Η Selva Almada υφαίνει μια ιστορία που πατάει παράξενα κουμπιά του αναγνώστη (του κάθε αναγνώστη) σε ανύποπτο χρόνο. Μεταφράζει η Αγγελική Βασιλάκου, για τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.
Βρισκόμαστε στην αμείλικτη, κάτω από το ζαλιστικό καλοκαιρινό φως, αργεντίνικη ύπαιθρο.
Ένας πάστορας, ο αιδεσιμότατος Πίρσον, κηρύσσει το Ευαγγέλιο μαζί με τη Λένι, την έφηβη κόρη του. Γυρίζουν τα χωριά, κοιμούνται σε ξενοδοχεία, περνούν τον περισσότερο χρόνο τους μέσα στο αυτοκίνητο, μέχρι που αυτό χαλάει και ακινητοποιείται κάτω από τον τρομερό ήλιο. Πατέρας και κόρη είναι τυχεροί, γιατί το ατύχημα συμβαίνει κοντά στο σπίτι και στο γκαράζ του μηχανικού Γκρίνγκο Μπάουερ, που ζει απομονωμένος εκεί μαζί με τον έφηβο βοηθό του Ταπιόκα και έναν σκύλο. Η ζημιά στο αμάξι είναι δύσκολη, και ο πάστορας με τη Λένι θα πρέπει να μείνουν εκεί μέχρι να φτιαχτεί.
Οι τέσσερις ετερόκλητοι ήρωες αναγκάζονται να συμβιώσουν για μερικές μέρες, εισάγοντας ο ένας τον άλλο, με διάφορους τρόπους, στους διαφορετικούς κόσμους του καθενός. Είναι αρκετά σύνθετοι οι χαρακτήρες της Almada, αλλά το βάθος τους αποκαλύπτεται με έναν ίσως εύκολο, για την συγγραφέα, τρόπο: το παρελθόν, οι σχέσεις με τους γονείς, τα πρώτα τραύματα, όπως η εγκατάλειψη ή ο φόβος.
Μοιάζει να είναι μόνοι στον κόσμο, οι τέσσερίς τους αυτοί. Δομικά υλικά του κόσμου, επίσης, για να ξεκινήσει από την αρχή, αν χρειαστεί. Τα έφηβα παιδιά αποδεικνύονται πιο ώριμα από ό, τι οι δύο ενήλικες φροντιστές τους. Πράττουν, παρατηρούν, αλληλεπιδρούν, ανέχονται, μέχρι που ανακοινώνουν τις δικές τους επιθυμίες, ασχέτως αν αυτές εισακούονται ή όχι. Μια μεγάλη σύγκορυση έρχεται, μαζί με το ξέσπασμα της μπόρας, στο τέλος του βιβλίου που απογυμνώνει πλήρως τις ψυχές των ηρώων.
Οι δύο πατέρες, ο πάστορας και ο μηχανικός, συμβολίζουν τον παλιό κόσμο: την πνευματική-ίσως, κάπου, σκοταδιστική- και την πρακτική όψη του. Η πίστη στον Θεό και η πίστη στον άνθρωπο, στα χέρι του. Χάρη στον παλιό κόσμο, υφίσταται ο νέος, ο τωρινός-ο οποίος όμως οφείλει, κάπου, να οδεύσει σε ατραπούς ανατροπής. Ο νέος κόσμος δεν θα μπορούσε να μην έχει θηλυκό γένος. Η πανέξυπνη, ατίθαση Λένι που πρώτη φορά βρίσκεται κάπου που μπορεί να νιώσει σπιτικό (εξ ου και στο τέλος δεν θέλει να φύγει) ενώνεται με τον υπάκουο (μέχρι ενός σημείου) Ταπιόκα, ο οποίος είναι μια πρώιμη, αδιαμόρφωτη ακόμα, εκδοχή των δύο μεγάλων αντρών.
Κάλλιστα, μπορεί ο νεαρός να ακολουθήσει την πεπατημένη και να γίνει ένας Γκρίνγκο Μπάουερ νούμερο 2-χειροδύναμος, ανεξάρτητος, πότης, εσωστρεφής μες στην εγκλωβισμένη και εγκλωβιστική αρρενωπότητά του. Κι από την άλλη, μπορεί να ακολουθήσει έναν πιο φωτεινό κόσμο, στα χνάρια του αιδεσιμότατου Πίρσον-να βρει τον Θεό, την ελπίδα, να κηρύττει. Οι δύο αυτοί κόσμοι μπορεί να συγκρούονται, όπως ακριβώς η άγρια βροχή με το ξερό χώμα της αργεντίνικης πάμπας, αλλά χρειάζονται ο ένας το άλλον. Ο μηχανικός φτιάχνει το αυτοκίνητο του ιερέα και ο ιερέας ανοίγει, σαν άλλος ψυχοθεραπευτής, την κλειδωμένη ψυχή του μηχανικού.
