Η ετυμολογία της λέξης «ουτοπία» προέρχεται από το «Ου» + «τόπος» και έχει διττή και διπλή σημασία: αφενός, κατά τον φιλόσοφο Thomas More, είναι ένας «τόπος που δεν υπάρχει» και αφετέρου μπορεί να σηματοδοτεί την ύπαρξη ενός φανταστικού μέρους, όπου όλα λειτουργούν αρμονικά και τέλεια.

Ο, δίχως αμφιβολία, σπουδαίος συγγραφέας David Mitchell είναι, εννοείται, ένας τεράστιος, σχεδόν υπερφυσικός ακροβάτης των λέξεων -θυμηθείτε το «Cloud Atlas», το εξαιρετικό μυθιστόρημά του που γυρίστηκε και σε ταινία το 2012 από τους Tom Tykwer και τους Lana και Lilly Wachowski.

Ωστόσο, στην πρόθεσή του να φτιάξει το πλέον «προσβάσιμο», από κοινό και κριτικούς, μυθιστόρημά του, περνάει διαδοχικά από έναν «φανταστικό τόπο» σε ένα «μέρος που δεν υπάρχει», καταφέρνοντας, ωστόσο την ίδια στιγμή (και αυτό πρόκειται περί λογοτεχνικού κατορθώματος), να κρατήσει τις ισορροπίες εκείνες ώστε το «Utopia Avenue» να μην εξοκείλει ούτε στιγμή στο να γίνει αφόρητα συναισθηματικό ή αφύσικα γλυκερό.

Η «Λεωφόρος της Ουτοπίας», κατά τον συγγραφέα, δεν είναι, φυσικά, ένα μέρος ή ένας τόπος. Οι Utopia Avenue είναι ένα συγκρότημα των τελών της δεκαετίας του 1960 -και δη προκατασκευασμένο. Ίσως όχι στον βαθμό που ήταν αρχικά οι Monkees με στόχο την κατάκτηση του μέσου της (τότε νεαρής) τηλεόρασης, αλλά ακόμη και έτσι ήταν προκάτ: μέλη των Utopia Avenue είναι ο μπασίστας Ντιν Μος, ο ντράμερ Πίτερ Γκρίφιν, ο κιθαρίστας Γιάσπερ ντε Ζουτ και η πιανίστρια και τραγουδίστρια της folk Ελφ Χόλογουεϊ.

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Αυτοί οι, μέχρι πρότινος παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους, μουσικοί, με την καθοδήγηση του καναδού μάνατζερ Λέβον Φράνκλαντ, δέχονται να διαβούν την δική τους Λεωφόρο της Ουτοπίας, η οποία θα τους οδηγήσει είτε σε έναν φανταστικό τόπο, είτε στο… πουθενά, δηλαδή στο μηδέν ξανά και την επιστροφή στα πατρικά τους σπίτια και σε μια δουλειά 9 με 5 το απόγευμα.

Το βιβλίο, στις 700 σελίδες του, περιγράφει όλα τα εσωτερικά τεκταινόμενα μέσα στο γκρουπ, τις παρασκηνιακές διαδικασίες γύρω από την ανέλιξή τους, τους καυγάδες και τις απογοητεύσεις τους, το όνειρα και τις ελπίδες τους, που άλλα πραγματοποιούνται και άλλες γκρεμίζονται παταγωδώς. Ο αναγνώστης παρακολουθεί, μέσα σε χρονικό διάστημα δυο ετών, από την άνοιξη του 1967 μέχρι το τέλος του 1968, την ξαφνική δημοφιλία της μπάντας και αμέσως μετά την απότομη πτώση της

Ενδιάμεσα, προλαβαίνουν να γράψουν και μερικά τραγούδια αλλά και δίσκους, κάτι σαν progressive folk -εδώ νομίζω ότι ο συγγραφέας κλείνει το μάτι στους Fairport Convention, το οποίο, όπως διαπίστωσα από μια έρευνα στο Google, είναι όντως μια από τις αγαπημένες του μπάντες.

Το βιβλίο είναι πανούργα χωρισμένο σε τρία μέρη, που αντιστοιχούν στις τρεις συνολικά κυκλοφορίες των Utopia Avenue και κάθε κεφάλαιο αντιστοιχεί σε ένα τραγούδι. Αυτό είναι μόνο ένα από τα ωραία κόλπα που ο βρετανός συγγραφέας χρησιμοποιεί ως αφετηρία και ταυτόχρονα εφαλτήριο προκειμένου να μας μιλήσει για το αγαπημένο του, όλων, θέμα: την μουσική.

