Τα μυθιστορήματα του Εντουάρ Λουί (Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, Ιστορία της βίας, Η Μονίκ δραπετεύει, κλπ.), αν και έντονα αυτοβιογραφικά, είναι συγχρόνως και έντονα πολιτικά. Πολιτικά με την έννοια ότι αναφέρονται σε ένα μεγάλο μέρος της σύγχρονης κοινωνίας (όχι μόνο της γαλλικής), εστιάζοντας στην εργατική τάξη και στη καθημερινή βία (λεκτική, φυσική, σεξουαλική) που υφίστανται, αλλά και που ασκούν τα μέλη της∙ ειδικά εκείνα που στη γλώσσα του μαρξισμού έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε λούμπεν: οι προλετάριοι δίχως ταξική συνείδηση.
Ωστόσο, ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην εύκολη κριτική αφ’ υψηλού, αλλά αντιμετωπίζει αυτούς τους ανθρώπους με κατανόηση. Ως χαρακτηριστικό ανθρωπότυπο χρησιμοποιεί τον πατέρα του, τον Τζάκι, τον βίαιο πατριάρχη που παρουσιάζεται στο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ ως ένας ομοφοβικός, ρατσιστής, αντισημίτης και αραβο-ισλαμόφοβος, που βασανίζει τον νεαρό Εντουάρ. Ο ίδιος άνθρωπος στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου εμφανίζεται συγχρόνως ως ένας απελπισμένος άνθρωπος που συντρίβεται από τις αντιλαϊκές πολιτικές του Σαρκοζί και τον Μακρόν, των «δολοφόνων» του, όπως υπονοείται στον τίτλο. Είναι αυτές οι πολιτικές που στρέφουν τον πατέρα του συγγραφέα, εργάτη μια ζωή σε τοπικό εργοστάσιο, στην αγκαλιά της ακροδεξιάς και της Λεπέν.
Επιπλέον, τα βιβλία του Εντουάρ Λουί είναι πολιτικά επειδή -όπως θα έλεγε και ο μεγάλος θεωρητικός της λογοτεχνίας Μιχαήλ Μπαχτίν- «αναδεικνύουν την ετερότητα». Η ομοφυλοφιλία του κεντρικού ήρωα, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον συγγραφέα, ο οποίος μοιάζει αταίριαστος (ή πιο σωστά που δεν είναι ευπρόσδεκτος) στο σπίτι, στο σχολείο και στις παρέες του, και οι πολυσύνθετες σχέσεις του με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του, βρίσκονται στο επίκεντρο της αφήγησης και των προβληματισμών που εγείρονται.
Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος: «Μου έχουν πει ότι η λογοτεχνία δεν πρέπει ποτέ να επαναλαμβάνεται, αλλά θέλω να γράψω μόνο την ίδια ιστορία ξανά και ξανά […] σκάβοντας τη μια τρύπα μετά την άλλη μέχρι να αρχίσουν να εμφανίζονται όλα όσα είναι κρυμμένα».
Η Κατάρρευση είναι το έβδομο μυθιστόρημα του Εντουάρ Λουί∙ το τελευταίο σημείο της οικογενειακής ιστορίας που ξεκίνησε με το στο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, είναι η αναζήτηση του αλκοολικού, βίαιου και ομοφοβικού μεγαλύτερου αδελφού του, ο οποίος πέθανε σε πολύ νεαρή ηλικία – από επιπλοκές που σχετίζονταν με το αλκοόλ.
Μιλώντας στο France Culture, ο συγγραφέας δήλωσε: «Στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου μίλησα για τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις που είχαν καταστρέψει το σώμα του πατέρα μου. Στο Η Μονίκ δραπετεύει για τα χρήματα που χρειαζόταν η μητέρα μου για να ξεφύγει από έναν βίαιο άνδρα. Στην Κατάρρευση αναφέρομαι στο πώς είναι να μην γνωρίζεις. Επειδή ξεκινώντας την έρευνα για τον αδελφό μου, συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτόν, και πιο ουσιαστικά, ότι νόμιζα ότι ήξερα, και ότι δεν ήξερα».
Για τον Εντουάρ Λουί, του οποίου η σκέψη φέρει το βαθύ αποτύπωμα του κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ, το άτομο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, μπορεί να είναι μόνο το παιχνίδι δυνάμεων που είτε το συντρίβουν είτε το ευνοούν.