Ο άνεμος, όμως, σαρώνει, δεν στέκεται, φέρνει αλλαγές, αναμειγνύει κόσμους και τους βάζει και να αλληλοτσακίζονται, μέχρι, αναπόφευκτα, να επέλθει πάλι η ηρεμία. Κάτι παλιό, κάτι σαπισμένο μυρίζει μέσα από το κοντινότερο δάσος-ο σκύλος, ένας πανταχού παρών σιωπηλός πρωταγωνιστής του έργου, οσμίζεται την σάρωση αυτή, την καταιγίδα που μυρίζει όπως όλες οι μυρωδιές. Το πιο συγκλονιστικό κεφάλαιο του βιβλίου αυτού (150 σελίδων) είναι το 16ο.
Ο σκύλος με το ξανθοκόκκινο τρίχωμα γίνεται σεδόν δρών πρόσωπο, έχει κοιμηθεί σε έναν λάκκο και ξυπνάει απότομα, καθώς το κορμί του έχει ζεστάνει το χώμα, τόσο που μέχρι και οι ψύλλοι μεταναστεύουν από το τρίχωμά του οπουδήποτε αλλού.
Η συγγραφέας αφήνεται σε αυτό το σημείο, ίσως περισσότερο από οπουδήποτε αλλού μες στο συγκεκριμένο έργο της, στην ποίηση που, εδώ, έχει ένα έντονο σκηνογραφικό στίγμα. Οι μυρωδιές, όπως περιγράφονται (του ψοφιμιού, των μουσκεμένων φτερών, του σαπουνιού, του βαμβακιού), προκαλούν σχεδόν ναυτία, μοιάζει να περιγράφεται η ίδια η ζωή ως οσμή και ως όσφρηση, αλλά, την ίδια ώρα, περιγράφουν τον υλικό κόσμο που περιβάλλει τους χαρακτήρες.
Ανάμεσα σε μυρωδιές που οργιάζουν, ανάμεσα σε μια ροή ζωής και θανάτου η οποία δεν υπολογίζει από σκληρούς μηχανικούς ή πεφωτισμένους πάστορες, απλώς κινείται μονίμως προς τα μπρος, ανάμεσα σε αυτές τις μυρωδιές, το να είσαι ζωντανός μπορεί, τελικά, και να φαντάζει ανυπόφορο.
«Ο Ρούσος τίναξε το κεφάλι, βαρύ από τόσο πολλές αναγνωρίσιμες μυρωδιές. Έξυσε τη μουσούδα του με το ένα πόδι λες και με αυτόν τον τρόπο καθάριζε τη μύτη του, για να αποτοξινωθεί. Αυτή η μυρωδιά που ήταν όλες οι μυρωδιές ήταν η μυρωδιά της επερχόμενης καταιγίδας. Παρόλο που ο ουρανός ήταν ακόμα τόσο διαυγής και λαμπερός, γαλάζιος όσο ο ουρανός σε μια καρτ ποστάλ. Ο Ρούσος σήκωσε ξανά το κεφάλι του, μισάνοιξε τα σαγόνια κι έβγαλε ένα μακρόσυρτο ουρλιαχτό. Ερχόταν καταιγίδα.»
Τα δύο παιδιά είναι αμφότερα εγκαταλελειμένα (με άλλους τρόπους και για άλλους λόγους) από τις μητέρες τους-αλλά και οι δύο άντρες δεν έχουν την εικόνα της μητέρας εντός τους ως κάτι κατ’ ανάγκη παρήγορο. Η Μητέρα όλων, λοιπόν, καθίσταται η Φύση, η φύση η σύμμαχος ή η εχθρός. Μέσα στην ορμητική αγκαλιά της, υπάρχει μια στιγμή που οι τέσσερίς τους γίνονται ένα και πίνουν ποτό από το ίδιο μπουκάλι. Μια βαθιά ποιητική επίσης στιγμή της συγγραφέως και του έργου.
Η γραφή είναι κινηματογραφική, στρωτή, χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις και λυρισμούς. Περιγράφεται στρωτά μια όχι-και-τόσο-καθημερινή-ιστορία. Γιατί η συγγραφέας ξέρει καλά πως τα θεμέλια μιας καλής ιστορίας είναι μεγαλύτερα από ό, τι η ανάπτυξή της «πάνω από την γη». Δηλαδή, αν η ιστορία της Almada ήταν σπίτι, θα ήταν μικρό, ταπεινό. Τα δοκάρια του, όμως, θα χώνονταν βαθιά, καλά και γερά μέσα στην γη.
H ταινία «El viento que arrasa» βασίστηκε στο βιβλίο της Almada. Θα ήθελα πολύ να την δω, με κάποιον τρόπο.
