Ήταν στο θέατρο-κοιτίδα Πολιτισμού Αμόρε που, λίγα χρόνια αργότερα, έμελλε να μετατραπεί σε σούπερ μάρκετ (!) Σκηνοθετούσε ο Γιάννης Χουβαρδάς. Το έργο είχε ως θέμα του -υποτίθεται- την ιστορία κάτι οικογενειακών διακοπών. Λέω «υποτίθεται» διότι αυτές οι συνηθισμένες οικογενειακές διακοπές, άρχισαν σταδιακά να εξελίσσονται σε κάτι άκρως παράξενο· σχεδόν μεταφυσικό. Κι αυτό το παράξενο δεν είχε να κάνει με τους λίγους και μικρούς στο σύνολό τους διαλόγους μεταξύ των προσώπων του έργου. Είχε να κάνει με εκείνο το κρυφό, το φοβισμένο (;) να ειπωθεί νόημα, εκείνο το νόημα που βρίσκεται σε αυτά που δεν λέγονται και κυρίως στις πολλές παύσεις και σιωπές του έργου. Στο μυθιστόρημα του Γιον Φόσσε «Το άλλο όνομα» (εκδ. Gutenberg, 2022) διαβάζουμε στη σ. 385 «…το ίδιο γίνεται και με την ποίηση που μου αρέσει να διαβάζω, σημασία δεν έχει αυτό που λέει ειδικά για το ένα ή το άλλο, αλλά κάτι άλλο, κάτι που μιλάει σιωπηλά μέσα και πίσω από τις φράσεις…»
Θυμάμαι, επίσης, ότι τότε, βγαίνοντας από την παράσταση, η πρώτη σκέψη που είχα κάνει ήταν «Τι διάολο καταιγισμός μεταφορών ήταν αυτός;» Και, επειδή αρέσκομαι πολύ στους παραλληλισμούς, θυμήθηκα τον Πίντερ και τον Τσέχοφ. Έκτοτε, αγάπησα πολύ αυτόν τον, κατά βάση, δραματουργό Δημιουργό. Τα έργα του έχουν κάτι το «υπνωτιστικό»· χρησιμοποιώ τη λέξη χωρίς να αναφέρομαι σε τίποτα το ανιαρό, κάθε άλλο. Χρησιμοποιώ τη λέξη «υπνωτιστικό» εννοώντας αυτού του είδους τη μαγεία που μπορεί να αισθανθεί κανείς όταν κάθεται κοντά στη θάλασσα και ακούει το ήσυχο κύμα που φεύγει κι έρχεται ολοένα. Λούπα. Μουσική. «Δουλεύω όπως ένας μουσικός που παίζει το μέρος του, το θέμα και τις παραλλαγές, τις επαναλήψεις, τα da capo», είχε πει ο Φόσσε σε μια συνέντευξή του στο Aftenposten, το 1996.
Όλα τα θεατρικά του έργα και, ίσως, λίγο παραπάνω το «Κάποιος θα ‘ρθει», αφήνουν μια πρώτη αίσθηση ότι μπορεί και να έχουν μείνει ημιτελή, σαν να μετεωρίζονται, σαν να μην ολοκληρώνονται. Και άσχετα από το εάν κάτι τέτοιο ισχύει όντως ή όχι, ανταποκρίνεται, ωστόσο, σε μία ευρύτερη και ευθαρσώς διατυπωμένη άποψή του ότι «κάθε έργο που έχει αξία οφείλει να μένει ανοιχτό». Διαβάζεις τα έργα του και υποψιάζεσαι, αν όχι συνειδητοποιείς, ότι κάτι καινούργιο, κάτι άλλο θέλει να εκφράσει και ότι κάτι από το Θέατρο, ως έχει, δεν τον ικανοποιεί καθόλου. «Το να πηγαίνω στο θέατρο είχε γίνει για μένα συνώνυμο του να εγκαταλείπω την αίθουσα στο διάλειμμα. Όφειλα να αποδράσω το γρηγορότερο δυνατόν από αυτόν τον απεχθή πολιτιστικό συμβιβασμό που απειλούσε με οξύ τρόπο να μου στερήσει κάθε κουράγιο για να ζήσω» διαβάζουμε σε ένα κείμενό του με τον τίτλο «Προσωπικά Σχόλια», δημοσιευμένο στο πρόγραμμα για την παράσταση του έργου του «Όνομα» που ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο του Μπέργκεν το 1995.
Ο λεγόμενος «εξωτερικός ρεαλισμός» σχεδόν ανύπαρκτος στα έργα του. Σαν να μην τον ενδιαφέρει κάτι τέτοιο ή σαν να μην είναι αυτό το πρωτεύον στη Λογοτεχνία του. Η Λογοτεχνία πρέπει να είναι αμφίσημη, είχε δηλώσει σε μία πρόσφατη συνέντευξή του.
Στο έργο του «Παραλλαγές Θανάτου», μέσα από μια άκρως, επίσης, μινιμαλιστική γλώσσα (νομίζω ότι θα άξιζε πραγματικά τον κόπο μία εξειδικευμένη μελέτη σε σχέση με το πόσες ακριβώς λέξεις χρησιμοποιεί στο corpus του δραματικού του έργου), βλέπουμε, με αφορμή την αυτοκτονία μια νεαρής, τα ατελείωτα και επώδυνα γιατί;;; που δημιουργούνται στους γονείς της και στην άρνησή τους να αποδεχτούν το γεγονός.
Αυτά τα πολύ ολίγα για τον Γιον Φόσσε, που, από το 2013, έχει ασπαστεί τον Καθολικισμό και χθες τιμήθηκε με το ύπατο βραβείο Λογοτεχνίας. Διότι, ναι, Λογοτεχνία δεν σημαίνει ντε και καλά αφηγήσεις με σαφή αρχή, σαφή μέση και ακόμη σαφέστερον Τέλος.
Και επειδή το Διάβασμα δεν βγαίνει ποτέ σε κακό, εάν θέλει κάποιος να έρθει σε μία πρώτη επαφή με το έργο του, θα πρότεινα το βιβλίο ΤΡΙΑ ΕΡΓΑ από τις εκδόσεις Άγρα, 2007.
[*] Η φράση «Πρέπει να κάνουμε κάτι» λέγεται από μια απελπισμένη Ηλικιωμένη Γυναίκα στο έργο του Φόσσε «Παραλλαγές Θανάτου».