Ο Mitchell αναλύει εξαιρετικά τις διαδικασίες ηχογράφησης των τραγουδιών, τα μπες-βγες στα στούντιο, τους ομηρικούς καυγάδες που μεσολαβούν μεταξύ των μελών κατά την διάρκεια της σύλληψης ενός τραγουδιού, μέχρι και τους ατέλειωτους πειραματισμούς των Utopia Avenue μέχρι το σημείο της μορφοποίησης του υπέροχου αυτού χάους σε ένα τραγούδι με αρχή, μέση και τέλος (ακόμη και όχι με αυτή την σειρά).

Το δεύτερο τρικ που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να κινήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη είναι οι (φανταστικές) συναντήσεις των Utopia Avenue με (πραγματικούς) μουσικούς: Beatles, Rolling Stones, Pink Floyd, Jimi Hendrix, Janis Joplin, Leonard Cohen, Syd Barrett, Brian Jones, Keith Moon, όλοι τους κάνουν ένα σύντομο πέρασμα από τις σελίδες του βιβλίου. Στην καλύτερη σκηνή όλων, ίσως, ο Ντιν παίρνει LSD μαζί με τον Jerry Garcia των Grateful Dead.

Εδώ, βέβαια, ξεκινάνε και τα όποια προβλήματα του βιβλίου: ο Mitchell, ενώ έχει στα χέρια του όλους αυτούς τους σπουδαίους ήρωες της ροκ μυθολογίας (ίσως και εν γνώσει του προκειμένου να μην αποπροσανατολίσει τον αναγνώστη) αρνείται πεισματικά να τους χρησιμοποιήσει πιο «ενεργά», μειώνοντας την δυναμική της χρήσης του όνοματός τους.

Ωστόσο, σκέφτομαι τι «παπάδες» θα μπορούσε να κάνει η απίστευτα δημιουργική πένα του αν αποφάσιζε να ασχοληθεί πιο βαθιά με τις προσωπικότητες του Barrett, ας πούμε, ρίχνοντας μια πιο εμβριθή και ενδελεχή ματιά στον ψυχισμό του (και ας ήταν και ψεύτικη, μυθιστόρημα γράφει στο κάτω κάτω, ο αναγνώστης γνωρίζει καλά ότι όλα τα περιγραφόμενα είναι προϊόντα μυθοπλασίας).

Επίσης, στην προσπάθειά του να παραδώσει ίσως το πιο προσβάσιμο έργο του, είναι σαν ώρες ώρες η γραφή του να «κρατιέται» από τα χαλινάρια από τον ίδιο τον συγγραφέα. Για να παραφράσω και μια παλιά ατάκα που είχε ειπωθεί από έναν μουσικό, «είναι σαν να έχεις μια Ferrari και να την έχεις κλειδωμένη μέσα σε ένα γκαράζ».

Εξίσου προβληματική είναι κάποιες πολύ λίγες στιγμές και η – σχεδόν στα επίπεδα τουριστικής καρικατούρας – αναβίωση του Swinging London, ειδικά από έναν άνθρωπο που γεννήθηκε την δεκαετία του 1960 στη χώρα αυτή και ασφαλώς θα μπορούσε να έχει κάνει μια πολύ πιο βαθιά έρευνα ως προς το Λονδίνο του 1967: τα μέρη και οι συναυλιακοί χώροι είναι δισδιάστατοι, η περιλάλητη βρετανική μουντίλα είναι εν μέρει τεχνητή ή έστω αποκλειστικά αποκύημα των όσων φαίνεται να έχει δει στο σινεμά ο Mitchell από το «Alfie» ή το «The Italian Job».

Και παρόλο που ο αναγνώστης (και δη ο μουσικόφιλος) θα ενθουσιαστεί από όλες αυτές τις φανταστικές συναντήσεις με τους μουσικούς του ήρωες, ενώ ταυτόχρονα θα καταφέρει όντως να χαθεί μέσα στις 700 σελίδες του, ταυτόχρονα είναι σαν, βγαίνοντας από αυτές, να βάλει το βιβλίο ξανά στο ράφι της βιβλιοθήκης του χωρίς να νιώσει ότι έγινε μέρος αυτής της τόσο ενδιαφέρουσας ιστορίας –κάτι που, προσωπικά, μου συνέβη και με το έτερο (εξαιρετικά γραμμένο μεν, ξεχασμένο γρήγορα δε) μυθιστόρημα του Garth Risk Hallberg, το προ ετών «Πόλη στις Φλόγες».

✵︎ Το Utopia Avenue κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.