Ο Μελρώ έγραφε πως κάθε έργο έχει μια ανθρώπινη μοίρα και η σύντομη ζωή του Καμύ έμοιαζε να ακολουθεί την μοίρα του ήρωα που είχε δημιουργήσει στο βραβευμένο με Νόμπελ «Ο Ξένος». Ο ήρωας του Ξένου, ο Μερσώ, χάνει τη μητέρα του και στην πορεία της ιστορίας δολοφονεί έναν άνθρωπο για έρθει αντιμέτωπος με μια ακατανόητη για αυτόν δικαιοσύνη. Προς το τέλος, όντας καταδικασμένος με τη θανατική ποινή, και περιμένοντας την εκτέλεσή του μονολογεί:
«Ε, καλά θα πέθαινα λοιπόν. Νωρίτερα από άλλους αυτό ήταν φανερό. Όμως, όλος ο κόσμος ξέρει πως η ζωή δεν αξίζει τον κόπο να τη ζει κανείς. Στο βάθος δεν αγνοούσα πως να πεθάνει κάποιος στα τριάντα ή εβδομήντα χρόνια λίγο ενδιαφέρει, αφού, φυσικά, και στις δύο περιπτώσεις άλλοι άντρες και άλλες γυναίκες θα ζήσουν, και αυτό μέσα σε διάστημα χιλιάδων ετών. Πάντως θα πέθαινα, έστω και αν ήταν να γίνει σήμερα ή μέσα σε είκοσι χρόνια. Και βέβαια η ζωή μας είναι σύντομη. Για την ανθρώπινη μοίρα όμως ένα λεπτό δεν ξεχωρίζει από μια ολόκληρη αιωνιότητα.» (Ο Ξένος-Εκδόσεις Δωδώνη)
Το όνομα του Αλμπερτ Καμύ ξεπροβάλλει, χωρίς αμφιβολία, ως ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και διάσημα της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Γεννημένος στο Μοντοβί της Αλγερίας από λευκούς εποίκους πέρασε μια δύσκολη παιδική ηλικία. Ο πατέρας του πέθανε όταν αυτός ήταν πολύ μικρός και η μητέρα του, με πενιχρά μέσα, επιφορτίστηκε την ανατροφή του. Ο Καμύ υπήρξε πολυπράγμων φιγούρα, καθώς καταπιάστηκε με πολλές δουλειές μέχρι να ανακαλύψει το ταλέντο στη γραφή και να λάμψει στον στίβο της λογοτεχνίας.
Συγγραφείς όπως ο Κάφκα, ο Τολστόι υπήρξαν ιδιαίτερα αγαπημένοι του, αλλά αυτός που ξεχωρίζει από τις επιρροές του είναι ο πατριάρχης του παραλόγου: Ο Πιερ Μελβίλ, ο άνθρωπος που συνέγραψε το αριστούργημα Moby Dick.
Σύμφωνα με τον Καμύ ο κόσμος που ζούμε είναι αφηρημένος χωρίς εδραιωμένες ηθικές αξίες και ορφανός από θεϊκές επιταγές. Το παράλογο συνίσταται αφενός στο ότι η ζωή και το τέρμα της -ο θάνατος- δεν αποκαλύπτουν το νόημά τους και αφετέρου η ανθρώπινη διάνοια δε διαθέτει τις ικανότητες να το ανακαλύψει.
Ο μύθος του Σίσυφου, ίσως το σπουδαιότερο βιβλίο του, τονίζει πως το μεγαλύτερο φιλοσοφικό ερώτημα είναι η αυτοκτονία: αν η ερώτηση μπορεί να απαντηθεί με κατάφαση στη ζωή. Μέσα από την έννοια του παραλόγου προσπάθησε να δείξει πως μέσα από τη ματαιότητα της ανθρώπινης ζωής αναδύεται η ανάγκη αυτή να βιωθεί χωρίς φόβο απέναντι στον θάνατο.
