλιάζει” το fanzine. Αυτό σε φέρνει σε σκέψη, διάλογο αλλά και τριβή με τη δουλειά των άλλων μελών,  οπότε καταλήγει σε μια δημιουργική διαδικασία».

«Κάθε μέλος της συντακτικής ομάδας φέρνει, αναπόφευκτα, τις εμπειρίες και τις προσλαμβάνουσές του, μαζί με τις γνώσεις και το μεράκι του. Προστιθέμενα όλα αυτά εκκρίνουν ένα απόσταγμα που κάνει πλουσιότερο το κάθε τεύχος σε ποικιλία ήχων και απόψεων. Άλλα μέλη είναι πιο «τεχνοκρατικά», άλλα πιο μπριόζα και με πιο αφαιρετική γλώσσα – οι ακραίες αυτές τάσεις και οι ενδιάμεσές τους εκπροσωπούνται σε μας και μας κάνουν σίγουρα πιο ενδιαφέροντες», προσθέτει με την σειρά του ο Μιχάλης.

Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη μου ότι εμάς τους μουσικόφιλους πολύ συχνά μας τρέφουν και μας «ταΐζουν» οι εμμονές μας, μπαίνω στον πειρασμό να ρωτήσω αν ισχύει κάτι τέτοιο και στο fanzine τους.

«Σίγουρα υπάρχει μια κοινή ηχητική συνισταμένη των περισσότερων ανθρώπων που ασχολούνται με το περιοδικό, ωστόσο ο/η καθένας/μια εξαντλεί κάθε προσωπική μουσική εμμονή του/της», μου απαντάει ο Νίκος, υπερτονίζοντας ότι «στο Lung δεν υπάρχει κάποια μουσική κατεύθυνση με την έννοια της ανάθεσης κάποιου άρθρου από τον αρχισυντάκτη στον συντάκτη. Για την ακρίβεια δεν υπάρχει αρχισυνταξία. Υπό αυτό το πρίσμα ο κάθε συντάκτης/τρια είναι ελεύθερος/η να προτείνει και εν τέλει να γράψει για αυτό που τον γεμίζει».

Φωτογραφία: Βασιλική Σκοπέλλου / Olafaq

Περιπλανώμενες σκιές / μετράνε κέρδη και ζημιές

Φυσικά, στο θέμα της… ταμπακέρας, οιαδήποτε νύξη στο θέμα «κέρδος» ή «χρήματα στην μπάνκα», είναι όχι απλά περιττολογία, αλλά σχεδόν ανέκδοτο, στην εποχή που μέχρι και ο καθιερωμένος Τύπος στην Ελλάδα περνάει μια άνευ προηγουμένου κρίση και κοτζάμ εφημερίδες ή περιοδικά με «βαριά» εκδοτικά ονόματα από πίσω τους κατεβάζουν ρολά προτού καλά καλά βγάλουν 5-6 τεύχη ή φύλλα.

«Θα έλεγα πως η λέξη “κέρδος” είναι μια πονεμένη υπόθεση για το Lung. Τα έσοδα είναι ελάχιστα και στην πραγματικότητα αυτό που καταφέρνει η κάθε κυκλοφορία μας είναι να εξασφαλίσει την επόμενη, παρόλο που έχουμε όλο και περισσότερους αναγνώστες και ένα τιράζ που λίγοι θα περίμεναν όταν ξεκινήσαμε, μου λέει ο Βασίλης, υπενθυμίζοντας σε όλους (μας) τον θνησιγενή χαρακτήρα του κάθε fanzine: «Βασικά όλα κάποια στιγμή τελειώνουν. Βρισκόμενοι στο 13ο τεύχος θεωρούμε πως έχουμε αρκετά ακόμα να δώσουμε και μάλιστα φαίνεται να μας ανοίγει η όρεξη όσο βγάζουμε τεύχη. Όσο για το τέλος δεν ξέρω τι θα γίνει όταν έρθει, ξέρω σίγουρα πως θα «πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας», συμπληρώνει ο ίδιος.

