Κάποιες φορές θέλεις απλώς να διαβάσεις ένα βιβλίο με πλοκή. Ξέρετε, το είδος όπου οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους, πηγαίνουν σε μέρη, ερωτεύονται, τσακώνονται, αγαπιούνται, χωρίζουν, ακόμη και πεθαίνουν – μια καλή, παλιομοδίτικη ιστορία. Το νέο μυθιστόρημα του Τζόρνταν Κάστρο, με τον θρασύτατο τίτλο «Ο μυθιστοριογράφος», δεν είναι σαφώς μια καλή, παλιομοδίτικη ιστορία. Ακόμα και το να περιγράψουμε τον «Μυθιστοριογράφο» ως μυθιστόρημα είναι κάπως αστείο. «Άνοιξα το λάπτοπ μου», λέει ο αφηγητής στις πρώτες γραμμές του πρώτου κεφαλαίου, και αυτές οι τέσσερις λέξεις στη σειρά είναι η αρχή, η μέση και το τέλος της αφήγησής του. Ο τίτλος που κλείνει το μάτι ήταν η σωστή επιλογή: «Ο τύπος που άνοιξε το λάπτοπ του» ουσιαστικά δημιουργεί όλη την πλοκή.
Το The Novelist διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια ενός και μόνο πρωινού, ακολουθώντας έναν ανώνυμο συγγραφέα που χαζεύει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενώ η φίλη του κοιμάται στο διαμέρισμά τους. Αυτό είναι όλο. Οι πρώτες 16 σελίδες περιγράφουν τον πρωταγωνιστή να παρακολουθεί λεπτομερώς Twitter, λεπτό προς λεπτό, κάνοντας ανόητες σκέψεις όπως «το Twitter μου είναι φρικτό -το Twitter γενικά είναι φρικτό». Πιο ενοχλητική υπόθεση για ένα βιβλίο είναι, ειλικρινά, δύσκολο να φανταστεί κανείς. Τι καλό έχει ένα μυθιστόρημα με μια πλοκή τόσο ανούσια που αγγίζει τα όρια της ανοιχτής έχθρας με τον αναγνώστη; Λοιπόν, αρχικά είναι αστείο – μια σπάνια και πολύτιμη ιδιότητα στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Περιέχει επίσης μερικές από τις πιο ακριβείς -και αποτρόπαιες- περιγραφές της εμπειρίας της χρήσης του διαδικτύου που έχουν αποτυπωθεί ποτέ σε μυθοπλασία. Υπάρχει μια παράλληλη δράση στο The Novelist όπου ο αφηγητής θυμάται ένα δημοφιλές κορίτσι από το λύκειό του που λεγόταν Άσλεϊ. Την αναζητά στο Facebook, κάνοντας κλικ στις ψηφιακές φωτογραφίες της. «Κινούμενος γρήγορα, σχεδόν μανιωδώς, σαν να προσπαθούσα να ολοκληρώσω μια επείγουσα εργασία, πλοηγήθηκα πίσω στο προφίλ της Άσλεϊ και έκανα κλικ στη φωτογραφία: μια ομάδα πλούσιων, μικρόσωμων γυναικών και χοντρών ανδρών, όλοι λευκοί, φορώντας φορέματα και ψηλοτάκουνα ή σακάκια με μερικώς ξεκούμπωτα κουμπιά, στέκονταν στριμωγμένοι στο ίδιο κάδρο, με έναν ορίζοντα που δεν αναγνώριζα πίσω τους. Αναγνώρισα, ωστόσο, κάποιους από τους ανθρώπους στην εικόνα. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα – όταν μετακίνησα τον κέρσορα πάνω από τα πρόσωπα και τα σώματά τους, τα ονόματα που εμφανίζονταν ήταν άγνωστα για μένα», σκέφτεται ο αφηγητής, προτού κολλήσει εάν είναι ή δεν είναι αυτοί οι άνθρωποι που μπορεί ή δεν μπορεί να γνωρίζει. «Φαντάστηκα να τσακώνομαι για το ρατσισμό με έναν από τους χοντρούς άντρες της φωτογραφίας», συνεχίζει, μελετώντας το κοινωνικό περιβάλλον της Άσλεϊ σαν ερασιτέχνης ντετέκτιβ. Αυτό το απόσπασμα θα έχει σίγουρα απήχηση σε όποιον έχει χάσει μια-δυο ώρες από τη ζωή του παίζοντας τον ντετέκτιβ πάνω σε γλυκανάλατες γνωριμίες στο Facebook, και καθιερώνει τον Κάστρο ως ψυχολογικά ακριβή χρονογράφο της ζωής στο διαδίκτυο.
Όλη αυτή η κουβέντα για την κένωση αναμειγνύεται με όλες τις περιγραφές του χρόνου παραμονής μπροστά στην οθόνη -μερικές φορές ο πρωταγωνιστής αφοδεύει και ταυτόχρονα περιηγείται στο Instagram- υποδηλώνοντας μια σύνδεση: Στο τέλος, όλα είναι τα ίδια σκατά.
