Η μουσική, η ποίηση, το σινεμά, το θέατρο αφορμώνται από τον Έρωτα και μιλούν γι’ Αυτόν. Όλα είναι Έρωτας. Μοιάζει σαν το κουκούτσι του φρούτου που αποκαλούμε ζωή. Κάθε βαθιά δαγκωματιά μας οδηγεί εκεί, στο κέντρο, στο κέντρο μας.

Ας καταβυθιστούμε σε εννέα (ερωτικός αριθμός το εννέα, για κάποιον λόγο) ερωτικά ποιήματα, λίγο αλλιώς. Λίγο πιο σκοτεινά, λίγο πιο θανατερά, γιατί, άλλωστε, ο Έρωτας συγγενεύει με τον Θάνατο. Ποιήματα κάπως απρόβλεπτα-ανάμεσά τους κι ένα προνογραφικό αριστούργημα. Γιατί ο Έρωτας, πάρα πολλές φορές, συγγενεύει και με το Σεξ. Με ένα ή με περισσότερα κορμιά.

Εσείς με ποιο ποίημα ταυτίζεστε;

Και ποιο θα αφιερώνατε στο Πρόσωπο εκείνο που μοιράζεστε ένα μαξιλάρι στην πραγματικότητα ή στην φαντασία σας;

Υπενθυμίσεις του έρωτα, της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ

Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας
εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου.

 

Γι’ αυτό αν τύχει και μ’ αγαπήσεις,  της Κατερίνας Γώγου

Είναι επειδή είμαστε παρέα με το παιδί
κι αμέτρητες φορές- αγκαλιά απ’τη μέση
μετρήσαμε τ’άμέτρητα τ’άστρα
και κείνα που λέγανε για καλύτερα χρόνια
τα φάγαμε βγάζοντας κουβάδες με νερό
για να μπορούν να ταξιδεύουνε για πάντα
τα πλοία που δεν άραξαν
κι είναι επειδή μια και κάτω
κατεβάσαμε όλα τα ξινισμένα κρασιά
και βγάλαμε τα σωθικά μας τραγουδώντας
γεμάτα παράπονο-παιδιακίσα πράγματα-
τον Ιούλιο κάποτε
Γι’αυτό άμα κάνει κανείς μια κίνηση έτσι
για να μας χαϊδέψει
κάνουμε εμείς μια κίνηση πίσω
σα να μη φάμε ξύλο.
Γι’αυτό αν τύχει και μ’αγαπήσεις
πρόσεχε σε παρακαλώ πολύ πολύ
πώς θα μ’αγκαλιάσεις. Πονάει εδώ.
Κι εδώ. Κι εκεί. Μη! Κι εδώ. Κι εκεί.

 

Τα μουνάκια, του Κώστα Βάρναλη

Μουνάκια φλογισμένα σαν τα ρόδα

Σαν του νεοφούρνιστου ψωμιού τη θραψερή ζεστοβολιά

Μες στα τρεμόπαχα μεριά σας

που ονειρεύεστε νυχτιές οργιακές

Παρθενικά μουνάκια!

αργοσαλεύουν τα χειλάκια

τα χνουδωτά!

Σαν γαρούφαλλων ανεμόσειστα φυλλάκια

Σαν στοματάκια διψασμένα

από ποια δίψα;

Και κάπου κάπου αργοκυλά

στων διακαμένων σας χειλιών την άκρη

της βαρβατίλας καβλομύριστο ένα δάκρυ!

 

Συνάντηση της Louise Glück

Ήρθες στην άκρη του κρεβατιού

και κάθισες κοιτάζοντάς με.

Κι έπειτα με φίλησες- αισθάνθηκα

καυτό κερί στο μέτωπό μου.

(…) Ήθελα να μείνει έγκαυμα, σφραγίδα,

κάτι στο τέλος να μου μείνει

θα πρέπει να το ήξερες, τότε, πόσο σε ήθελα.