Ο Σίσυφος, σύμφωνα με την αρχαία μυθολογία, είχε καταφέρει να ξεγελάσει τους θεούς με την εξυπνάδα, όντας θνητός τούς είχε εκθέσει με την απαράμιλλη ικανότητα των ευφυών κόλπων του. Για αυτό τον λόγο η τιμωρία του ήταν εξαιρετικά απηνής και έμεινε παροιμιώδης ως το μαρτύριο του Σίσυφου: κάθε μέρα έπρεπε να ανεβάζει μια ογκώδη πέτρα στην κορυφή ενός βουνού για να τη στερεώσει στην κορυφή του. Όταν, μετά από κοπιώδεις προσπάθειες, ανέβαινε ως εκεί δεν υπήρχε ένα σταθερό σημείο να την εναποθέσει και ως εκ τούτου η πέτρα κατρακυλούσε πίσω στο αρχικό της σημείο.
Ο Σίσυφος ήταν αναγκασμένος να κατέβει το βουνό για να εκκινήσει τον αγώνα του που ήξερε εκ προοιμίου πως ήταν μάταιος : όσες φορές και αν προσπαθούσε-και ήταν καταδικασμένος να μην παραιτηθεί από την προσπάθεια-θα αποτύγχανε. Το μαρτύριο του ήταν προορισμένο να διαρκέσει για πάντα χωρίς προοπτική αλλαγής: το μέλλον του όπως και το παρόν ήταν αλληλένδετο με την απουσία της ελπίδας για την υπέρβαση της τιμωρίας του.
Στο Μύθο του Σίσυφου ο Καμύ εντάσσει στο δικό του σύμπαν, το οποίο δεν έχει Θεούς. Δεν έχει ένα βαθύτερο νόημα που ανάγεται σε μια υπέρτατη αρχή. Ο Σίσυφος είναι για τον Καμύ ο άνθρωπος ο οποίος ζει τον παραλογισμό να επιμένει και να προσπαθεί χωρίς κάτι να νοηματοδοτεί τον αγώνα του. Και, όμως, αυτή η μάχη που επαναλαμβάνεται καθημερινά και παράγει, όπως στην περίπτωση του Σίσυφου, το ίδιο αποτέλεσμα μπορεί να δώσει αξία στη ζωή του.
Ο Καμύ καταφέρνει να ελίσσεται μακριά από τον ηρωικό μηδενισμό του Καζαντζάκη και από την απόφανση του Πασκάλ πως στην απουσία μεταφυσικής λύτρωσης η μόνη λύση είναι η απελπισία: “το να ζεις σημαίνει να μην υποτάσσεσαι”. Όταν αποδεχτούμε πως δεν υπάρχει περιθώριο διαφυγής, πως κάθε άνθρωπος καλείται να σηκώσει την πέτρα του στο ψηλότερο βουνό μόνο και μόνο για να την δει να πέφτει αναγκάζοντάς τον να την ξανανεβάσει. Όταν αποδεχτούμε αυτόν τον παράλογο αγώνα σαν τη κινητήριο δύναμη της ζωής, τότε μπορούμε μαζί με τον Σίσυφο να φανταστούμε πως είμαστε ευτυχισμένοι.
Πολύ διάσημη έχει μείνει επίσης η διένεξή του με τον έτερο διάσημο εκπρόσωπο του Υπαρξισμού: τον Ζαν Πωλ Σαρτρ. Η κόντρα τους γεννιέται, όταν κυκλοφορεί ο «Επαναστημένος άνθρωπος» του Καμύ, που συνιστά μια έμμεση καταγγελία του σοβιετικού καθεστώτος και των μέσων που χρησιμοποιεί για να εδραιώσει σκοπούς που κάποτε και ο Καμύ συστρατεύτηκε μαζί τους. Η πνευματική σύγκρουση των δύο ανδρών περιέγραφε τις ελπίδες της εποχής του και τη στάση των πνευματικών ανθρώπων μπροστά στις διαψεύσεις τους.