Στην εποχή που οι ψυχές των παιδιών μας βαραίνουν πιο γρήγορα από ποτέ και τα χαμόγελα της εφηβείας σκιάζονται από οθόνες και ειδοποιήσεις, το νέο βιβλίο του Αμερικανού κοινωνικού ψυχολόγου Τζόναθαν Χάιντ, με τίτλο «Η Γενιά του Άγχους» (The Anxious Generation), έρχεται σαν καμπάνα συναγερμού – και όχι απλώς σαν μία προειδοποίηση. Πρόκειται για ένα έργο που επιχειρεί όχι μόνο να περιγράψει τη βαθιά ψυχολογική κρίση της γενιάς που γεννήθηκε μετά το 1995, αλλά και να εντοπίσει τις ρίζες της μέσα από επιστημονικά τεκμηριωμένη ανάλυση, κοινωνιολογική παρατήρηση και μια αποκαλυπτική ειλικρίνεια. 

Η βασική θέση του Χάιντ είναι ξεκάθαρη: γύρω στο 2012 ο κόσμος της παιδικής ηλικίας άλλαξε ριζικά. Η παραδοσιακή παιδική ηλικία, αυτή του παιχνιδιού στις γειτονιές, των καβγάδων στη σχολική αυλή και των υπαρξιακών ερωτήσεων μπροστά στον καθρέφτη, αντικαταστάθηκε από μια ψηφιακή, υπερπροστατευμένη και κατά κύριο λόγο απομονωμένη παιδική ηλικία. Τα παιδιά μεγάλωσαν όχι με τον κόσμο, αλλά μέσα στο κινητό τους. Ο επιστήμονας ονομάζει όλο αυτό ως “μεγάλη απορρύθμιση”. 

Ο Χάιντ εντοπίζει δύο θεμελιώδεις αλλαγές που προκάλεσαν τη σημερινή ψυχολογική κατάρρευση της Gen Z: την «τηλε-παιδική ηλικία» (phone-based childhood) και την «παραμέληση της σωματικής και κοινωνικής ωρίμανσης». Το κινητό δεν είναι απλώς ένα εργαλείο επικοινωνίας, είναι ένα εργαλείο επανακαλωδίωσης του εγκεφάλου. Τα παιδιά έπαψαν να ζουν εμπειρικά, να παίρνουν ρίσκα, να δοκιμάζουν και να αποτυγχάνουν στον φυσικό κόσμο. Όλα αυτά μεταφέρθηκαν σε έναν εικονικό καθρέφτη, όπου η επιβεβαίωση δεν έρχεται από τη φίλη που γελάει μαζί σου στην αυλή, αλλά από ένα emoji με καρδούλες σε μια ιστορία του Instagram. Επομένως “η υπερπροστασία στον πραγματικό κόσμο και η ελλιπής προστασία στον εικονικό οδηγούν σε αυτό που ονομάζουμε γενιά του άγχους”. 

Ο συγγραφέας δεν μιλάει στον αέρα. Φέρνει μαζί του ένα εντυπωσιακό οπλοστάσιο στατιστικών στοιχείων που δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβήτηση: από το 2010 και μετά τα ποσοστά κατάθλιψης και άγχους στους εφήβους έχουν σχεδόν διπλασιαστεί. Οι απόπειρες αυτοκτονίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα στα κορίτσια ηλικίας 10-14 ετών έχουν αυξηθεί δραματικά. Δεν πρόκειται για μία κρίση “υπερβολής”, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά για μία ήσυχη πανδημία, που εξαπλώθηκε με αφετηρία τα χέρια των ίδιων των γονιών: όταν αποφασίσαμε να δώσουμε smartphone στα παιδιά. 

Ο Χάιντ χωρίς να υιοθετεί έναν ηθικολογικό τόνο, τολμά να αποδώσει ευθύνες. Καταδικάζει την κουλτούρα του υπερπροστατευτισμού και την αδυναμία των ενηλίκων να προετοιμάσουν τα παιδιά για τη ζωή. Η λεγόμενη «gentle parenting» μπορεί να φαντάζει ανθρώπινη και θετική, αλλά σύμφωνα με τον συγγραφέα συχνά καταλήγει σε μια τρομακτική αδυναμία των νέων να διαχειριστούν τη δυσκολία και την απογοήτευση. 

Ένα από τα πιο δυνατά σημεία του βιβλίου είναι η περιγραφή του πως το design των social media, με επίκεντρο την άμεση επιβράβευση (likes, reactions, shares) οδηγεί στην κατάρρευση της εσωτερικής αυτοεκτίμησης. Ιδίως στα κορίτσια, που είναι πιο επιρρεπή στη σύγκριση με άλλες και στον κοινωνικό αποκλεισμό, τα social media γίνονται εργοστάσια μαζικής ανασφάλειας. 

Ο Χάιντ περιγράφει με επιστημονική σαφήνεια τη διαφορά ανάμεσα στην «πραγματική» και την «ψηφιακή» επαφή και εξηγεί γιατί η δεύτερη όχι μόνο δεν υποκαθιστά την πρώτη, αλλά επιδεινώνει την απομόνωση. Παρά τη συνεχή σύνδεση, τα παιδιά αισθάνονται μόνα κι ανεπαρκή. 

Δεν πρόκειται για ένα καταγγελτικό μανιφέστο. Ο Χάιντ καταθέτει και ένα πρόγραμμα δράσης. Πρώτον καμία πρόσβαση στα social media πριν την ηλικία των 16. Δεύτερον κινητά εκτός σχολείου. Τρίτον ενίσχυση του ελεύθερου παιχνιδιού και της φυσικής κοινωνικοποίησης. Και τέταρτον, καλλιέργεια μιας πολιτισμικής στροφής: από την ψηφιακή υπερέκθεση στην ουσιαστική επαφή. 

Ο συγγραφέας απευθύνει κάλεσμα όχι μόνο σε γονείς, αλλά και σε δασκάλους, πολιτικούς, τεχνολογικές εταιρείες και –πρωτίστως– στα ίδια τα παιδιά, να ανακτήσουν τον έλεγχο της ζωής τους. Δεν πρόκειται για μία πολιτισμική μάχη ανάμεσα σε γενιές· είναι μια μάχη για την ίδια τη νεότητα ως φάση ζωής. 

Η Γενιά του Άγχους είναι ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί από κάθε γονιό, παιδαγωγό, πολιτικό και έφηβο. Δεν είναι ούτε πανικός ούτε κινδυνολογία. Είναι μία πράξη φροντίδας – ένα κάλεσμα να σηκώσουμε τα μάτια από την οθόνη και να κοιτάξουμε επιτέλους ο ένας τον άλλον. Μήπως και θυμηθούμε πώς είναι να είσαι παιδί, να αποτυγχάνεις, να δοκιμάζεις, να ζεις και κυρίως, να μεγαλώνεις.

➪ Το βιβλίο “H Γενιά του Άγχους”, του Jonathan Haidt κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παπασωτηρίου. 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.