Ο Ρίχαρτ Γράφει συνεχίζοντας μέσω της Γραφής ένα διάλογο με τη Χάνα που, κατά τη γνώμη του, έμεινε στη μέση. Όπως συνηθίζουν, λέει, να κάνουν οι Ινδιάνοι Μοχάβ: συνεχίζουν να μιλούν ακόμη και όταν ο συνομιλητής τους έχει απομακρυνθεί. Αυτή, λοιπόν, ας πούμε ότι είναι σε πολύ γενικές γραμμές η ιστορία της Αφιέρωσης του Μπότο Στράους που γράφθηκε το 1977 και πρωτοκυκλοφόρησε στα Ελληνικά το 1989. Μάλιστα. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι καθόλου τόσο απλά όσο φαίνονται. Ας προσπαθήσω να γίνω σαφής: Κατ’ αρχάς, το συγκεκριμένο βιβλίο το είχα πρωτοδιαβάσει είκοσι χρόνια πριν. Λίαν προσφάτως, όμως, το ξαναδιάβασα με αφορμή την άκρως εστέτ και υπόδειγμα Αισθητικής Παράσταση-Πίνακα Ζωγραφικής που έστησε ο Χάρης Φραγκούλης στο θέατρο Σφενδόνη βασιζόμενος στην Αφιέρωση. Από αυτή, λοιπόν, τη δεύτερη και, ασφαλώς, κατά πολύ ωριμότερη ανάγνωσή μου έχω να απαριθμήσω τα εξής, κατά τη γνώμη μου, σημαντικά.
Πρώτον: Η ερωτική απώλεια και το συνακόλουθο πένθος της δεν είναι -νομίζω- παρά η Πρόσοψη αυτού του εξαιρετικού βιβλίου. Θαρρώ πως ο Μπότο Στράους κατ’ ουσίαν μιλάει για τη Γραφή, την πραγματική Γραφή, στην οποία είναι αδύνατον -μάλλον- να φθάσει κανείς εάν πρώτα δεν έχει Πενθήσει. Το κεφάλαιο 10 αυτού του μικρού σε όγκο βιβλίου (σ.113-117) θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί ως θεωρία Δημιουργικής Γραφής ή/και ως συμβουλές προς επίδοξους μελλοντικούς συγγραφείς. Μιλώντας για τον Ρίχαρτ και το πώς ένιωθε κάποιες φορές όταν Έγραφε, ο Μπότο Στράους λέει: «Μετά από μια τοποθετημένη τελεία περιεργαζόταν τη συντακτική μορφή και την εξέταζε με τον ίδιο τρόπο που ένας ξυλουργός ψηλαφεί τις ακμές ενός τελειωμένου επίπλου. Κάθε πρόταση, δημιουργημένη και αποκομμένη πια απ’ αυτόν, την καλωσόριζε, σαν πράγμα ανάμεσα σε πράγματα, με την ίδια αναγνώριση όπως το αμπαζούρ, το χαλί, την κάσα του παραθύρου, μόνο που την είχε κατασκευάσει μόνος του και γι’ αυτό του ήταν περισσότερο εύκολη στη χρήση» (σ.116).
