Όταν επισκέφθηκα, πριν από μερικούς μήνες, το γραφείο του Στάθη Λιβαθινού στο Κολωνάκι, ήξερα πολύ καλά ποιον θα συναντούσα-μέχρι ενός βαθμού. Εξοικειωμένη με το σκηνοθετικό του ύφος μιας και ας μην έχω δει ό, τι έχει ποτέ σκηνοθετήσει. Άρθρα και συνεντεύξεις του σε αφημερίδες που έμπαιναν σπίτι μου από τους γονείς μου, συζητήσεις με ηθοποιούς και φίλους του θεάτρου σχετικά με τον Λιβαθινό, την παρακαταθήκη, τις ιδιοτροπίες, τις γνώσεις του, την αισθητική του, με είχαν καταστήσει, όσο να πεις, σχετικά εξοικειωμένη με το σύμπαν του.
Κι όταν έφυγα από το γραφείο του, μετά από κάποιες ώρες, ένιωσα πως θα παρέδιδα μια αξιοπρεπή συνέντευξη στο Olafaq.gr. Μόλις όμως, μήνες μετά, ολοκλήρωσα, την αυτοβιογραφία του που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη, σκέφτηκα ότι δεν είμαι και καμιά σπουδαία δημοσιογράφος-ή ότι εκείνος, ο Στάθης Λιβαθινός, είναι ακόμα πιο ευφυής από ό, τι γνώριζα και από ό, τι κατάλαβαινα.
Γιατί μες στις πεντακόσιες σαρανταμία σελίδες του απολαυστικού του βιβλίου αποκαλύπτονται ονειρεμένες ιστορίες και πτυχές του χαρακτήρα, της προσωπικότητάς του που ούτε κατ’ ελάχιστον επέτρεψε να διαρρεύσουν στον ειλικρινή και ζεστό, κατά τα άλλα, διάλογό μας.
Το βιβλίο του με τίτλο «Τρεις Εποχές» ταξίδεψε σε τρία διαφορετικά νησιά, διαβάστηκε σε καταστρώματα πλοίων, σε δωμάτια ξενοδοχείων, σε παραλίες, σε στάσεις λεωφορείων. Όπως νομίζω ότι του ταιριάζει. Γιατί είναι ένα ταξιδιωτικό οδοιπορικό, στον χρόνο και στον τόπο.
Ο Λιβαθινός ως πρωταγωνιστής της παράστασης της ζωής του
Γεννήθηκε στην Αθήνα και είναι απόφοιτος της Δραµατικής Σχολής του Πέλου Κατσέλη. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο Αθηνών. Είναι αριστούχος απόφοιτος του Τµήµατος Θεάτρου του Κρατικού Ινστιτούτου Θεάτρου της Ρωσίας στη Μόσχα (GITIS) τόσο στη Σκηνοθεσία όσο και στην Υποκριτική Θεάτρου. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από τη Ρωσία σκηνοθετεί ανελλιπώς παραστάσεις κλασικών και σύγχρονων θεατρικών συγγραφέων, καθώς και παραστάσεις όπερας στα σηµαντικότερα θέατρα της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Έχει βραβευτεί µε το βραβείο Νέων Δηµιουργών από την Ένωση Κριτικών Θεάτρου, το βραβείο σκηνοθεσίας «Φώτος Πολίτης», το βραβείο Διεθνούς Θεατρικού Ρεπερτορίου καθώς και το βραβείο «Κάρολος Κουν» σκηνοθεσίας ελληνικού έργου. Από το 2001 έως το 2007 διετέλεσε Καλλιτεχνικός Υπεύθυνος της Πειραµατικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου όπου και ίδρυσε το Εργαστήριο Σκηνοθεσίας και Υποκριτικής Θεάτρου.