Με ένα δονούμενο μεσαίο δάχτυλο σε όποιον θα μπορούσε να μπερδέψει τον «Μυθιστοριογράφο» με αυτοβιογραφία, ο Κάστρο επινοεί μια παράξενη εκδοχή του εαυτού του, μια περσόνα με την οποία έχει εμμονή ο αφηγητής, μια λογοτεχνική ημι-διασημότητα που έχει γίνει μπαμπούλας για το «προοδευτικό διαδίκτυο», παρόλο που στην πραγματικότητα δεν λέει τίποτα ηθικά επιλήψιμο. Αυτός, λοιπόν, ο φανταστικός Τζόρνταν Κάστρο γράφει ένα μυθιστόρημα, το οποίο στη συνέχεια παρασύρεται στα γρανάζια ενός σοσιαλμιντιακού κύκλου οργής, δίνοντας στον συγγραφέα την ευκαιρία να αναφερθεί στο πόσο ανόητα μπορεί να είναι τα λεγόμενα προχωρημένα μέσα ενημέρωσης: «Ο ήρωας ενός από τα μυθιστορήματα του Τζόρνταν Κάστρο ήταν ένας ερασιτέχνης bodybuilder και το μυθιστόρημα, λόγω του ότι κυκλοφόρησε όταν η τρέχουσα κουλτούρα είχε μια “αναμέτρηση με την τοξική αρρενωπότητα”, έτυχε σκληρής κριτικής από πολλούς, οι οποίοι το περιέγραψαν ποικιλοτρόπως ως “φασιστικό”, “λιποφοβικό” ή, περιέργως, “όχι αυτό που χρειαζόμαστε τώρα”. Μέσα σε λίγες εβδομάδες είχαν γραφτεί άρθρα με τίτλους όπως “Διαβάσαμε το μυθιστόρημα του Τζόρνταν Κάστρο για το σώμα, ώστε να μην χρειαστεί να το διαβάσετε” και “Το προνόμιο της γυμναστικής του Τζόρνταν Κάστρο”, τα οποία δεν ασχολήθηκαν τόσο με τις λογοτεχνικές ιδιότητες του βιβλίου όσο με την επίδραση που μπορεί να έχει στην πραγματικότητα, λόγω του υποτιθέμενου κρυμμένου νοήματος σε ορισμένες από τις προτάσεις». Όπως και με την περιγραφή των σκουληκότρυπων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αυτές οι όξινες παρενθέσεις για την κατάσταση του διαδικτυακού λόγου είναι καυστικά ακριβείς.
Αν και το «διαδικτυακό μυθιστόρημα» αρχίζει και διαμορφώνει πλέον το δικό του υποείδος, είναι ακόμα σπάνιο να δει κανείς αυτές τις κοινές εμπειρίες που όλοι μοιραζόμαστε on line να αποδίδονται τόσο ρεαλιστικά, με το βλέμμα στραμμένο προς το μη κολακευτικό, το ταπεινωτικό και το αληθινό. Το καλύτερο από τα πρόσφατα «διαδικτυακά μυθιστορήματα», το «Κανείς δεν μιλάει γι’ αυτό» της Πατρίσια Λόκγουντ, αποτυπώνει την ευαισθησία ενός εξαιρετικά διαδικτυακού μυαλού, αλλά το αποσπασματικό του ύφος και η παιχνιδιάρικη, παράλογη γλώσσα του δημιουργούν ένα ιμπρεσιονιστικό πορτρέτο – δεν υπάρχει καμία συζήτηση, ας πούμε, για την εσφαλμένη πληκτρολόγηση ενός κωδικού πρόσβασης ή για την παρόρμηση να διαγράψει κανείς το Facebook αφού χάσει ένα ολόκληρο απόγευμα σε αυτό. Ο «Μυθιστοριογράφος», αντίθετα, έχει μια καθημερινή, μπλογκική ποιότητα. Ο Κάστρο, ποιητής και πρώην εκδότης του περιοδικού New York Tyrant Magazine, έχει υποταγή στην alt-lit (ευχαριστεί τον Tao Lin για την έμπνευση στην εναλλακτική λογοτεχνία), ενώ κάποια αποσπάσματα από την αφήγηση του πρωταγωνιστή του για ένα πρωινό που σπαταλήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μοιάζουν να είναι γραμμένα σαν άρθρα στον πρωτοποριακό κάποτε ιστότοπο του Thought Catalog (παρόλο που τώρα συχνά συνδέεται με «πεταμένα» προσωπικά δοκίμια, το Thought Catalog ήταν στα πρώτα του χρόνια, το 20111, μέσο φωνών της alt-lit όπως ο Tao Lin, η Megan Boyle και ο ίδιος ο Castro).
Ο κόσμος συχνά απορρίπτει τη γραφή που επικεντρώνεται αυστηρά στον εαυτό ως «ομφαλοσκοπία», αλλά ο επιδεικτικός, προκλητικός σολιψισμός του πρωταγωνιστή του Κάστρο δεν είναι ακριβώς αυτό. Αν μη τι άλλο, το «πρωκτο-ατένιση» θα ήταν ένας πιο κατάλληλος χαρακτηρισμός, δεδομένου ότι ο αφηγητής αποδεύει, σκέφτεται την απόδευση ή στέλνει email στον φίλο του σχετικά με το δικό του αποτέλεσμα αφόδευσης για ένα αξιοσημείωτα μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος. Ο «Μυθιστοριογράφος» πρέπει να κατέχει κάποιο ρεκόρ για τη μεγαλύτερη περιγραφή τεχνικών σκουπίσματος με χαρτί τουαλέτας σε μυθιστόρημα. Όλη αυτή η κουβέντα για την κένωση αναμειγνύεται με όλες τις περιγραφές του χρόνου παραμονής μπροστά στην οθόνη -μερικές φορές ο πρωταγωνιστής αφοδεύει και ταυτόχρονα περιηγείται στο Instagram- υποδηλώνοντας μια σύνδεση: Στο τέλος, όλα είναι τα ίδια σκατά.
*Με στοιχεία από wired.com