Δεύτερον: Το βιβλίο ολόκληρο μπορεί να διαβαστεί και ως ένα Σχόλιο για τη Γλώσσα εν γένει. Ακόμη καλύτερα: για τη χρήση της Γλώσσας από τους ανθρώπους. Για την επικινδυνότητα της Γλώσσας. Και για την εντελώς άχρηστη, ενίοτε, χρήση της από τους ανθρώπους. Για τη μηχανική και συχνότατα ανούσια χρήση της Γλώσσας. Για την χωρίς σκέψη χρήση της Γλώσσας. Ενδεικτικά επ’ αυτού αναφέρω: «Τώρα, νωρίς το πρωί ξαναρχίζει γύρω του η γενική ομιλία, που στην πραγματικότητα είναι ένας πολλαπλός κυκεώνας ομιλιών, όπου το μεγαλύτερο μέρος απ’ ό,τι λέγεται, αλληλοαναιρείται, όπου όλα καταντούν σχεδόν ανώδυνα, γιατί η ομιλία συνεχίζεται χωρίς σταματημό και το χορωδιακό μιας αδιάκοπης λογοδιάρροιας ανεβαίνει πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων και αντηχεί, όπως σε έναν τεράστιο τρούλλο, στα γερμανικά πάνω από τη Γερμανία» (σ.9)
Τρίτον: Το τρίτον είναι, κατά κάποιον τρόπο, η προέκταση του δεύτερου. Διότι ο Μπότο Στράους, με αφορμή την ερωτική απώλεια, διατυπώνει με επιστημονικά εμπειρικό τρόπο τη συσχέτιση μεταξύ Ερωτισμού και Γλώσσας. Ενδεικτική και αλησμόνητη για μένα πλέον επ’ αυτού είναι η φράση «Ποτέ δεν βρήκα μεγαλύτερη ελευθερία και σιγουριά στη γλώσσα απ’ ό,τι στη συζήτηση που γινόταν κάτω από την επίδραση της σωματικής επιθυμίας» (σ.31).
Τέταρτον: Εάν κατάλαβα καλά το βιβλίο, έχω την εντύπωση πως, σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου που Γράφει όταν Γράφει, θα μπορούσε συνοπτικά να περιγραφεί ως εξής: Κάτι ανάμεσα στην απόλυτη κατάρρευση και την απόλυτη αποθέωση. ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΩΣ. «Στο γραπτό μου είμαι πιο γυμνός απ’ ό,τι χωρίς ρούχα» λέει ο Ρίχαρτ (σ.24). Αλλά λίγο πιο κάτω ο Ρίχαρτ «ήθελε να συνεχίσει το γράψιμο… δεν ήταν σε θέση πια να κρίνει αν το εντονότερο γράψιμο τον πλήγωνε περισσότερο απ΄ όσο ήταν ήδη ή αν αντίθετα τον θεράπευε όλο και πιο αποτελεσματικά. Το γράψιμο απαιτεί κι άλλο γράψιμο…» (σ.64-65).
Πέμπτον: Η Ζωή, ευτυχώς ή δυστυχώς, συνεχίζεται. Ο Ρίχαρτ συναντάει τη Χάνα (το Πώς και το Γιατί της τελευταίας τους συνάντησης είναι από μόνα τους ένας επαρκέστατος λόγος για να διαβάσετε το βιβλίο) αλλά ο Ρίχαρτ δεν παίρνει ΠΟΤΈ απάντηση στο πιο βασανιστικό ίσως ερώτημα περί τα Ερωτικά: ΜΑ ΓΙΑΤΙ ΕΦΥΓΕ Η ΧΑΝΑ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΕΙ ΤΙΠΟΤΑ; ΓΙΑΤΙ; Το καλό για τον Ρίχαρτ, όμως, είναι ότι τελικά ίσως και να μην πειράζει που δεν πήρε απάντηση ποτέ. Ίσως ο Ρίχαρτ να πέτυχε κάτι καλύτερο: Έγραψε ένα βιβλίο. Ένα δικό του, ένα εντελώς δικό του βιβλίο. Και κάπως έτσι -πικρά, πολύ πικρά- η ερωτική απώλεια μετετράπη σε ΤΕΧΝΗ.
Διαβάστε αυτό το βιβλίο. Κι ακόμη και στην περίπτωση που έχω πέσει παταγωδώς έξω και στις πέντε επισημάνσεις μου, είμαι, ωστόσο, βέβαιος ότι θα δείτε πολλά δικά σας πράγματα εάν έχετε βιώσει ερωτική απώλεια· αφήστε που το Διάβασμα δεν βγαίνει ποτέ σε κακό.
➸ ΙΝΦΟ: Η αφιέρωση του Μπότο Στράους κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2021.