Ένα βιβλίο πολιτικής επικοινωνίας, αυτοβιογραφικό, σαν ημερολόγιο μίας συναρπαστικής πορείας. Η εξέλιξη ενός πολιτικού αναλυτή και επικοινωνιολόγου, πιο συγκεκριμένα του Γιάννη Λούλη. Συναντάμε την απεικόνιση της Μεταπολίτευσης, την περιγραφή όλων των εκλογικών αναμετρήσεων, τη σκιαγράφηση των πρωταγωνιστών πολιτικών αρχηγών και κομμάτων, την τέχνη της επικοινωνίας και το προσωπικό επικοινωνιακό στίγμα που προκύπτει από τη συσσώρευση καθαρής σκέψης. Ο συγγραφέας ξεκινά από την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια ταξιδευτής από τη φύση του. Καίριος και εύστοχος αναλυτής, καλλιεργώντας το ταλέντο που του έδωσε η φύση αποκτά σταδιακά γνώση, κύρος και στρατηγική χωρίς φαντασιώσεις και υπερβολές. 

Σταθμοί και εφαλτήριο στη διαδρομή του υπήρξαν πολλοί. Αρχικά βιώνει τον τρίτο κόσμο του Νάσερ, την αλαζονική συμπεριφορά των Γάλλων για την εθνικοποίηση της γέφυρας του Σουέζ, την αποκατάσταση ισορροπίας με παρέμβαση των ΗΠΑ και γνωρίζει την παγκόσμια πολιτική σκακιέρα των ισχυρών. Επόμενος σταθμός στη Νομική Αθηνών. Χαρακτηρίζεται από ένα ξέφρενο διάστημα μελέτης βιβλίων, συνεχίζει με το διδακτορικό του στο Κέιμπριτζ στο Πανεπιστήμιο του Έσσεξ με θέμα το τολμηρό. Εκεί επηρεάζεται από τον τρίτο δρόμο του Μπλερ που αφορά το συμβιβασμό της μετριοπάθειας, την κεντρώα ιδεολογική καταβολή με βασική αρχή τη συσσωμάτωση πολιτικών τάσεων που διευρύνουν τη σκέψη. Αυτό που τον σημάδεψε σχετικά με την επικοινωνιακή του στάση ήτανε μια παρατήρηση στα πανεπιστήμια του Έσσεξ. Του είπαν ότι οι αναλύσεις του είναι πολύ ολοκληρωμένες, αλλά απουσιάζει το προσωπικό ιδιαίτερο στίγμα. 

Τότε ξεκινά ουσιαστικά το συναρπαστικό ταξίδι στην επικοινωνία. Κατανοεί, διδάσκεται την τέχνη της επικοινωνίας. Τι απαιτεί άραγε αυτή; Βαθιά καλοσχεδιασμένη έρευνα. Ακόμα να έχεις μια σχετική έφεση, δεν αρκεί απλά αυτή και να το θέλεις. Απαιτείται η συγκρότηση ομάδας με συναισθηματική σχέση και χημεία με νέους ταλαντούχους μαχητικούς, χαλκέντερους συνεργάτες με σαφή στόχευση. Η τέχνη της επικοινωνίας δεν είναι στατική και απόλυτη, όλα μαθαίνονται στην πράξη εν κινήσει. Κάθε εκλογική μάχη είναι και ένα σκαλοπάτι εμπειρίας, εξέλιξης, ανόδου. Η επικοινωνία δεν είναι μια στιγμή πληροφορία. Παρακολουθεί τον σφυγμό και τις αντιδράσεις της κοινωνίας. Ψάχνει μέσα από αναλύσεις, απόψεις, φράσεις που πείθουν, έχουν ενδιαφέρον, προσελκύουν ψηφοφόρους. Απαραίτητη προϋπόθεση η αυτογνωσίαΗ κοινωνική ευαισθησία και η συναισθηματική σύνδεση με τον εκάστοτε “πελάτη”. Με δεδομένο ότι κάθε χώρα κάθε εκλογική μάχη, κάθε πολιτικός χώρος έχει ιδιαίτερη οπτική καλείσαι ως επικοινωνιολόγος να βρεις τη φλέβα χρυσού που θα εκπέμψει το σωστό μήνυμα με σαφήνεια. Ο ρόλος της επικοινωνίας προκύπτει από τη θλιβερή διαπίστωση. Αυτή αφορά τη ραγδαία πτώση επιπέδου της πολιτικής και της απουσίας ηγετών – οραματιστών. Αν οι πολιτικοί είχαν τη δύναμη και τη διάθεση να ονειρευτούν, όπως συνέβη το 70 και το 80, οι επικοινωνιολόγοι θα περίσσευαν ή θα είχαν απλά συμμετοχικό χαρακτήρα. 