Δεν έκλεισα αυτό το βιβλίο με κομμένη την ανάσα ούτε με την θλίψη που έχω συνήθως όταν τελειώνει μια ιστορία που έχω αγαπήσει με τους ήρωές της που έχουν γπινει μέρος των ημερών μου. Σχεδόν ανακουφίστηκα. Κάτι αδιόρατα αιχμηρό μες στην καμπύλη, στρωτή αφήγηση της συγγραφέως κατάφερε να με πονέσει, καθώς διάβαζα, με κάτι διαλόγους σαν αυτόν, ας πούμε:
Σελ.76, διάλογος Ταπιόκα και Γκρίνγκο (νεαρού αγοριού και μηχανικού-πατέρα-φροντιστή του)
«Πατέρας του είναι ο Θεός».
«Δώσ’ μου το μάτε».
«Εσύ είσαι σαν πατέρας μου, Γκρίνγκο».
«Πιάσε».
«Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω τι έχεις κάνει για μένα».*
«Έλα εδώ. Κράτα μου αυτά τα καλώδια. Χωριστά».
*Αυτή η σπουδαία, κλισέ φράση που ξεκλειδώνει όλη την συνέχεια της ισοτρίας, ίσως και το νόημα του έργου. Προοικονομεί το φευγιό του αγοριού, που όμως «δεν πρόκειται να ξεχάσει». Ίσως, ο συνδυασμός των κόσμων, παλιού και νέου, να πρέπει να γίνει με τον τρόπο που το παρελθόν μολύνει ή καθαρίζει το παρόν μας, για να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε νέα όνειρα, να αγκαλιάσουμε τις αναμνήσεις μας και, τελικά, να σώσουμε ή να σωθούμε.
Ο αιδεσιμότατος δεν αυταπατάται: παρουσιάζει πως παίρνει τον Ταπιόκα για να τον βοηθήσει, αλλά γνωρίζει καλά πως εκείνον που βοηθά, μέσω του παιδιού, είναι ο εαυτός του. Ακόμα και ο Χριστός, είχε μαθητές και χωρίς αυτούς δεν έκανε. Ήταν τα αδέρφια του, οι σύντροφοί του.
Το έργο προσεγγίζει την θρησκευτικότητα με καχυποψία, αλλά ποτέ με ευκολία στο να την απορρίψει εντελώς ή να την ειρωνευτεί ή να την αποδομήσει. Η φύση, ο άνθρωπος, ο Θεός συνυπάρχουν αρμονικά σε ένα έργο που τα έχει όλα, εκτός από ένα στοιχείο, κατ’ εμέ: το τίναγμα προς τα όπου. Η ιστορία δεν αγκιστρώθηκε μέσα μου, δεν τινάχτηκε να με αρπάξει.
Με πήρε όμως μαυλιστικά μαζί της, με έβαλε στο αυτοκίνητο του πάστορα, με έκανε να μην ξέρω με ποιου μέρος είμαι ή αντέχω να είμαι, κατά κάποιον τρόπο με ενόχλησε. Ήθελα μια μεγαλύτερη ένταση κάπου, ήθελα ίσως κάτι πιο δραματικό στο φινάλε.
Δε νομίζω να την ξεχάσω ποτέ, γιατί νομίζω πως μου άρεσε με έναν τρόπο που δεν έχω συνηθίσει να μου αρέσουν τα βιβλία. Και θέλω να πάω Αργεντινή, επίσης. Το συντομότερο. Για να δω κάποιο αυτοκίνητο να μετατρέπεται «σε μια μεταλλική κουκκίδα στην βρεγμένη άσφαλτο».
Λίγα λόγια για την συγγραφέα:
Η Σέλβα Αλμάδα γεννήθηκε στο Έντρε Ρίος το 1973. Πρόκειται για μια σύγχρονη κλασική συγγραφέα της Αργεντινής, η η οποία αναμετράται με συγγραφείς όπως ο Ουίλιαμ Φόκνερ κι ο Χουάν Ρούλφο, η Κάρσον Μακ Κάλερς κι η Φλάνερι Ο’Κόνορ. Έγινε διεθνώς γνωστή το 2015, με την τριλογία Ο άνεμος που σαρώνει, Ladrilleros, No es un rio.
Το πρώτο της βιβλίο, Ο άνεμος που σαρώνει, σάρωσε όχι μόνο τις πωλήσεις αλλά και τα εγκώμια των κριτικών, μεταφράστηκε σε 12 γλώσσες, μεταφέρθηκε στο θέατρο, στη μεγάλη οθόνη, έγινε όπερα στο Ρίο ντε λα Πλάτα και το 2019, τιμήθηκε με το First Book Award Festival International of Edinburg.
Η συγγραφέας ήταν φιναλίστ για το βραβείο Tigre Juan με το βιβλίο της Ladrilleros, όπως επίσης και των βραβείων Rodolfo Walsh & Vargas Llosa για το Chicas Muertas.