Πρόκειται ίσως για την πιο δύσκολη εποχή να προσελκύσει το αναγνωστικό κοινό ένα βιβλίο που μιλάει ήδη από το εξώφυλλό του για νεκρούς. Τρομάζει και προκαλεί αυθόρμητα αποστροφή. Με τις μνήμες νωπές από την πανδημία και με τον φόβο να κυριαρχεί, παρ΄ότι οι θάνατοι από ένα σημείο και μετά παρουσιάζονται απλώς σαν αριθμοί, ο καθένας δικαιούται να είναι επιφυλακτικός. Δεν πρέπει όμως αυτό να συμβεί με το βιβλίο του Μιχάλη Αλμπάτη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νήσος.
Ταξιδεύουμε νοερά μέχρι το 1950 στην Κρήτη. Εκεί ο 15χρονος Φανούρης (μόνο τυχαία η επιλογή του ονόματος) αντιλαμβάνεται πως έχει την ικανότητα να ακούει τους νεκρούς. Τι έχουν όμως να πουν; ΑΛΗΘΕΙΕΣ. Σαν να λυτρώθηκαν και παράλληλα να απελευθερώθηκαν με την άφεση των αμαρτιών τους στις κηδείες τους και πλέον είναι σε θέση να τολμήσουν να πουν τα ανείπωτα μίας ολόκληρης διαδρομής. Ο θείος του προσπαθεί να το εκμεταλλευτεί και να τον «ταξιδέψει» από μέρος σε μέρος, προκειμένου να επωφεληθεί. Ένα ταξίδι στην παράδοση, την «μαγεία», τον μύθο και τον χρόνο.
Αν όμως καλοσκεφτούμε τι συμβαίνει στο παρόν με τις μηχανές τεχνητής νοημοσύνης που με βάση τους αλγορίθμους τους είναι ικανές να ανοίγουν συζητήσεις με όσους φύγει, το βιβλίο αποκτά σαφώς επίκαιρο χαρακτήρα και μία ακόμα διάσταση. Ο Άγιος Φανούριος ήταν άλλωστε αυτός που είχε το χάρισμα να φανερώνει χαμένους ανθρώπους. Με πειστική γραφή, εναλλαγές σχημάτων και προσεγμένη γλώσσα ο συγγραφέας που γνώρισε δεκάδες απορρίψεις μέχρι την τελική έγκριση για την κυκλοφορία του πονήματός του φτάνει με τον δικό του τρόπο στην αλήθεια. «Όσο έχω σκέψη, θα σκέφτομαι».
Ένα βαθιά υπαρξιακό έργο. Ένας «διερμηνέας πεθαμένων» που ενηλικιώνεται με αυτόν τον τίτλο και αντίστοιχα με αυτό το χάρισμα. «Οι ψαλμωδίες των παπάδων στις κηδείες, είναι σαν τις νουθεσίες των δασκάλων». Παραστατικότητα, ζωντάνια, θεατρικότητα και ένα σενάριο, που όσο το διάβαζα ολοένα και περισσότερο ερχόταν στο μυαλό μου μία ενδεχόμενη κινηματογραφική του μεταφορά. Οι σκηνές αναπτύσσονται στο μυαλό μου και το θεωρώ απόλυτα εφικτό.
Είναι τόσο μεγάλη η μοναξιά των νεκρών που έχουν ανάγκη να επικοινωνήσουν. Το δέσιμο με έναν άνθρωπο (ή ακόμα και με ένα ζώο), δηλαδή το στοιχείο της εγγύτητας είναι αυτό που μας κάνει να πενθούμε. Σιωπή και μετά; Είναι τόσοι οι συμβολισμοί και οι παγίδες που στήνει στα μονοπάτια της αφήγησής του ο Αλμπάτης, προκειμένου να μας εγκλωβίσει και να μας κρατήσει μαζί του μέχρι το τέλος. Το καταφέρνει με ευκολία κι η τρίτη του προσπάθεια αξίζει της προσοχής μας.