Η Όλγκα Τοκάρτσουκ – σίγουρα η πιο ευρέως αναγνω(ρι)σμένη Πολωνή συγγραφέας καθώς έχει τιμηθεί δύο φορές με το βραβείο Niké, μια φορά με το διεθνές βραβείο Man Booker και, φυσικά, με το βραβείο Νομπέλ του 2018 – δεν είναι από εκείνες τις περιπτώσεις συγγραφέων που αγνοείς ή μπορείς να ξεχάσεις εύκολα, έχοντας διαβάσει κάποιο από τα έργα της.
Tα «Βιβλία του Ιακώβ» είναι το αδιαφιλονίκητο magnum opus της, ένα ιστορικό μυθιστόρημα 900 σελίδων που μεταφέρει τον αναγνώστη του στην Πολωνία του 18ου αιώνα και σε μια ατμόσφαιρα μυστικισμού και ταυτόχρονα, μια εκτενή πραγματεία πάνω στις δοξασίες και τις προκαταλήψεις που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη στη χώρα της, μαζί με ένα μεγάλο πολιτικοκοινωνικό σχόλιο για το ρόλο της Εκκλησίας ανά τους αιώνες.
Η κεντρική ιστορία επικεντρώνεται σε μια εβραϊκή αίρεση που υπήρχε όντως στην πραγματικότητα στα μέσα του 18ου αιώνα. Επικεφαλής της ήταν ο Jacob Frank, ο «Ιακώβ» του τίτλου, ένας Οθωμανός Εβραίος, κάτι μεταξύ αλχημιστή, σαμάνου και σύγχρονου «γκουρού», ο οποίος διέθετε ένα τεράστιο χάρισμα να συγκεντρώνει γύρω τους πολλούς απογοητευμένους και απόκληρους της ζωής.
Η αίρεσή του – ένα περίεργο και ετερόκλητο μείγμα Ιουδαϊσμού, Χριστιανισμού και Ισλάμ – βρήκε απήχηση σε χιλιάδες Εβραίους, οι οποίοι δεν περνούσαν και τις… καλύτερες των ημερών τους σε μια πολύ αυστηρά Καθολική Πολωνία, δίνοντάς τους μια ελπίδα και μια προοπτική απόκτησης πολιτικών δικαιωμάτων διαμέσου του βαπτίσματος.
Η Τοκάρτσουκ, πολύ απλά και ξεκάθαρα, τοποθετεί, σημειολογικά, τις διώξεις που υπέστησαν οι Πολωνο-Εβραίοι του 18ου αιώνα στο ίδιο επίπεδο με όσες αντίστοιχα υπέστησαν 200 χρόνια μετά, κατά την διάρκεια του Ολοκαυτώματος, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, η εξίσωση της Πολωνίας του 18ου αιώνα με τον Ναζισμό του 20ου αιώνα, μαζί με το γεγονός ότι η συγγραφέας ξεκαθαρίζει από την πρώτη στιγμή ότι η Πολωνία της εποχής του βιβλίου δεν διέθετε καμία απολύτως ομογενοποιημένη εθνοτική ταυτότητα ούτε ήταν αυτό που λέμε «ενωμένη» υπό την Καθολική Εκκλησία, δεν άρεσε καθόλου σε πολλούς Πολωνούς, τόσο πολίτες, όσο και την συντηρητική και αυταρχική κυβέρνηση Κατσίνσκι, της εποχής που κυκλοφόρησε το βιβλίο, το 2014.
Από τις 900 σελίδες του βιβλίου της παρελαύνουν όλων των ειδών οι άνθρωποι, με την συγγραφέα να κάνει περιγραφικά «μακροβούτια» ντοστογιεφσκικής φύσεως στους ψυχισμούς πολλών από τους χαρακτήρες της, ενώ εμποτίζει τις διηγήσεις της μέχρι και με έναν χαρακτηριστικό «μαγικό ρεαλισμό» που θα ζήλευε έως και ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, καθώς οι σελίδες γλιστράνε απροσποίητα από τα χέρια του αναγνώστη, με τον ίδιον να βυθίζεται, προϊόντος του χρόνου ανάγνωσης, σε ένα απύθμενο σύμπαν ονομάτων, τοπωνυμιών, γλωσσικών ιδιωμάτων, αιρέσεων και γεγονότων χωρίς ξεκάθαρο (λογοτεχνικό) προορισμό και κατάληξη.
Για περισσότερες από 900 σελίδες, η «Μεγάλη Πολωνία» του 18ου αιώνα, δεν μοιάζει δα και τόσο «μεγάλη» σε αξία, καθώς οι Εβραίοι του Ιακώβ καταδιώκονται ανηλεώς από την Καθολική Εκκλησία, την ίδια στιγμή που όλα γύρω τους, από την πολιτική μέχρι την θρησκεία, αλλάζουν σε χρόνο dt και πολλοί εξ’ αυτών αδυνατούν να προσαρμοστούν σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πολιτικοκοινωνικό status quo.
Η Τοκάρτσουκ βάζει το συγγραφικό της νυστέρι πολύ βαθιά και ανατέμνει διεξοδικά τόσο τους ίδιους τους Πολωνοεβραίους της εποχής εκείνης, όσο και τον γενικότερο εβραϊκό κόσμο και το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι αυτοί ενταγμένοι – μιλάμε για ένα εθνοτικό ψυχογράφημα ολκής εκ μέρους της.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι το πραγματικό μειονέκτημα του βιβλίου της είναι, εύλογα, ο όγκος του και η πληθώρα των σελίδων του. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν διαβάζεται μέσα σε μια ή δυο εβδομάδες, ένα βιβλίο πληθωρικό σε ιδέες, νοήματα και μεταφυσικές ανησυχίες, τις οποίες ο αναγνώστης συχνά καλείται να συναντήσει και να «απαντήσει» (#διπλής) ξανά μέσα του, γυρνώντας μερικές σελίδες πίσω και ξαναδιαβάζοντας κάποια επιμέρους κομμάτια του βιβλίου.
Η αλήθεια είναι ότι και η ίδια η Τοκάρτσουκ, με το στυλ γραφής της, είναι σαν να απαιτεί από εμάς τους αναγνώστες ίσως πάρα πολλά – πολύ περισσότερο απ’ ότι ενδεχομένως μπορούμε να της προσφέρουμε. Αυτό είναι, ωστόσο, και το νόημα της Τέχνης εν γένει: είναι σαν να καθόμαστε μπροστά από τον πίνακα «Ο Κήπος των Επίγειων Απολαύσεων» του Ιερώνυμου Μπος και να έχουμε την απαίτηση μέσα μας να καταλάβουμε και να κατανοήσουμε κάθε γωνία του τριπτύχου του σπουδαίου αυτού ζωγράφου.
Εντέλει, όπως έγραψε χαρακτηριστικά στην κριτική της η βρετανική εφημερίδα «Guardian», «πρόκειται για ένα βιβλίο πληθωρικό, πλημμυρισμένο από την ανθρώπινη παρουσία, όπως ένας πίνακας του Μπρέγκελ, που αποτελεί σημείο αναφοράς» και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όπως δικαιολόγησε σχετικά και η ίδια η επιτροπή των Βραβείων Νομπέλ, «το ιστορικό μυθιστόρημα “Τα βιβλία του Ιακώβ” μάς προσφέρει επίσης μια ιδιαιτέρως πλούσια επισκόπηση σχεδόν για κάθε απολησμονημένο κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας».
*Τα «Βιβλία του Ιακώβ» κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.