Και αν τα κέρδη είναι μηδαμινά, σε υλικό επίπεδο, αντίστοιχα είναι υπερ-τεράστια σε μουσικό και ψυχολογικό:

«Τα θετικά στοιχεία του εγχειρήματός μας είναι μάλλον πολλά. Από την χαρά που μας δίνει το ότι υπάρχει τόσος κόσμος που στηρίζει το εγχείρημα, το υπέροχο feedback, τους νέους ανθρώπους που γνώρισε ο καθένας/καθεμία μας μέσα από αυτή τη συνεργασία, τα πάρτι μας αλλά και τα live που διοργανώσαμε (και θα διοργανώσουμε), τους σπουδαίους καλλιτέχνες που μας εμπιστεύτηκαν (μουσικούς και εικαστικούς) τα έργα τους δίνοντας μας άδεια χρήσης», συνεχίζει ο Βασίλης, ενθυμούμενος, για παράδειγμα, ότι «δεν είναι δα μικρό πράγμα να βλέπεις για παράδειγμα ένα έργο του σπουδαίου Γιώργο Ρόρρη στο εξώφυλλο μιας cd-r συλλογής που φέρει το λογότυπο του Lung και μέσα σε αυτή να βρίσκεις μπάντες και καλλιτέχνες όπως οι Slint, οι Mogwai, ο Mark Lanegan, οι Godspeed You! Black Emperor, οι Girls Against Boys, οι Jesus Lizard και τόσοι άλλοι που βρέθηκαν στην τελευταία μας συλλογή».

Φωτογραφία: Βασιλική Σκοπέλλου / Olafaq

Η τελευταία μου ερώτηση έχει να κάνει ξεκάθαρα με το (όποιο) μέλλον του μουσικού τύπου στην χώρα μας.

«Μια μάλλον αντιδημοφιλής και υπεραισιόδοξη προσωπική μου άποψη είναι πως το μουσικό έντυπο κατά κάποιο τρόπο θα επιστρέψει. Και αυτή η άποψη υπάρχει μέσα μου από τη μέρα που έγινε η πρώτη κουβέντα για το εν λόγω fanzine. Η μάλλον αναπάντεχη επιστροφή του βινυλίου τα τελευταία χρόνια είναι κάτι που δείχνει πως η επικράτηση των mp3, του youtube κτλ δεν είναι ολοκληρωτική και τουλάχιστον το μουσικόφιλο κοινό ψάχνει κάτι ακόμα», τονίζει ο Βασίλης, ενώ ο Μιχάλης καταλήγει με νόημα ότι:

«Το ερώτημά μου δεν είναι κατά πόσο υπάρχει κοινό που να ενδιαφέρεται να διαβάσει για μουσική, αλλά κατά πόσο υπάρχει πλέον ικανός αριθμός ατόμων που να ενδιαφέρεται να γράφει γι΄αυτήν συστηματικά. Αναζητείται λοιπόν καταρχήν το μεράκι στις νεότερες γενιές μουσικογραφιάδων. Με τις κατάλληλες πένες αλλά και τους κατάλληλους μέντορες, και ενδιαφερόμενοι αναγνώστες θα προσελκυθούν και αξιόλογα έντυπα θα υπάρξουν ξανά. Αν και δεν είμαι σίγουρος πως περιλαμβανόταν στους αρχικούς στόχους, υποπτεύομαι πως πλέον με το Lung έχουμε κάνει την απαραίτητη επανεκκίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση».

*Το τεύχος μπορείτε να το προμηθευτείτε στα σημεία διανομής που φαίνονται μέσα από το: www.lungfanzine.gr/places.

Εναλλακτικά σας αποστέλλεται κατ’ οίκον μετά από μήνυμα στο [email protected] ή στη σελίδα του Lung στο facebook: http://www.facebook.com/lungfanzine

Πληροφορίες: www.lungfanzine.gr

Facebook