Πάντα θα το γνωρίζουμε αυτό, εσύ κι εγώ.

Απόδειξη το σώμα μου.

Πρώτος έρωτας, του Μπορίς Βιαν

Όταν ένας άντρας αγαπάει μια γυναίκα
Την παίρνει καταρχή στα γόνατά του
Φροντίζει να της βγάλει τη φουστίτσα
Ώστε το πανταλόνι του να μην καταστραφεί
Γιατί το ύφασμα πάνω στο ύφασμα
Φθείρει το ύφασμα.
Κατόπι με τη γλώσσα του κοιτάει αν της έγινε
Σωστά η αφαίρεση αμυγδαλών
Αλλιώτικα υπάρχει φόβος μόλυνσης.
Μετά, για να μη μένουνε τα χέρια του αδρανή
Ψάχνει βαθιά, όσο μπορεί βαθύτερα
Ωσότου ανακαλύπτει την ουρά
Από ‘ναν άσπρο ποντικό
Που ‘χει βαφτεί στο αίμα
Και μαλακά τραβάει την κλωστή
Να φτάσει ως το ταμπάξ.

 

Annabel Lee, του Edgar Allan Poe

Έχουν περάσει πολλά πολλά χρόνια από τότε
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Που κάποια κόρη ζούσε, ίσως την ξέρετε
Άναμπελ Λη ήταν το όνομα της
Κι η κορη αυτή ζούσε με μόνο μια σκέψη
Να με αγαπά και να την αγαπώ.

Ήμαστε ακόμα τότε και οι δυο παιδιά
Σ’ενα βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
αλλά αγαπιόμαστε με μιαν αγάπη μεγαλύτερη ακόμα κι από την αγάπη
εγώ και η δική μου Άναμπελ Λη .
Με μιαν αγάπη που τη ζήλευαν τα φτερωτά σεραφείμ στον ουρανό
Μας ζήλευαν εκείνη κι εμένα.

Κι αυτός ήταν ο λόγος που χρόνια πριν
Σε αυτό το βασίλειο δίπλα στη θάλασσα
Φύσηξε ένας άνεμος από ένα σύννεφο
και πάγωσε την όμορφη μου Άναμπελ Λη
Κι έτσι οι συγγενείς της ήρθαν και
την πήραν μακριά από εμένα
να την κλείσουν μέσα σε ένα μνήμα
Στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα

Οι άγγελοι, που δεν είχαν ούτε τη μισή δική μας ευτυχία
ζήλεψαν εμένα και εκείνη
Ναι! Αυτός ήταν ο λόγος (και το ξέρουν όλοι
στο βασίλειο αυτό δίπλα στη θάλασσα)
ότι ένας άνεμος από ένα σύννεφο τη νύχτα
παγώνοντας και σκοτώνοντας την Άναμπελ Λη.

Αλλά η αγάπη μας ήταν πιο δυνατή από την αγάπη
αυτών που είναι μεγαλύτεροι μας
Αυτών που είναι σοφότεροι από εμάς
Και ούτε οι άγγελοι στον παράδεισο ψηλά
ούτε οι δαίμονες κάτω από τη θάλασσα
μπορούν να χωρίσουν την ψυχή μου
από την ψυχή της Αναμπελ Κη
Γιατί το φεγγάρι ποτέ δε φέγγει χωρίς να μου φέρει όνειρα
της όμορφης Άναμπελ Λη
και τα αστέρια δε βγαίνουν ποτέ, αλλά νιώθω τα λαμπερά μάτια
της όμορφης Άναμπελ Λη

Και έτσι, όλη τη νύχτα, ξαπλώνω δίπλα από
την αγαπημένη μου, τη ζωή μου και τη γυναίκα μου
στο μνήμα δίπλα από τη θάλασσα
στον τάφο της εκεί που σκάει το κύμα.