Στην Κατάρρευση, ο μεγαλύτερος αδελφός του εμφανίζεται παγιδευμένος ανάμεσα στην εξέγερση και την αδυναμία∙ ενσαρκώνει όλα τα οικογενειακά ελαττώματα από τα οποία είχε προσπαθήσει να ξεφύγει ο ίδιος ο Εντουάρ Λουί ως «αποστάτης της τάξης του»: αλκοολισμός, βία, ρατσισμός και ομοφοβία. Σαν μια εικόνα καθρέφτη.
Πριν από τρία χρόνια, όταν άκουσε για τον θάνατο του αδελφού του, τον οποίο δεν είχε δει για δέκα χρόνια και δεν επιθυμούσε πια να δει, ο Εντουάρ Λουί αφηγείται ότι «δεν αισθάνθηκε τίποτα […] ούτε θλίψη ούτε απελπισία ούτε χαρά ούτε ευχαρίστηση». Αυτός ο αδελφός, που θεωρούνταν από τους γύρω τους ως το μαύρο πρόβατο της οικογένειας και ο οποίος πέθανε στα 38 του, βρέθηκε «πεσμένος στο πάτωμα του διαμερίσματός του, αναίσθητος, σαν ζώο που ξεψυχά, σαν κτήνος», έχοντας αυτοκαταστραφεί μεθοδικά με ναρκωτικά και αλκοόλ. Μερικές σελίδες παρακάτω, είναι ο ίδιος ο αλκοολικός αδελφός που συμπληρώνει το ψυχολογικό προφίλ του, λέγοντας αυτοαναφορικά: «Έπινα για να ξεφύγω και το αλκοόλ έγινε η φυλακή μου». Η δε ψυχρή και αποστασιοποιημένη αφήγηση του Λουί ενδεχομένως θυμίζει αυτήν του Μερσώ μπροστά στο νεκροκρέβατο της μητέρας του στον Ξένο του Αλμπέρ Καμύ.
«Συχνά μισούσα τον αδερφό μου, αλλά πρέπει να κατανοήσω τη ζωή του», συνεχίζει ο Εντουάρ Λουί, πιστεύοντας ότι ήταν αρρωστημένος από τα μεγαλεπίβολα όνειρά του, τα οποία εκτός ευθυγράμμισης με την πραγματικότητά του. Αυτός, που θα μπορούσε να αρκεστεί στο να θέλει αυτό που επιθυμούσαν όλοι γύρω του: μια δουλειά, ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο.
Όμως η προσπάθεια να κατανοήσει τον αδελφό του είναι για άλλη μια φορά το μονοπάτι που ακολουθεί για να κατανοήσει την οικογένειά του, της οποίας η ιστορία του φαίνεται ως μια πραγματική «τραγωδία»
Ο Εντουάρ Λουί θέτει το εξής ερώτημα στην καρδιά της αφήγησής του: Πώς θα ήταν η ζωή του αδελφού του αν μπορούσε να είναι κάτι άλλο; Μια ζωή σημαδεμένη από θλίψη και από το «Τραύμα», όπως το αποκαλεί. Γράφει: «Μερικές φορές, ενώ έγραφα, ένιωθα σαν την Αντιγόνη, θάβοντας το σώμα ενός αδελφού που η κοινωνία δεν μου επέτρεπε να θάψω». Ο αδελφός του συγγραφέα ήταν κάποιος που η κοινωνία δεν υπερασπίστηκε ποτέ.
Ο αδελφός περιγράφεται ταυτόχρονα ως στοργικός και βίαιος, εξυπηρετικός, ευγενικός και καταστροφικός για τους άλλους και τον εαυτό του, ως κάποιος που αναζητά συνδέσεις και σχέσεις και φεύγει γρήγορα από αυτές, καταστρέφοντάς τες, θέλοντας να ζήσει και πεισματικά προσπαθώντας να πεθάνει. Η ιστορία που αφηγείται ο Λουί για τον αδελφό στοχεύει να διαταράξει την ταυτότητα και την αναγνώριση, να τον παρουσιάσει ως ένα αίνιγμα, ένα ον που δεν γνωρίζουμε πραγματικά επειδή οι συνήθεις συνθήκες αναγνώρισης ανατρέπονται.