Έχει διατελέσει Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου από το 2015 έως το 2019. Στη διάρκεια της θητείας του ίδρυσε το πρώτο κρατικό Τµήµα Σκηνοθεσίας τριετούς φοίτησης. Έχει διδάξει Σκηνοθεσία και Υποκριτική σε δραµατικές σχολές και πανεπιστηµιακά τµήµατα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Εν είδει ηµερολογιακών καταγραφών, ο Στάθης Λιβαθινός στις «Τρεις Εποχές» γράφει για τη ζωή του. Για την «προετοιµασία», το πώς ένα παιδί που µεγαλώνει στα Εξάρχεια τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 προσανατολίζεται προς την τέχνη. Για τη «µαθητεία», τα χρόνια των σπουδών του στη Μόσχα πλάι σε δασκάλους-επιγόνους του Στανισλάφσκι που σηµάδεψαν την ιστορία του σύγχρονου θεάτρου. Για την επιστροφή του στην Ελλάδα και την «πράξη», την επίµονη, ενίοτε και αγωνιώδη προσπάθεια να είναι κάθε παράσταση η κορύφωση µιας συλλογικής διαδικασίας, για τους ανθρώπους που τον καθόρισαν. «Τρεις εποχές» οι οποίες, παράλληλα, µιλούν για την εξέλιξη κάθε καλλιτέχνη και την, αναπόφευκτη, διαχείριση της µαταιοδοξίας.
Μιλώντας για συγκεκριµένες παραστάσεις του, που έχουν ήδη αφήσει το ίχνος τους στη νεοελληνική παραστασιολογία, ο Λιβαθινός καταθέτει το απόσταγµα της εµπειρίας του καλύπτοντας ένα ευρύ πεδίο ζητηµάτων, από τη σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού και την αναζήτηση του «θέµατος», έως τις ακροάσεις, τον αυτοσχεδιασµό, τη σκηνογραφία και τους θεατρικούς φωτισµούς, από την ηθική στο θέατρο έως τις απαιτήσεις του κοινού, και από το εγχείρηµα της Πειραµατικής Σκηνής το 2005 έως το όραµα για το Εθνικό Θέατρο και τη Σχολή του.
«Πώς συντηρείται η µνήµη; Πώς επιλέγει τι κρατάει και τι πετάει; Καίρια ερωτήµατα για µένα, µα παραµένουν αναπάντητα. Μ’ αυτές τις σηµειώσεις θέλησα να τιµήσω τις στιγµές που µου χαρίστηκαν ως τώρα, όπως κι αυτούς που µου τις χάρισαν, που µε αγάπησαν, µε καθοδήγησαν ή µε τιµώρησαν –συνήθως για καλό σκοπό–, όσο κι αυτούς που µου συµπαραστάθηκαν, µε πίστεψαν και µε συντρόφευσαν… Παραδείγµατα προς µίµηση δεν υπάρχουν, κι ας λένε. Ο καθένας µας είναι και ο δρόµος του. Αν όµως βρισκόταν κάτι σε όλα αυτά που θα µπορούσε να κεντρίσει έναν νέο καλλιτέχνη για να πιάσει ένα νήµα χωρίς να φοβηθεί, και µε όποιο τίµηµα να τολµήσει να κάνει τα δικά του λάθη, θα ήταν για µένα µια ευεργετική και σωτήρια έκβαση…»
Γιατί να διαβάσει, κανείς, αυτό το βιβλίο αν δεν είναι ηθοποιός, σκηνοθέτης ή φαν του Λιβαθινού;
Για μένα, αυτό είναι ένα βιβλίο που θα έκανε καλό στον οποιοδήποτε. Αποδομώντας τα υλικά που συνθέτουν την «συνταγή της επιτυχίας», διαπιστώνει κανείς ορισμένα πράγματα, κλισέ ενδεχομένως, αλλά απολύτως αληθή.
Το ταλέντο, από μόνο του, δεν λέει τίποτα.
Μια ανοιχτή, γενναιόδωρη καρδιά πάντοτε είναι κερδισμένη: αποκτά χώρο για συναισθήματα και ιδέες.
Οι άνθρωποί μας είναι τα πάντα μας: από οικογένεια, μέχρι φίλους, συντρόφους, συνοδοιπόρους. Ποιοι θα ήμασταν χωρίς αυτούς;
Οι «χορτασμένοι», χαμογελαστοί επιτυχημένοι άνθρωποι έχουν, πιθανώς, αν όχι βεβαιότατα, πονέσει, πεινάσει, πληγωθεί, προδοθεί, αποτύχει.