 

Όπως ο Κερέμ, του Ναζίμ Κιχμέτ

Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι
Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του
Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη

 

Αντίστροφη Αφιέρωση, της Μάτσης Χατζηλαζάρου (απόσπασμα)

(…)εσένα σ’ έχω Δεινόσαυρο από τους πιο εκπληκτικούς
εσένα σ’ έχω βότσαλο φρούτο απαλό που τ’ ωρίμασε η θάλασσα
σ’ ερωτεύω
σε ζηλεύω
σε γιασεμί
σε καλπασμό αλόγου μες στο δάσος το φθινόπωρο
με φοράω νέγρικο προσωπείο για να μας θέλεις εσύ
με κεντρίζεις μεταξένια άσπρο μου κουκούλι
με κοιτάζεις πολύ προσεκτικά
tu m’ abysses
tu m’ oasis
je te gougouch
je me tombeau bientôt
εσένα σ’ έχω δέκα ανθρώπους του Giacometti
σ’ έχω κόνδορα καθώς απλώνεσαι πάνω από τις Άνδεις
σ’ έχω θάλασσα γύρω τριγύρω από τα νησιά του Πάσχα
εσύ σπλάχνο μου πως με γεννάς
σε μίσχος
σε φόρμιγξ
με φλοισβίζεις
σε ζαργάνα α μ’ αρέσει
δυο κροταλίες όρθιοι στρίβουν και ξαναστρίβουν γλιστρώντας ο ένας γύρω
απ’ τον άλλο όταν σταματήσουν η περίπτυξή τους είναι το μονό-
γραμμά σου
tu m’ es Mallarmé Rimbaud Apollinaire
je te Wellingtonia
je t’ocarina
εγώ σε Τσεπέλοβο Πάπιγκο Ελαφότοπο
εγώ σε Βίκο με τα γιοφύρια του κει που διαβαίνει ο χρόνος
σ’ έχω πει και ψέματα για να τους ξεγελάσουμε
εγώ σ’ έχω άρωμα έρωτα
σ’ έχω μαύρο λιοντάρι
σε ονειροβάτησα μαζί μου ως το γκρεμό
εσέ ασύλληπτο θυμάμαι και τον ύπνο μου χάνω
εσύ μάχες και ένσαρκα άλογα του Uccello
εσύ δωρητής (δεξιά κάτω της εικόνας) εκείνου του μικρού κίτρινου αγριο-
λούλουδου
εσύ κένταυρου ζέση
εσύ συντεχνία ολάκερη που έργα ποιείς διαβαίνοντας εν τη ανωνυμία
je te ouf quelle chaleur
tu m’ accèdes partout presque
je te glycine
εσύ φεγγάρι που ένα σύννεφο αναβοσβήνει
εσύ δε βαριέσαι παράτα το το σύμπαν έτσι που το’ χουμε αλαζονήσει
και δαύτο πώς να συναντηθούμε ποτέ
εσύ σε τρυφερό λόγο με το λόγο έτσι δεν είναι πες
εσύ σελίδα μου
εσύ μολύβι μου ερμηνευτή μου
σε ανοίγω συρτάρια
πώς γιατί δεν ήρθες τόσες φορές
σε ξεμάκρυνα εγώ λέω τώρα
δίχως τέλος λυπάμαι
σε κρυάδα γνώρισες ποτέ την καρδιά μου
σε μιαν έκπαγλη χρονιά ανταμώσαμε
σε ληστεύω από αλλουνού τα χέρια
σε ακούω από δω από κει
σε σιωπώ μες στην απέραντη τρυφερότητα
σιγά σιγά να καταλαγιάσουμε
όλα δεν τα’ χω πει
ΜΕ ΕΚΡΙΖΩΝΕΙΣ

 

Άτιτλο, του Θωμά Γκόρπα

Θα καταργήσω τον ουρανό,
θα καταργήσω τη γη
και θ’ αφήσω μόνο ένα ουζερί
για ένα πιοτό,
για ένα τραγούδι, για ένα χορό.
Κι εσύ να περνάς απ’ έξω.