Ποια είναι αυτά τα βασικά στοιχεία της προσωπικής επικοινωνιακής τακτικής, στρατηγικής – μεθόδου; Πρώτα η συνειδητοποίηση ότι η επικοινωνία του ταιριάζει, είχε μεράκι για αυτό και το απολαμβάνει. Άκουσε την άποψη του Μακιαβέλι, που λέει δεν αφήνουμε τίποτα στην τύχη του και διδάχτηκε όλη του τη ζωή να δημιουργεί πολλές ασπίδες αυτοπροστασίας και να ετοιμάζεται για τα χειρότερα. Καθοριστικό θεωρεί να διακρίνεις πίσω από την κυρίαρχη εικόνα ακόμα χρήσιμα, ουσιαστικά, κομβικά διαμάντια επικοινωνίας που αναδεικνύονται και βασικότερο όλων θεωρεί το τελικό μήνυμα να είναι σαφές. 

Κάπως έτσι διαμορφώνεται το ιδιαίτερο επικοινωνιακό χάρισμα του Γιάννη Λούλη που δικαιολογεί την απόλυτα πετυχημένη πορεία με όπλα την αυτοπεποίθηση και την επιλογή να μη διστάζει να καταθέσει τη γνώμη του, ακόμα και αν αυτή είναι κάπως δυσάρεστη και ενοχλεί συγκεκριμένους ανθρώπους. Από όλη αυτή τη διαδρομή, πάντα κάτι κερδίζεις.  

Η πολιτική ιστορία δεν γράφεται μόνο από ημερομηνίες, νόμους και εκλογικές αναμετρήσεις, γράφεται και από τα συναισθήματα, τους φόβους και τις προσδοκίες μιας κοινωνίας. Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, αυτή η ιστορία είναι μια διαρκής ταλάντευση ανάμεσα στη σταθερότητα και την κρίση, την ελπίδα και τη φθορά, την εξουσία και την ψευδαίσθηση της αλλαγής. Από τον Ανδρέα Παπανδρέου ως τον Κυριάκο Μητσοτάκη η χώρα διασχίζει πέντε δεκαετίες γεμάτες από πρόσωπα, ρητορικές και πολιτικές στρατηγικές και ανάμεσα σ’ αυτά τα πρόσωπα συχνά πίσω από τη σκηνή εμφανίζεται και ένας άνθρωπος που σημάδεψε τη δημόσια σφαίρα: ο Γιάννης Λούλης, ο αρχιτέκτονας της “επικοινωνιακής πολιτικής” στη σύγχρονη Ελλάδα. 

Η δεκαετία του ’80 γεννά ένα νέο πολιτικό φαινόμενο: το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Το κόμμα δεν είναι απλώς φορέας εξουσίας , η συμμετοχή αποτελεί συλλογική ταυτότητα. Το 1981 και όλη η δεκαετία σηματοδοτούν μια μεταπολιτευτική έκρηξη: οι μάζες νιώθουν ότι η φωνή τους γίνεται πολιτική πράξη. Το σύνθημα “Αλλαγή” είναι κοινωνική υπόσχεση. Η πολιτική μάχη είναι σφοδρή, προσωποπαγής, σχεδόν υπαρξιακή. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συγκρούονται σε κάθε πεδίο: ιδεολογικό, θεσμικό, κοινωνικό. 