Η Ελλάδα δεν εκτιμά πάντοτε τα μεγέθη της. Όχι τόσο όσο ορισμένες ξένες χώρες, τουλάχιστον!
Είναι υπέροχη η διαδρομή του Στάθη Λιβαθινού, από τις σπουδές του στην Ρωσία, μέχρι την επιστροφή του στην Ελλάδα. Οι συνεργασίες του, οι κόρες του, τα οράματά του. Με συγκλόνισε η περιγραφή του για το πώς, νεαρός άντρας τότε, έπιασε στα χέρια του το πρώτο του κορίτσι και φοβόταν μην του πέσει. Θεωρώ, εκ του μη ασφαλούς φυσικά, ότι συναισθήματα όπως αυτό τον καθόρισαν καλλιτεχνικά. Είναι αδύνατο, για μένα, να σκηνοθετεί ρόλους πατεράδων ο Λιβαθινός στο θέατρο και να μην μπολιάζει την προσέγγισή του με αυτό το ακαταμάχητο συναίσθημα της δικής του πρωτο-πατρότητας.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, αποκαλύπτεται ένας άνθρωπος που από μικρός κυνηγούσε την ζωή, τολμούσε, απολάμβανε. Έσκυψε το κεφάλι με σεβασμό απέναντι στην ιερή, για εκείνον, τέχνη του θεάτρου και κατάφερε, παράλληλα, να ανταποκριθεί και στις ανάγκες της τρομερής τέχνης της ζωής: να ερωτευτεί, να γευτεί, να κάνει οικογένεια, να αγκαλιάσει φίλους.
Κλείνοντας το βιβλίο σκέφτηκα ότι σε έναν νεαρό ηθοποιό θα έκανε πολύ, πολύ καλό να το διαβάσει. Και μάλιστα, κρατώντας πυρετωδώς σημειώσεις. Ονόματα σπουδαίων εργατών και εργατριών του θεάτρου τους οποίους πρέπει μάλλον να μελετήσει. Σημειώσεις πάνω στις σημειώσεις του ίδιου του Λιβαθινού, κανονική, εντιμότατη κλοπή. Να, όπως αυτήν του εδώ την φράση-σκέψη, ανάμεσα σε άλλες φοβερές:
«Συνειδητοποιώ ότι ο χρόνος με συμφιλίωσε με την εικόνα των αβοήθητων σωμάτων».
Το έργο του Στάθη Λιβαθινού στο νεοελληνικό θέατρο εν γένει και στο Εθνικό Θέατρο, εν είδει, ως δασκάλου, αναμορφωτή, ανανεωτή, δεν θεωρώ πως είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος να το κρίνει και σίγουρα όχι αυτήν την στιγμή. Μάλλον ο χρόνος θα το κρίνει κι αυτό. Πάντως, μετά από την ανάγνωσή των Τριών Εποχών του, ξέρω, θα δυσκολευτώ να δω τις παραστάσεις του όπως τις έβλεπα, ως μια απλή θεατρόφιλη και δημοσιογράφος του πολιτιστικού.
Τώρα, θα σκέφτομαι εκείνον τον μικρούλη «αγριόγατο», εκείνον τον πεινασμένο και παγωμένο από το πολικό ψύχος φοιτητή, εκείνον τον νεαρό μπαμπά και εραστή, εκείνον τον επιμελή (συμ)μαθητή, που κατάφερε να τα βάλει με θεούς και δαίμονες (τους δικούς του κυρίως) για να κομίσει λίγη ομορφιά και αλήθεια στον κόσμο, προτού φύγει από αυτόν. Για να δώσει νόημα στην ζωή του και, πιθανώς, και στις ζωές πολλών, πολλών άλλων ανθρώπων.
Οι «Τρεις Εποχές» του Στάθη Λιβαθινού κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία εδώ και μερικές εβδομάδες, ενώ περιλαμβάνουν και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την ζωή του συγγραφέα τους.