Πριν μερικά χρόνια ο Μπονγκ Τζουν-χο έφερνε με τα δικά του “Παράσιτα” την πατρίδα του στην κορυφή του κινηματογραφικού σύμπαντος. Ο θρίαμβος στην τελετή των Όσκαρ αποτελεί μία χρυσή σελίδα που δε θα ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου. Πριν από λίγες ημέρες μία συμπατριώτισσά του, η Χαν Γκανγκ κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχίας επιβεβαιώνοντας την άνοδο της χώρας σε όλα τα επίπεδα του Πολιτισμού. Το συγκινητικό της έργο έχει μεταφερθεί στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη (“Η Χορτοφάφος” – Booker Prize, “Μάθημα Ελληνικών”).
“Η Χορτοφάγος”
Η ΓιόνγκΧιε και ο σύζυγός της είναι δύο άνθρωποι του μέσου όρου. Εκείνος πηγαινοέρχεται δουλοπρεπώς στο γραφείο του, δεν διακατέχεται από καμία φιλοδοξία. Εκείνη δεν τη χαρακτηρίζει κανένα πάθος, είναι απλώς μια αφοσιωμένη νοικοκυρά. Η μονοτονία του γάμου τους ανατρέπεται όταν η ΓιόνγκΧιε αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας. Δεν δίνει εξηγήσεις. «Είδα ένα όνειρο», αυτό λέει μονάχα. Πρόκειται για μια μικρή ένδειξη ανεξαρτησίας, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ακραία και να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη σε μια χώρα όπως η Νότια Κορέα. Και δεν φτάνει αυτό. Η παθητική αντίσταση της ΓιόνγκΧιε, μια διαδικασία ιδιότυπης μεταμόρφωσης, ξεπερνά κάθε όριο γκροτέσκου. Ποτέ δεν φορούσε με ευχαρίστηση σουτιέν, αλλά τώρα αρχίζει να το κάνει και δημοσίως. Επιπλέον, ονειρεύεται να ζήσει σαν φυτό. Σύσσωμη η οικογένεια θα στραφεί τελικά εναντίον της. Η βραβευμένη Χορτοφάγος είναι μια ιστορία καφκικής σύλληψης που αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις. Ένα μυθιστόρημα σαγηνευτικό και αλλόκοτο, βίαιο και αισθησιακό, με το οποίο η ΧανΓκανγκ, από τις δημοφιλέστερες λογοτεχνικές φωνές της Άπω Ανατολής, διερευνά την επιθυμία και την ντροπή, την καταπίεση και την εξουσία.
“Μάθημα Ελληνικών”
Ήταν χειμώνας και εκείνη ακόμη νεαρή όταν έχασε για πρώτη φορά την ικανότητα της ομιλίας της. Χωρίς καμία ένδειξη, χωρίς συγκεκριμένη αιτία. Αυτό που την έκανε να αρχίσει και πάλι να μιλά ήταν μια λέξη από μια άλλη, ξένη γλώσσα, τη γαλλική. Η ίδια γυναίκα, η οποία κατόπιν χώρισε, στερήθηκε την επιμέλεια του παιδιού της και έχασε ξανά την ομιλία της, αποφασίζει κάποια στιγμή να ασχοληθεί με τα αρχαία ελληνικά. Τότε λοιπόν συναντά έναν καθηγητή του οποίου η όραση φθίνει μέρα με τη μέρα. Εκείνος, έχοντας τα δικά του υπαρξιακά αδιέξοδα, ριζωμένα στο παρελθόν, παρατηρεί προσεκτικά την αμίλητη και αγέλαστη γυναίκα που φοιτά στην Ακαδημία, συγχρόνως όμως, παρά τη συμπόνια του, αισθάνεται τρόμο μπροστά στην αδιαπέραστη σιωπή της. Και μολονότι δεν το επιδιώκουν, ούτε καν το ελπίζουν, το εγκόσμιο θαύμα συντελείται. Δύο τραυματισμένοι άνθρωποι τα καταφέρνουν, τα καταφέρνουν μαζί, ξαναβρίσκουν την επιθυμία να επικοινωνήσουν και σταδιακά έρχονται όλο και πιο κοντά ο ένας στον άλλο. Η Χαν Γκανγκ, η πιο διάσημη συγγραφέας της σημερινής Νότιας Κορέας, αφηγείται μοναδικά την ιδιαίτερη πορεία δύο πληγωμένων ψυχών προς το φως.
Η Σουηδική Ακαδημία βράβευσε τη Γκανγκ «για την έντονη ποιητική πεζογραφία της που αντιμετωπίζει ιστορικά τραύματα και εκθέτει την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ζωής». Ακριβώς αυτά συναντά ο αναγνώστης εμβαθύνοντας στις πολυσήμαντες λέξεις της Νοτιοκορεάτισσας. Εκεί συναντά κανείς στοιχεία ηθογραφίας της πατρίδας της, «αν δεν τρως κρέας οι υπόλοιποι άνθρωποι θα σε φάνε» και έμμεσα γίνεται μία σύνδεση με τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων και δημιουργείται μία γέφυρα μεταξύ Ασίας κι Ευρώπης. Η Γκανγκ μοιάζει να δημιουργεί μία σύγχρονη τραγωδία με όρους αρχαίας τραγωδίας. Προσαρμοσμένη όμως εξαιρετικά στους σύγχρονους ρυθμούς ζωής.
Οι αναγνώστες σε παγκόσμια κλίμακα αγκάλιασαν το έργο της που μεταφράζεται ολοένα σε περισσότερες χώρες. Νιώθουν με κάποιο τρόπο πως του αγγίζει. Το αξιοπερίεργο είναι πως φτάνει σε εντελώς διαφορετικούς κατοίκους γεωγραφικά και σε επίπεδο κοσμοθεωρίας και τους μεταφέρει ένα σημαντικό μήνυμα που αποκρυπτογραφείται όπως ο καθένας θεωρεί πως η ψυχή του έχει κάτι να ακούσει. Αυτή είναι η μεγάλη νικήτρια του Νόμπελ Λογοτεχνίας που δίκαια κέρδισε αυτό το κορυφαίο Βραβείο για τη συνολική της προσφορά προς έναν καλύτερο κόσμο!