Η Νέα Δημοκρατία εκείνη την περίοδο αναζητά τη δική της γλώσσα μέσα σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα αναλάβει στα τέλη της δεκαετίας, εκπροσωπώντας τον φιλελευθερισμό και μια πιο ψυχρή, τεχνοκρατική οπτική. Όμως οι μάχες παραμένουν μάχες συναισθημάτων και όχι απλώς επιχειρημάτων. Σε αυτό το σημείο θα αρχίσει σταδιακά να αποκτά βαρύτητα η πολιτική επικοινωνία με σύγχρονους όρους. Η πολιτική δεν είναι πλέον μόνο πολιτική, γίνεται θέαμα, αφήγηση, πειθώ. 

Η δεκαετία του ’90 βρίσκει την πολιτική σκηνή με αλλαγμένο πρόσωπο. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ισχυρό με τον Ανδρέα Παπανδρέου να επιστρέφει το 1993, όμως το βάρος της εποχής μετατοπίζεται. Ο Κώστας Σημίτης φέρνει το αφήγημα του “εκσυγχρονισμού”, των ευρωπαϊκών προτύπων, της τεχνοκρατίας. Οι επικοινωνιακές στρατηγικές παύουν να είναι προαιρετικές, γίνονται κεντρικές στη χάραξη πολιτικής. Είναι η εποχή που ο δημόσιος λόγος αρχίζει να αποκτά “σχήμα” μέσα από επεξεργασμένα μηνύματα, συνθήματα και στόχευση. 

Στο γύρισμα της χιλιετίας, η πολιτική σκηνή περνά σε νέα φάση. Το 2004 η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή κερδίζει τις εκλογές με την υπόσχεση της “επανίδρυσης του κράτους”. Πίσω από το επικοινωνιακό οικοδόμημα αυτής της εποχής βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό η στρατηγική σκέψη του Γιάννη Λούλη. Δεν είναι τυχαίο: ο Λούλης είναι ίσως ο άνθρωπος που περισσότερο από κάθε άλλον εισήγαγε στην ελληνική πολιτική τον αμερικανικό τρόπο στρατηγικής επικοινωνίας. 

Δεν σχεδιάζει απλώς προεκλογικά συνθήματα, διαβάζει το κοινωνικό κλίμα, αποκωδικοποιεί το θυμικό των πολιτών και το μεταφράζει σε πολιτικό αφήγημα. Ο όρος “μεσαίος χώρος” που τότε κυριάρχησε είναι δική του σύλληψη: μια γέφυρα ανάμεσα σε δεξιά και κέντρο, ένα ιδεολογικό πεδίο χωρίς οξύτητες, φτιαγμένο για να πείθει και όχι να διχάζει. Η ΝΔ της εποχής δεν πείθει μόνο με το πρόγραμμά της, πείθει με την αφήγησή της. 

Αυτή η στροφή δεν αφορά μόνο τη Νέα Δημοκρατία∙ αφορά συνολικά την ελληνική πολιτική. Η μάχη παύει να είναι απλώς για το «ποιος έχει δίκιο» και γίνεται για το «ποιος μιλά πιο πειστικά». Ο Λούλης ως επικοινωνιολόγος, επηρέασε καθοριστικά την αλλαγή αυτής της νοοτροπίας. Από εδώ και πέρα, οι εκλογικές αναμετρήσεις είναι ταυτόχρονα πολιτικές και επικοινωνιακές. 

Ό,τι ακολούθησε είναι λίγο πολύ γνωστό. Ο Γιάννης Λούλης υπήρξε κομβική φιγούρα σε αυτή τη μετάβαση. Δεν είναι ο μοναδικός, αλλά είναι αυτός που ανέδειξε πρώτος ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται μόνο στις κάλπες αλλά και στο μυαλό και στις καρδιές των πολιτών. Οι έννοιες που εισήγαγε («μεσαίος χώρος», «ήπιο προφίλ», «επικοινωνιακή κυριαρχία») έγιναν εργαλεία διακυβέρνησης. Οι πολιτικοί άρχισαν να μιλούν περισσότερο με λέξεις-γέφυρες. 

Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης υπήρξε πεδίο ηγετών, κομμάτων, συνθημάτων και κρίσεων, αλλά υπήρξε και πεδίο επικοινωνιακής μάχης και αυτή η μάχη άλλοτε ορατή κι άλλοτε αόρατη καθόρισε όσο λίγα πράγματα την πορεία της χώρας και φέρει σε μεγάλο βαθμό το όνομα Γιάννης Λούλης. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.