Εγκαταλελειμμένος από τον βιολογικό του πατέρα, αυτός ο ετεροθαλής αδελφός δεν βρήκε τη ζεστασιά που θα μπορούσε να γεμίσει αυτό το κενό με τον θετό του πατέρα, τον νέο φίλο της μητέρας του. Διότι ο θετός πατέρας του υπέστη πραγματική βία. Ο Εντουάρ Λουί την υπέμεινε επίσης. Σε άλλα βιβλία, περιγράφει λεπτομερώς την δυσφήμιση που αντιμετώπισε λόγω της ομοφυλοφιλίας του. Διαβάζοντας αυτές τις σελίδες, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ξανά πόσο δυσλειτουργική ήταν αυτή η οικογένεια. Τα παιδιά υπέστησαν ψυχολογική κακοποίηση, συμπεριλαμβανομένης της υποτίμησης, της ηθικής δυσφήμισης και της έμμεσης σωματικής κακοποίησης, χωρίς η μητέρα τους να μπορεί να τα προστατεύσει. Κακοποίηση που ο ετεροθαλής αδελφός στη συνέχεια επανέλαβε με τις γυναίκες με τις οποίες ζούσε.
Παρά την είδηση του θανάτου του αδελφού του, ο Εντουάρ Λουί συνεχίζει να τον απορρίπτει. Άλλωστε, αυτό είναι πιο άνετο…να απορρίψεις έναν φτωχό, ομοφοβικό, βίαιο, πικρόχολο άντρα, που στάζει αλκοόλ από κάθε πόρο, θρηνώντας συνεχώς την εγκατάλειψη και τον πόνο του. Ο αδελφός φαίνεται να τρέφεται ακόρεστα με τον πόνο του, μεταμορφώνοντας τον εαυτό του σε δήμιο του εαυτού του.
Σε μια τελευταία έκρηξη αδιαφορίας, ο Εντουάρ Λουί αρνείται να πληρώσει για την κηδεία του αδελφού του, συνεισφέροντας μόνο ένα συμβολικό ποσό και αφήνοντας τη μητέρα και τα αδέλφια του να πληρώσουν τον λογαριασμό.
Πίσω από την ανοιχτή πληγή του πλέον εκλιπόντος αδελφού του, αποκαλύπτεται μια άλλη πληγή: αυτή του ίδιου του συγγραφέα, μερικές φορές τόσο αυτάρεσκου, αλαζόνα, με εκείνη την αφόρητη αύρα κάποιου που έχει πετύχει, που έχει ξεπεράσει τις συνθήκες του, έχει γίνει διανοούμενος, μακριά από τη σύγχρονη δουλεία του φτωχού πληθυσμού. Ένα από τα κεντρικά θέματα του βιβλίου είναι η αναζήτηση του εαυτού, η εξερεύνηση της ταυτότητάς του ίδιου του συγγραφέα μέσα από το πρίσμα του αδελφού.
Αν και πεθαίνει στην αρχή του μυθιστορήματος, το πορτρέτο του αδελφού που σκιαγραφείται είναι αυτό ενός ζωντανού όντος που θέλει να ζήσει, που αγωνίζεται για να συνεχίσει να ζει. Η ζωή του είναι σαν ζώο φυλακισμένο σε ένα κλουβί που είναι πολύ μικρό, ασφυκτικό, θανατηφόρο, μια παγίδα. Η ζωή του αδελφού είναι μια ύπαρξη που τείνει προς μια ζωή που παρόλα αυτά ματαιώνεται, μια ύπαρξη που θα μπορούσε να είναι διαφορετική, πιο ζωντανή, που εξαντλείται στην προσπάθεια προς αυτήν την ανώτερη ζωή και που πεθαίνει.
Πώς μπορεί κάποιος να πεθάνει στα 38 του; Η «έρευνα» του Λουί τον αφήνει μόνο με υποθέσεις, τα χαρτιά ενός αινίγματος που δύσκολα μπορεί να αναχθεί στο συνηθισμένο του πλέγμα κοινωνιολογικής ανάλυσης ή σε ένα κοκτέιλ «κοινωνικών ντετερμινισμών»: αρρενωπότητα, φτώχεια, παραβατικότητα, αλκοολισμός. Γι’ αυτό ακριβώς, όταν ο αδελφός του έπεσε σε κώμα λίγο πριν από το τέλος, ήταν ουσιαστικά νεκρός και οι γιατροί χρειάζονταν εξουσιοδότηση για να αποσυνδέσουν το μηχάνημα που τον κρατούσε τυπικά στη ζωή, ο Λουί γράφει το σπαρακτικό ότι μόνο η μητέρα τους είχε το δικαίωμα να το κάνει αυτό.
«Ήταν νεκρός, αλλά εκείνη ήταν η μόνη που είχε το δικαίωμα να τον κάνει να πεθάνει. Ήταν τριάντα οκτώ χρονών».
Εντουάρ Λουί, Η κατάρρευση • Εκδόσεις Αντίποδες, 2025 • μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη • σελ: 208





